Εις Παρισίους η νέα
διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα σε Ευρωπαϊκό κλίμα
πολιτικής αστάθειας (με τις πρόσφατες εξελίξεις σε Γαλλία και Αυστρία), με
πολλαπλά ανοικτά εσωτερικά μέτωπα (ΕΝΦΙΑ, φοροελαφρύνσεις, stress test τραπεζών κλπ) και
με ανοικτό το θέμα της οριστικής και βιώσιμης ρύθμισης του χρέους με τις ευθείες
συνέπειες του στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού για τα επόμενα
χρόνια.
Επειδή τη ρητορική
ασύντακτη αυτοδιαπραγμάτευση την έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ που περιμένει πότε
θα πνεύσει επαναστατικός αέρας στην υπόλοιπη Ευρώπη για να υπάρξουν αλλαγές και
στην Ελλάδα, η κυβέρνηση υπό την καθοδήγηση Σαμαρά δείχνει καλύτερα
προετοιμασμένη από κάθε άλλη φορά για να χτυπήσει τα «καμπανάκια» στην τρόικα
με αναλυτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα κάθε φοροεπιβάρυνσης
ώστε να αποδείξει την ανάγκη ελαφρύνσεων που και ενισχυτικά προς την ανάπτυξη
και την απασχόληση θα λειτουργήσουν και τα δημόσια έσοδα θα τονώσουν
(όπως ήδη φάνηκε κι από τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση).
Μέσα σε μια γενικευμένη
αποπληθωριστική τάση στην Ε.Ε. και με την ύφεση να απειλεί σχεδόν τους
πάντες (και η Γερμανία αισθάνθηκε τον πόνο του αρνητικού πρόσημου), η Ελλάδα
επιχειρεί να αναρριχηθεί ακολουθώντας την αντίθετη πορεία. Οι επιπτώσεις του
ρωσικού εμπάργκο και των έκρυθμων διεθνών καταστάσεων μαζί με την
επιβράδυνση της Ευρωπαϊκής μηχανής θέτουν σε κίνδυνο τους Ελληνικούς στόχους
και την ανάκαμψη, γι’ αυτό η υιοθέτηση πολιτικών που επιτρέπουν στην οικονομία
να αναπνεύσει είναι προϋπόθεση επιτυχίας κι όχι παραχώρηση από τη στιγμή
μάλιστα που τα δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκώς ξεπερνούν τους
στόχους.
Πέρα από τις γενναίες
ρυθμίσεις για τα ληξιπρόθεσμα χρέη και τα «κόκκινα», λαμβάνοντας υπόψη την
δυσχέρεια και την αδυναμία που προέκυψε από το 25% συσσωρευμένης ύφεσης των
τελευταίων ετών. Πέρα από τη μονεταριστική χαλάρωση της ΕΚΤ
αποκαθιστώντας την τραπεζική ρευστότητα με συνεπαγωγή τη βελτίωση της ροής
χρήματος στην αγορά. Πέρα από τις επιμέρους δράσεις για την απασχόληση,
ειδικά των νέων, και την «αναζωπύρωση» του εξαγωγικού κλίματος που σίγησε από
την καταιγίδα των διεθνών εξελίξεων. Η υπερφορολόγηση παραμένει κορυφαίο
ζήτημα κοινωνικής ανισορροπίας και οικονομικής καχεξίας.
Οι μειώσεις σε
καταναλωτικούς φόρους (ειδικό φόρο πετρελαίου, φόρο πολυτελείας κλπ), που
αποδείχτηκαν ανίκανοι να συνεισφέρουν δημοσιονομικά και καταβαράθρωσαν την
ψυχολογία νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αποτελούν πλέον απαραίτητο αναπτυξιακό
μοχλό. Ο περαιτέρω εξορθολογισμός του ΕΝΦΙΑ και η μετατροπή του σε
ανταποδοτικό δημοτικό φόρο είναι αναγκαία πράξη δικαιοσύνης. Η αποσύνδεση της φορολόγησης
των ελευθέρων επαγγελματιών από αυτό των επιχειρήσεων και την αδιέξοδη
χρήση των τεκμηρίων, από τη στιγμή που δεν υπάρχει αποτίμηση της προσωπικής
εργασίας και έχει καταργηθεί το αφορολόγητο με την επιβολή τέλους
επιτηδεύματος, και η σταδιακή, συνολική μείωση των φόρων στην αγορά ως επιπρόσθετος παράγοντας προσέλκυσης επενδύσεων και τα φυσικά πρόσωπα ως μέσο ενίσχυσης της κατανάλωσης.
Οι όποιες δημοσιονομικές
παρεκκλίσεις (αν και στο καταναλωτικό κομμάτι των φόρων υπήρξε
αποδεδειγμένα στέρηση εσόδων από τη χρήση τους) μπορούν να καλυφθούν από
περαιτέρω περιορισμό δημοσίων δαπανών (εστίες σπατάλης, σε ένα κράτος
που δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την αξιολόγηση δομών και ατόμων, υπάρχουν) αλλά
και σε μεγάλο βαθμό θα αποφευχθούν από την αύξηση των επενδύσεων και την
μεγέθυνση της οικονομίας.
Μην προσπερνάμε
και το γεγονός ότι με το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου να βρίσκεται
ήδη στο 5,5%, το 2015 με το ρυθμό ανάπτυξης να αγγίζει ή και να ξεπερνά το 3%
και τη νέα ρύθμιση για το χρέος να αποδεσμεύει κρίσιμους πόρους από το
μειωμένο κονδύλι για ετήσιους τόκους το συγκεκριμένο επιτόκιο δανεισμού μπορεί
να προσεγγίσει ακόμα και το 4% επιτρέποντας την πιο απρόσκοπτη προσφυγή στις
αγορές.
Αν λοιπόν το
όποιο χρηματοδοτικό θέμα λυθεί και με εντονότερη προσφυγή στις αγορές το
2015-16, τα εναπομένοντα κεφάλαια από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
θα μπορούσαν επιμέρους να κατευθυνθούν σε μια λελογισμένη και με σαφή κοινωνικά
ή επιχειρηματικά κριτήρια διαγραφή δανειακών υποχρεώσεων. Σε συνδυασμό
με ένα μικρό αλλά ουσιαστικό κατέβασμα των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα
ως συνεπακόλουθο των φοροελαφρύνσεων και ένα αντιστάθμισμα με επιπλέον τεχνικές
διευκολύνσεις για το χρέος (αύξηση υπάρχουσας περιόδου χάριτος, μηδενισμό
επιτοκίων, επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής ακόμα και στα 100 χρόνια) θα μπορούσαν
να αποτελέσουν ένα σύνολο ρυθμίσεων με σαφή αλλαγή μείγματος πολιτικής
αφού η ανακατανομή των ποσών θα οδηγήσει περισσότερα χρήματα στην πραγματική
οικονομία χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος