Με το που
ανακοινώθηκε η παραχώρηση εκμετάλλευσης των περιφερειακών αεροδρομίων
δεν άργησαν οι πρώτες γκρίνιες. Εκποιείται δημόσια περιουσία, θα αυξηθούν τα
εισιτήρια, συνολικά δεν δημιουργούν ελλείμματα αυτά τα 14 αεροδρόμια, το τίμημα
ήταν μικρό. Στα αυτιά πολλών όλα αυτά μπορεί να ακούγονται κι ως λογικά
επιχειρήματα.
Έλα όμως που δεν
πωλείται απολύτως τίποτα! Η εκμετάλλευση τους δίνεται, με πολύ συγκεκριμένους
όρους, σε ιδιώτες που έχουν την πρόθεση να επενδύσουν άμεσα 300 εκατομ. ευρώ
και 1,4 δις σε βάθος χρόνου. Σε μια περίοδο που αναβάλλονται ή και
ματαιώνονται έργα όπως η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου ή η ανάπλαση του
Φαληρικού Δέλτα λόγω έλλειψης πόρων είναι τουλάχιστον στρουθοκαμηλικό να
παριστάνουμε ότι αδιαφορούμε μπρος στη δυνατότητα γεωστρατηγικής αναβάθμισης
των υποδομών, βελτίωσης και διεύρυνσης των προσφερόμενων υπηρεσιών,
μετατροπής του σε παράγοντα προσέλκυσης τουριστών και ανάπτυξης παράπλευρων
δράσεων που θα τονώσουν την τοπική οικονομία.
Το τίμημα των 1,25
δις ευρώ (12 φορές πάνω από τα υπάρχοντα προ φόρων κέρδη των αεροδρομίων) και η
επιπρόσθετη ετήσια καταβολή 23 εκατομ. μόνο ως μη ικανοποιητικό δεν θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί. Όσο για τη μη ελλειμματική σημερινή εικόνα τους ως
σύνολο, καλύπτει τις επιμέρους ανισομέρειες ανάμεσα σε κερδοφόρα και βαθιά
οικονομικά, αναποτελεσματικά αεροδρόμια. Γιατί άραγε πρέπει να μας αρκεί το
ελάχιστο όταν μπορούμε να μετατρέψουμε αυτές τις επιχειρήσεις σε πολύ πιο
εύρωστες;
Μα θα αυξηθούν τα
εισιτήρια μετά από 4-5 χρόνια κατά 5 ευρώ. Δεν χρειάζεται καν να λεχθεί ότι
μετά από τόσα χρόνια ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης θα έχει απορροφηθεί
από τον σωρευτικό πληθωρισμό των προηγούμενων χρόνων. Ούτε να τονιστεί ότι
το μέρος της αύξησης που πάει στην βελτίωση της ασφάλειας των αεροδρομίων τους προσδίδει
κύρος και καθησυχάζει τους εν δυνάμει χρήστες τους. Άξιον απορίας είναι η
προεξόφληση από κάποιους ότι θα αγγιχτεί το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 18
ευρώ (ανάλογο αντίστοιχων διεθνών αεροδρομίων) και οι διαχειριστές δεν θα
κινηθούν με βάση μια πιο ανταγωνιστική λογική.
Μοιάζει ορισμένοι
να προτιμούν τη μιζέρια και την καχεκτικότητα τοπικών αερολιμένων χωρίς
προοπτική και όραμα, με μόνο αποκούμπι την κρατική χρηματοδότηση μετατρεπόμενα
έτσι σε ρουσφετολογικούς θύλακες. Τυπική ιδεοληψία ή διαχειριστική
άγνοια; Και τα δυο τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγούν. Την αντίσταση σε κάθε
αλλαγή.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
Η πολιτική είναι
η τέχνη του εφικτού... διλήμματος. Όλες οι σημαντικές, και όχι μόνο,
μετατοπίσεις της κοινής γνώμης δεν προέρχονταν παρά από την επιτυχημένη
σηματοδότηση ενός «εκβιασμού». Το «Καραμανλής ή τανκς» επεσήμανε εμφατικά την ανάγκη
για πολιτική σταθερότητα, η «Αλλαγή» ήρθε ως επίκληση αντίβαρου σε
«κατεστημένες» αντιλήψεις και λειτούργησε λυτρωτικά για καταπιεσμένες
συνειδήσεις.
Έκτοτε, και με τα
πιο θεσμικά διλήμματα να έχουν απαντηθεί, τα ερωτήματα που ετίθοντο στον ελληνικό
λαό πήραν μια πιο οικονομική χροιά φτάνοντας έως την απολυτότητα του
«ευρώ ή δραχμή». Κανένας εκβιασμός δεν γίνεται να μην εμπεριέχει και μια ισχυρή
δόση φόβου, να μην στηρίζεται στην αποτροπή μιας δυσαναπλήρωτης απώλειας.
Ο μεταπολιτευτικός κύκλος όμως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν συνδυαστεί με
την αποδέσμευση των διλημμάτων από το στενό εκφοβιστικό τους πλαίσιο.
Εσχάτως κάποιοι
προσπάθησαν να επαναλάβουν τη δοκιμασμένη συνταγή εφευρίσκοντας το τεχνητό
δίπολο «αυτοδυναμία ή μνημόνιο», τόσο ετεροβαρές και ψευδεπίγραφο που δεν
ανταποκρίνονταν καν σε υπαρκτές ανάγκες, ούτε έδινε ελάχιστα εχέγγυα
εφησυχασμού. Δεν πρόκειται μόνο για προφανή άγνοια βασικών κανόνων της
πολιτικής επικοινωνίας που εκδικούνται όσους επιδεικτικά τους παραβλέπουν αλλά
κυρίως για έναν αίολο πύργο επιχειρημάτων, αποκύημα μιας μικροκομματικής
εξουσιαστικής κουλτούρας, που γκρεμίζεται με την πρώτη πνοή ορθολογισμού.
Άλλοι πάλι,
βιάστηκαν να νεκραναστήσουν τα οικογενειακά δικαιώματα στον πολιτικό βίο
ντύνοντας με τη μάσκα του μεταρρυθμιστή τη σανίδα σωτηρίας στο ρουσφετολογικό
κομματικό σύστημα. Λησμονούν ότι οι ίδιοι οι πρόγονοι τους επανασχεδίασαν το
πολιτικό τόξο για να εκφράσουν τη φρεσκάδα και την επιτακτικότητα των
κελευσμάτων της μεταπολιτευτικής εποχής. Παραβλέπουν την πρότερη
«επαναστατική» γυμναστική τους με τη συντεχνιακή γροθιά να ανεμίζει σαν
παντιέρα κάλυψης κάθε παρωχημένου κεκτημένου.
Το μόνο επίκαιρο
«δίλημμα» δεν μπορεί παρά να είναι αξιακό. Oύτε εκβιαστικό, ούτε ανακυκλωτικό. Να θέτει θεσμικές απαιτήσεις, αξιοκρατικές
συντεταγμένες. παραγωγικές μεταβλητές. Να καθορίζει αξιόπιστα όρια και να
απελευθερώνει από ανασφαλή δεσμά. Να εκπέμπει εμπιστοσύνη και σιγουριά, ενώ
ανοίγει δρόμους στην αχαλίνωτη δημιουργική πρόθεση. Να λειτουργεί υποστηρικτικά
και ενισχυτικά χωρίς να αναλώνεται στην υπόθαλψη ιδεοληψιών και μεμψίμοιρων
αγκυλώσεων.
Η «τρομοκρατική»
αβεβαιότητα άλλοτε χαλυβδώνει συνειδήσεις αποτρέποντας καταστροφικούς
κινδύνους, άλλοτε φυτεύει το σπόρο της αμφιβολίας αναβάλλοντας εξελίξεις. Δεν
επαρκεί όμως για να βελτιώσει προοπτικές, να ανυψώσει το ηθικό. Οι
επιλογές της επόμενης περιόδου δεν νοείται να καθορίζονται με όρους και
προτεραιότητες μεταπολιτευτικής ανομβρίας. Η προσδοκώμενη αλλαγή δεν θα
προκύψει ξανά μέσα από την επιφώτιση μιας ασαφούς, καθησυχαστικής αυθεντίας .
Θα είναι η νίκη του συγκροτημένου, του αξιακά αναβαπτισμένου απέναντι
στη χλεύη και την αυτογελοιοποίηση του ανερμάτιστου.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος