Τόσο η Κεντροδεξιά όσο και η Κεντροαριστερά μετά τις
τεκτονικές δονήσεις που έφερε η κρίση, οφείλουν να ενδοσκοπηθούν ταχύτατα
και να προχωρήσουν στην ανασυγκρότηση τους άμεσα. Για την Κεντροδεξιά ίσως
μοιάζει κάπως πιο εύκολο γιατί κυρίαρχος παράγοντας στο χώρο παραμένει η ΝΔ
από τις πρωτοβουλίες της οποίας εξαρτώνται κι οι εξελίξεις.
Από την άλλη η Κεντροαριστερά έχει υποστεί έναν τέτοιο κατακερματισμό
που δεν της επιτρέπει την γρήγορη ανάκαμψη αν δεν παρακαμφθούν πάραυτα οι προσωπικές
στρατηγικές και τα άσκοπα παιχνίδια εξουσίας, τη στιγμή μάλιστα που σε μια κοινωνία
συνηθισμένη στα δίπολα έρχεται με φόρα ο ΣΥΡΙΖΑ να καλύψει, παρά τις
ασάφειες και τις αντιθέσεις του, αυτό το κενό.
Γι’ αυτό πριν φτάσει να ασχοληθεί με τα ζητήματα που θα
αναπτύξουμε παρακάτω, θα περάσει από μια μακρά διαδικασία εσωστρέφειας
όπου θα αναζητεί το διακριτό στίγμα, την υπέρβαση της αρχομανίας και των προσωπικών
στρατηγικών, τις νέες δομές και τις προτάσεις που θα ξανακάνουν την
κεντροαριστερά προνομιακό συνομιλητή με τα κοινωνικά στρώματα που της
γύρισαν την πλάτη την περίοδο της κρίσης.
Κάποιοι στην Κεντροδεξιά θεώρησαν ότι η λύση βρίσκονταν
σε μια γενικόλογη παλλαϊκή συμμαχία κάτω από κάποιες γενικές αρχές, τις
οποίες όμως με τη δική τους ερμηνεία χρησιμοποιούν όλες οι παρατάξεις κι είναι
αμφίβολο αν αρκούν για να δημιουργήσουν ένα στέρεο και συνεκτικό κομματικό
μόρφωμα. Λησμονούμε ότι οι παρατάξεις του 47% δεν απέκτησαν αυτά τα
μεγέθη, ούτε γιατί απο-ιδελογικοποιήθηκαν, ούτε επειδή προτίμησαν την ασάφεια.
Η ψήφος των Ελλήνων ήταν διαχρονικά κυρίως τιμωρητική
και σε ένα σημαντικό βαθμό κινούνταν και μέσα στο πλέγμα των πελατειακών
σχέσεων. Όσο αυτές περιορίζονται από τα δεδομένα της σημερινής εποχής τόσο
γίνεται πιο επιτακτική, η ιδεολογική αποσαφήνιση που χτίζει μόνιμους
παραταξιακούς χώρους και χαλυβδώνει συνειδήσεις που μπορούν να διαδίδουν με
επίγνωση το λόγο και το στίγμα της Κεντροδεξιάς.
Δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε ότι παρά τις δεδομένες
βασικές αρχές, όπως αυτές τέθηκαν το 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή,
στην πορεία και μέσα στο γαϊτανάκι ανάληψης της εξουσίας ακολουθήσαμε κατά
καιρούς τακτικές του ΠΑΣΟΚ (λαϊκισμό, ρουσφετολογία κλπ) και αφήσαμε να
περιφέρεται μια σχετική θολούρα και αρκετές αντιφάσεις σε βασικές οικονομικές
και πολιτικές θέσεις που δικαιολογούν την ευκολία με την οποία στις μέρες μας
κάποιοι δηλώνουν «δεξιοί» αλλά ενστερνίζονται αριστερές προσεγγίσεις σε
σχέση με την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις ή το ρόλο του δημοσίου τομέα.
Η ανασυγκρότηση της Κεντροδεξιάς απαιτεί δυο βασικές
κινήσεις. Την συνέχιση της αναδόμησης των κομματικών μηχανισμών με
διαδικασίες που θα λειτουργούν αμφίδρομα και διαδραστικά με την κοινωνία. Ήδη
έγινε μια μεγάλη προσπάθεια με την πιο σφιχτή δομή του κομματικού μηχανισμού
και την ανάδειξη τοπικών στελεχών με συγκεκριμένο αντικείμενο δράσης.
Αυτό μπορεί να ολοκληρωθεί με έναν ανασχεδιασμό και των πιο κεντρικών δομών με
τρόπο που να βρίσκονται σε διαρκή λειτουργία ως αποσυμπιεστή ανάμεσα στη
βάση και την κυβέρνηση και προσφέρει τη δυνατότητα συνεχούς επιμόρφωσης και
επεξήγησης των πολιτικών επιλογών στα μέλη.
Ταυτόχρονα χρειάζεται αποσαφήνιση του σχεδίου της
επόμενης μέρας για τη χώρα. Της μεταμνημονιακής εποχής που επικεντρώνεται
στον παραγωγικό ζήτημα με προτάσεις που ενισχύουν την επιχειρηματικότητα
δεν την ενοχοποιούν, που δίνουν ευκαιρίες στους νέους να δημιουργήσουν, δεν
τους κάνουν υποχείρια των κομματικών γραφείων, που εκμεταλλεύονται ανά
περιφέρεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες κάθε περιοχής.
Φυσικά είναι δεδομένο ότι ένα τέτοιο πλάνο δεν είναι δυνατόν να θεωρείται
ολοκληρωμένο αν δεν προωθηθεί και εκφραστεί στην κοινωνία από φωνές που
διαθέτουν τα εχέγγυα ότι μπορούν να αποτελέσουν το αξιόπιστο πρόσωπο της
μεγάλης αλλαγής. Κι αυτές οι φωνές βρίσκονται γύρω μας, βιώνουν καθημερινά τις
αγωνίες και τα προβλήματα της κοινωνίας, μπορούν να συνομιλούν και να
ταυτίζονται οι πολίτες μαζί τους και να αναζητούν λύσεις ρεαλιστικές και
αποτελεσματικές.
Θα μπορούσε κανείς να συμπυκνώσει αυτό το όραμα σε πέντε λέξεις. Νέα
Μεταπολίτευση, Νέα Ελλάδα, τώρα! Χωρίς αναβολές, καθυστερήσεις, χάσιμο
χρόνου με κομματικές ισορροπίες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
Δημοσιογραφικά είναι ενδιαφέρον το ζήτημα των πιθανών
δημοσιονομικών και χρηματοδοτικών κενών. Σελίδες γεμίζουν με αναλύσεις,
παραπολιτικά σχόλια προκύπτουν, σχετική αρθρογραφία αναπτύσσεται. Και πολιτικά
όμως η ανακίνηση του θέματος ανοίγει ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις εντός
κι εκτός Ελλάδας, χρησιμοποιείται από εγχώριους αλλά και ξένους παράγοντες για
διάφορους επικοινωνιακούς σκοπούς, δίνει το περιθώριο σε πολιτικούς να
ξεδιπλώνουν τακτικές κινήσεις.
Στην πράξη η συζήτηση είναι χωρίς αντικείμενο. Θυμίζει
τις περσινές σχετικές απόψεις για πιθανά ανάλογα κενά στον προϋπολογισμό
του 2014, όταν τελικά καμιά τέτοια πρόβλεψη δεν επιβεβαιώθηκε. Κι αυτό έγινε
τόσο γιατί η τωρινή κυβέρνηση κατορθώνει να ακολουθεί πιστά την εκτέλεση των
αριθμών και να ξεπερνά τους αρχικούς στόχους της κι από την άλλη οι
δήθεν βαρύγδουπες εκτιμήσεις στηρίζονται σε υποθέσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη
τους τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και τις αποφάσεις της Ε.Ε. που
βελτιώνουν τα δεδομένα.
Τα δεδομένα είναι πολύ πιο απλά και ξεκάθαρα από όσο
επιχειρούν να τα παρουσιάσουν οι, εγκλωβισμένοι στα πολιτικά αδιέξοδα τους, κήρυκες
της καταστροφής. Τα πρωτογενή πλεονάσματα ξεπερνούν διαρκώς τους στόχους
(πλέον και λόγω της αύξησης του ΑΕΠ) και το 2014 αυτή η υπέρβαση προβλέπεται,
με την μέχρι τώρα εξέλιξη του προϋπολογισμού, να ξεπεράσει το 1 δις, πιθανότατα
να αγγίξει και το 1,5 δις. Αυτό το γεγονός πέρα από τη δυνατότητα αυξημένου
κοινωνικού μερίσματος επιτρέπει και την κάλυψη ενός μέρους για την
αποπληρωμή των τόκων.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση χρησιμοποιεί με τον σοφό τρόπο του
βραχυχρόνιου εσωτερικού δανεισμού τη «λευκή» τρύπα στα αποθεματικά της,
καλύπτοντας χρηματοδοτικές ανάγκες και αναμένει την τελική διευθέτηση του
κρατικού χρέους που θα μειώσει περαιτέρω το ποσό που θα χρειάζεται για την καταβολή
των ετήσιων τόκων.
Είναι επίσης γνωστό ότι μετά τον Νοέμβριο που θα
ολοκληρωθούν τα stress tests των τραπεζών θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν
τα αδιάθετα ποσά από την κυβέρνηση, όπως φυσικά πάντα θα υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής
στις αγορές (τα spreads
συνεχώς αποκλιμακώνονται όσο υπάρχει πολιτική σταθερότητα) τουλάχιστον με ένα
3ετές ή και 7ετές ομόλογο.
Είναι σίγουρο ότι ακόμα κι αν η ρύθμιση θα περιορίζει σε
βάθος χρόνου το συνολικό ελληνικό χρέος ακόμα και κατά 50%, η εγχώρια
αντιπολιτευτική μιζέρια θα μιλήσει για χρέη που φορτώνονται στις επόμενες
γενιές! Τι κι αν οι μειωμένοι τόκοι αποδεσμεύουν πόρους για την ανάπτυξη
και την απασχόληση και τελικά στην πορεία του χρόνου κάνουν τους τόκους ένα
πολύ μικρό ποσοστό του ΑΕΠ;
Άλλωστε διαθέτουν τη «μαγική» λύση για την απομείωση του
χρέους. Μονομερής διαγραφή με... συνέχιση όμως της χρηματοδότησης, χωρίς
όρους και προϋποθέσεις. από τους κουτόφραγκους Ευρωπαίους! Τι κι αν η αυτή
διαγραφή δεν έχει καμιά σχέση με την οικειοθελή ρύθμιση του PSI για τους ιδιώτες επενδυτές;
Τι κι αν η άμεση διαγραφή κρατικού χρέους, ακόμα κι αν πέρναγε από τα
κοινοβούλια όλων των χωρών της Ε.Ε. (κυρίως των πιο φτωχών!) θα άνοιγε μια
επικίνδυνη συζήτηση για ανάλογες διαγραφές και άλλων κρατών (πχ την
Ιταλία που το χρέος της κινείται στο όριο της βιωσιμότητας) που θα αφορούν τρις
ευρώ! Το πολύ, πολύ να εκτοξευθούν τα επιτόκια δανεισμού Ιταλίας, Ισπανίας και
λοιπών μόνο με την υποψία μιας τέτοιας συζήτησης. Αλλά ποιος νοιάζεται!
«Λύσεις»... υπάρχουν!
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος