Γράφει ο Νίκος Χιδίρογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ 8/3/2017
Με
επιτυχία πραγματοποιήθηκε χθες στον
Δήμο Αλίμου (με τη συνεργασία της ΔΗΜΤΟ
της ΝΔ) η παρουσίαση του εξαιρετικού
βιβλίου του Κωνσταντίνου Μανίκα «Στην
ψυχή του ηγεμόνα» (Ιωλκός, Αθήνα 2016), την
οποία συντόνισε με επιτυχία η δραστήρια
στα κοινά δημοσιογράφος Ντέπη Στενού.
Ομιλητές
ήταν ο πρώην υπουργός Πέτρος Δούκας και
ο γράφων, αλλά και ο συγγραφέας. Παρόντες
ήταν ο δήμαρχος Αλίμου Ανδρέας Κονδύλη,
η πρώην υπουργός και βουλευτής της ΝΔ
Σοφία Βούλτεψη, ο υπ. δήμαρχος Αλίμου
Νίκος Τσαμπαρλής, ο πρόεδρος της ΔΗΜΤΟ
Αλίμου της ΝΔ, Μανώλης Μιχαλέτος, ο
πολιτευτής της ΝΔ στη Β’ Αθηνών Ησαΐας
Σωτήρης, δημοτικοί σύμβουλοι και στελέχη
φορέων της περιοχής. Την εκδήλωση
«έντυσε» μουσικά με την κιθάρα και τη
φυσαρμόνικά του ο τραγουδοποιός Ηρακλής
Κοντός (εμφανίζεται στο «Beerger» του
Αλίμου), ο οποίος καταχειροκροτήθηκε.
ΒΙΡΤΟΥΟΖΙΚΗ
ΓΡΑΦΗ
Το
βιβλίο, το οποίο είναι εξαιρετικά
επιμελημένο (αξίζει συγχαρητηρίων για
άλλη μια φορά ο εκδότης Κωνσταντίνος
Κορίδης), μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί
ρεσιτάλ καλής δημιουργικής γραφής και
είναι απολαυστικό στην ανάγνωσή του.
Πρόκειται
για ένα γαϊτανάκι συνεχούς αναζήτησης
των κινήτρων της ανθρώπινης συμπεριφοράς,
μια βύθιση στην ψυχή, μια εισβολή – στην
κυριολεξία – στο υποσυνείδητο του
χαρακτήρα του ήρωα, αλλά συνάμα και στο
υποσυνείδητο πολλών εξ ημών.
Ο
λόγος είναι βιρτουόζικος και χειμαρρώδης,
η γλώσσα πλούσια και οι περιγραφές
αρτιότατες. «Στη δημόσια ζωή η αγνωμοσύνη
και η ταχύτατη λησμοσύνη συμβαδίζουν
με την αναξιοκρατική δομή της», αναφέρει
ο συγγραφέας, σε ένα βιβλίο όπου η
ψυχαναλυτική προσέγγιση είναι τόσο
βαθιά, ειλικρινής και αποκαλυπτική, που
πολλές φορές κάνει τον αναγνώστη να
αισθανθεί αμηχανία, καθώς ενεργοποιεί
μηχανισμούς υποσυνείδητης ταύτισης με
τον θεραπευόμενο.
Και
λέει για το δράμα του αστού της Δύσης:
«Είναι επώδυνο, αλλά απαραίτητο να
αντέξεις την παραδοχή της διαρκούς
αποκαθήλωσης», αναφερόμενος στον πόνο
όλων όσοι αγωνίζονται και έρχονται στη
διάρκεια της ωρίμανσής τους αντιμέτωποι
με τις μετριότητές τους.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
110 χρόνια από την γέννηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. 110 χρόνια από την στιγμή που εμφανίστηκε στη ζωή ο άνθρωπος που έμελλε να σημαδέψει την πολιτική ζωή της χώρας όσο ελάχιστοι. Ο πολιτικός που άλλαξε δυο φορές την πορεία της Κεντροδεξιάς παράταξης, συνδύασε δυο φορές την παρουσία του με την ομαλή και δημοκρατική μετάβαση από μια σημαντική ιστορική εποχή σε μια άλλη (μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά) και έθεσε τις βάσεις για την εσωτερική ανοικοδόμηση, την διεθνή αναγνώριση και την σταθερή Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Δεν είναι όμως μόνο τα απτά πολιτικά και κοινωνικά επιτεύγματα, – μάλιστα σε ένα μακρό, εθνικά επώδυνο και αντιφατικό χρονικό διάστημα -, που καθιστούν τον Καραμανλή τον κορυφαίο πολιτικό του περασμένου αιώνα. Το ύφος, η επικοινωνιακή προσέγγιση, η διοικητική πληρότητα, η προσήλωση στον στόχο με κάθε προσωπικό κόστος έθεσαν πολύ ψηλά τον πήχη σε σχέση με την νοοτροπία, το ηθικό ανάστημα και την αξιοπιστία όσων θέλουν να λέγονται ηγέτες.
Η διπλή παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή τοποθέτησε στο πολιτικό σκηνικό ένα σχεδόν απροσπέλαστο πλέγμα ικανότητας και χαρακτήρα που βάζει δύσκολα στις επόμενες γενιές. Γενιές που ανδρώθηκαν μέσα στην μεταπολιτευτική αξιακή παρακμή κι αντιλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ως νομή εξουσίας, αξιωμάτων και πλούτου. Γενιές που βίωσαν τον εθνικό ξεπεσμό, την οικονομική κρίση και καλούνται να δώσουν απάντηση στα σημερινά διλήμματα αντίστοιχης της διπλής κομβικής παρέμβασης του Εθνάρχη.
Δεν μπορώ να αποφανθώ αν διαθέτει πολλούς που θα μπορούσαν να σταθούν αντάξιοι αυτής της παρακαταθήκης, πέρα από επικοινωνιακές προσπάθειας καπηλείας του τεράστιοι έργου και της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Άλλωστε κάθε εποχή γεννά τους ηγέτες που τις αξίζουν κι αντικατοπτρίζουν τα εκάστοτε αδιέξοδα.
Εύχομαι μόνο όσοι επιχειρήσουν να διαχειριστούν το ξεπέρασμα της μνημονιακής καθόδου να παραδειγματιστούν έστω και στο ελάχιστο από τα πεπραγμένα του μεγάλου ηγέτη. Να ενσκήψουν στις βαθιά φιλοσοφημένες δηλώσεις του. Να μελετήσουν τις στιβαρές διοικητικές επιλογές του. Να «μυρίσουν» το άρωμα της γοητείας που ασκούσε o ανεπιτήδευτος λόγος του.
Κυρίως να διδαχτούν από το κορυφαίο απόφθεγμα του:
«Για να κυβερνήσω με δικαιοσύνη, στέγνωσα την ψυχή μου».
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Και να που με την προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης επαναφέρει στο προσκήνιο μια συζήτηση που έχει γίνει επανειλημμένα τα επτά χρόνια της μνημονιακής εμπλοκής. Πρέπει η αντιπολίτευση να δείξει συναινετική διάθεση και να στηρίξει κάποια από τα μέτρα της νέας συμφωνίας και πολύ περισσότερο τα… αντίμετρα (δεν μας αφήνει ήσυχους από νεολογισμούς και ευφάνταστους λεκτικούς συμβολισμούς η αριστερή διακυβέρνηση!) ή οφείλει να σταθεί δυναμικά απέναντι;
Θυμίζω ότι δεν ήταν λίγοι αυτοί που το 2010 λοιδόρησαν τον Σαμαρά όταν επέλεξε να μην στηρίξει την μνημονιακή συμφωνία του Γιώργου Παπανδρέου. Τι κι αν διευκρίνισε ότι προφανώς και η χώρα χρειαζόταν χρηματοδότηση αλλά δεν μπορούσε να συνυπογράψει μια συμφωνία στην διαπραγμάτευση της οποίας δεν συμμετείχε, με ετεροβαρείς όρους, λάθος προβλέψεις και κυρίως μια επτάμηνη καταστροφική διαχείριση από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που δεν εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες για φθηνό δανεισμό από τις αγορές, δεν πήρε εγκαίρως δημοσιονομικά μέτρα και περιέφερε διεθνώς την εικόνα μια διεφθαρμένης και χρεοκοπημένης χώρας βυθίζοντας στα τάρταρα και τα τελευταία ψήγματα εθνικής αξιοπιστίας.
Στην πορεία ο Σαμαράς δικαιώθηκε για την τότε στάση, από εχθρούς και φίλους. Όλοι αναγνώρισαν το λάθος μείγμα πολιτικής του πρώτου μνημονίου, την αναβλητικότητα και τις διαρκείς καθυστερήσεις τις τότε κυβέρνησης, τις υπεραισιόδοξες και εκτός ελληνικής πραγματικότητας εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Όμως ήταν πια πολύ αργά για την Ελλάδα που είχε ήδη εγκλωβιστεί στην δαγκάνα της υπερφορολόγησης και των ατερμόνων εισοδηματικών περικοπών που σε συνδυασμό με την μεταρρυθμιστική χαλαρότητα και την έλλειψη αναπτυξιακών αντισταθμισμάτων (όπως πχ το πακέτο Γιούνκερ που προέκυψε πολύ αργότερα) μας είχαν ρίξει στον γκρεμό της άφατης ύφεσης.
Το καλοκαίρι του 2015 και μετά την εξάμηνη δημιουργική ασάφεια και την… «ηρωική» 17ωρη διαπραγμάτευση του Αλέξη Τσίπρα η συναινετική καραμέλα επανήλθε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Έπρεπε να ψηφιστεί το νέο αριστερό μνημόνιο κι από την αντιπολίτευση. Τότε θεωρήθηκε ότι στα πλαίσια της εσωτερικής σταθερότητας και της διεθνούς μετριοπάθειας επιβάλλονταν η υπερψήφιση της νέας συμφωνίας.
Προσωπικά διαφώνησα από την πρώτη στιγμή με το ίδιο σκεπτικό και τα επιχειρήματα που εκτιμούσα ότι και το 2010 η υπερψήφιση του πρώτου μνημονίου θα ήταν μια αυτοκαταστροφική πράξη για την ΝΔ. Ανεξάρτητα από τα όποια λογικοφανή πολιτικά επιχειρήματα η κοινωνία μαθαίνει να επιρρίπτει ευθύνες σε όσους συναποφασίζουν για το μέλλον του. Δεν υπήρχε λόγος να επωμιστεί η ΝΔ έστω και το πιο ελάχιστο βάρος της αφασικής, ανεύθυνης και επικίνδυνης διαχείρισης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Διέθεταν επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κι ένα παρών ή η αποχή από την ψηφοφορία θα αρκούσε για να καταδείξει τον σαφή διαχωρισμό από τα κυβερνητικά πεπραγμένα.
Σήμερα έρχεται ακόμη δριμύτερη η λογική της έμμεσης συμπόρευσης. Να υποστηρίξει η ΝΔ τα νέα μέτρα. Να συμπλεύσει στην νοοτροπία των αντίμετρων. Πέρα από μια απολύτως αντιφατική συμπεριφορά που θα δίνει στην κοινωνία την εντύπωση μιας επαμφοτερίζουσας στάσης απέναντι στις ιδεοληπτικές κυβερνητικές προσεγγίσεις, ένα χέρι βοηθείας στην δημοσκοπικά παραπαίουσα σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα τους χάριζε την ευκαιρία να χαρακτηρίσουν ως εθνική επιτυχία μια ακόμη αποτυχημένη διαπραγμάτευση που ολοκληρώνεται με επιπρόσθετους φόρους και περικοπές.
Κι αυτά τα υποτιθέμενα αντίμετρα, που οι ίδιοι παραδέχτηκαν ότι θα ισχύσουν μόνο σε περίπτωση υπέρβασης των ήδη πολύ υψηλών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα και ρυθμό ανάπτυξης, αποτελούν μια τεράστια κοινωνική και πολιτική φάκα. Μια ψηφοθηρική παγίδα για τους πολίτες. Μια δήθεν κοινωνική ευαισθησία στην οποία κανείς πολιτικός δεν μπορεί να αντισταθεί. Δεν πρόκειται όμως για τίποτε παραπάνω από έναν ήδη θρυμματισμένο καθρέφτη πλαστών υποσχέσεων που στο τέλος τα κομμάτια του θα ματώσουν για μια ακόμη φορά την μεσαία τάξη και την αγορά.
Αν κάτι οφείλει η ΝΔ στην κοινωνία δεν είναι η σύμπλευση σε μια ακόμη κυβερνητική αυταπάτη αλλά η μεθοδική δουλειά ώστε οι προτάσεις της να αγγίζουν την ουσία των μεγάλων προβλημάτων. Ανεργία, υποχρηματοδότηση των επιχειρήσεων, επίπεδο δημόσιων υπηρεσιών, ορθή χρήση οικονομικών και ανθρώπινων πόρων. Από αυτά θα κριθεί κι από το πως θα πείσει ότι με αυτές τις ιδέες μπορεί να πετύχει μείωση των στόχων για το πλεόνασμα στο 2%, πέρα από την όποια θετική επίπτωση των μεσοπρόθεσμων ρυθμίσεων για το χρέος, ώστε να καταστούν μη αναγκαία τα περισσότερα αν όχι όλα από τα μέτρα που σχεδιάζει να τις φορτώσει ως προς την εκτέλεση τους η σημερινή θλιβερή παράσταση που κυβερνά την χώρα.
Χθες βράδυ στο Πολιτιστικό Κέντρο Αλίμου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη παρουσίαση του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Μανίκα, «Στην Ψυχή του Ηγεμόνα» από τις Εκδόσεις Ιωλκός.
Σε μια κατάμεστη αίθουσα ακούστηκαν οι εξαιρετικές ομιλίες των: Πέτρου Δούκα (πρ. Υπουργός, οικονομολόγος – συγγραφέας), Νικόλαου Χιδίρογλου (δημοσιογράφος – συγγραφέας) και Ντέπης Στενού (δημοσιογράφος) αλλά και η μοναδική μελωδική επένδυση του μουσικού Ηρακλή Κοντού.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Μπορεί να μην βρίσουμε, ή απλά να μην επιθυμούμε να τις εκτελέσουμε, πρωτότυπες πολιτικές ιδέες για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών αιτιών της κρίσης αλλά κάθε τόσο, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια της Αριστερής διακυβέρνησης, εκσφενδονίζονται, χωρίς αιδώ ή έστω μια… προειδοποίηση, κάθε μορφής ταξικές προτάσεις. Το άγχος της κυβέρνησης… κοινωνικής σωτηρίας να αποβάλλει από πάνω της το στίγμα της χειρότερης δυνατής μνημονιακής συμμόρφωσης ενεργοποιεί αντανακλαστικά δήθεν ευαισθησίας για τους αδυνάτους που εκφράζονται με διάφορες ευφάνταστες νοητικές συλλήψεις στα όρια του γραφικού.
Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκέψη του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μανιού που περιέγραψε ως ταξικό το πρόσφατο ατύχημα στην Λαμία κι απόρησε γιατί να κυκλοφορούν τόσο γρήγορα αυτοκίνητα. Μια αυτό το σκεπτικό το επόμενο βήμα θα ήταν να καταργήσουμε γενικώς τις τεχνολογικές ευκολίες που μας προσφέρει ο πολιτισμός και να προκρίνουμε ένα σύστημα τύπου… Άμις.
Όταν φτάνεις στο σημείο να θεωρείς ως απάντηση στις δυσλειτουργίες ή την λάθος χρήση της τεχνολογίας μέχρι και την κατάργηση της το επόμενο βήμα είναι μια γενικευμένη καθεστωτική αντίληψη που επιτρέπει σε κάθε κεντρική εξουσία να επιλέγει πριν από μας για εμάς και να απαιτεί την υποταγή στην μια και μοναδική κρατική άποψη που γνωρίζει το… καλό μας! Όχι ότι εντυπωσιάζεται κανείς από το γεγονός της ροπής του ΣΥΡΙΖΑ προς τέτοιες αντιλήψεις, – είναι γνωστή η λατρεία για ανάλογα καθεστώτα -, αλλά η άνεση με την οποία θεωρούν ότι κάθε παραλογισμός τους αποτελεί πράξη κοινωνικής αλληλεγγύης με ξεπερνά!
Προς επίρρωση αυτής της νοοτροπίας ήρθε το άνοιγμα της συζήτησης για υπολογισμό των προστίμων του ΚΟΚ με βάση το εισόδημα του παραβάτη. Προστέθηκε ως επιχείρημα ότι κάτι αντίστοιχο υπάρχει και Σουηδία οπότε η πρόταση απέκτησε απευθείας μια… αίγλη σοσιαλδημοκρατικής ευαισθησίας. Τι υποκρύπτει όμως μια τέτοια νομοθέτηση;
Αν μια ποινή δεν έχει κοινή βάση και όμοιο αποτέλεσμα για όλους δημιουργεί de facto ταξικό διαχωρισμό. Δημιουργεί ανύπαρκτα «στρατόπεδα» και θέτει τους πολίτες σε θέση μη ισονομίας απέναντι στο κράτος. Ποιος αποφασίζει το όριο της αναγόρευσης κάποιου σε πλούσιο; Γιατί αυτή του η κατάσταση δικαιολογεί αυστηρότερη τιμωρία και γιατί το τσουχτερό πρόστιμο θα βελτιώσει την οδηγική συμπεριφορά οποιουδήποτε; Από που προκύπτει ότι υπάρχει αυξημένη παραβατικότητα από τους οικονομικά πιο εύπορους; Από πότε η.Παιδεία είναι ζήτημα αυστηρότερης ποινής κι όχι ολοκληρωμένης εκπαίδευσης και αξιακού αγώνα;
Ένα κράτος που δεν κατανοεί τον ρόλο του, όταν μάλιστα υπηρετείται από ιδεοληπτικούς παραμορφωτές της σύστασης του, καταλήγει να επιβουλεύεται την ατομική ευθύνη και την βούληση. Προσανατολίζεται σε παρεμβάσεις που το καθιστούν επικυρίαρχο κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας και θέτουν τον πολίτη σε ρόλο πειθήνιου πιονιού.
Αυτή την λογική υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ συντεταγμένα και μεθοδικά και δεν χάνει ευκαιρία να μας το θυμίζει. Αν δεν ήταν τόσο… Αριστεροί θα περίμενε κανείς και ταξικά κριτήρια στο δικαίωμα της ψήφου. Γιατί να επιτρέπεται στους στυγνούς καπιταλιστές να συναποφασίζουν με τον αγνό και ταπεινό λαό; Βέβαια τότε θα μπορούσε να υπάρξει η αντιπρόταση για κλιμακωτή ισχύ της ψήφου με βάση τον δείκτη νοημοσύνης.
Ο ολοκληρωτισμός δεν έχει απλώς πολλά πρόσωπα. Διαθέτει τα χειρότερα προσωπεία και σιγά σιγά τα βλέπουμε όλα!
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Ξεκινά κι η επίσημα η προεκλογική εκστρατεία για την Συνταγματική Αναθεώρηση στην Τουρκία και είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτή η πιθανότητα στις 16 Απριλίου ο Ερντογάν να έχει μετατραπεί σε αυτό που πάντα επιθυμούσε, έναν ιδιότυπο δικτάτορα με καταλυτικές εκτελεστικές αρμοδιότητες. Τι ακριβώς σχεδιάζει ο Τούρκος Πρόεδρος και πως αυτό θα επηρεάσει το κλίμα στην ευρύτερη περιοχή και φυσικά τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Ο Ερντογάν στοχεύει στη διαιώνιση της κυριαρχίας του μέχρι το 2029, στον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του πρωθυπουργού, με τον ίδιο να έχει την δυνατότητα να παρεμβαίνει στην σύσταση του υπουργικού σχήματος. να εκδίδει διατάγματα, να κηρύττει με βάση την προσωπική του κρίση το κράτος σε έκτακτη ανάγκη, να έχει παρεμβατικό ρόλο στο δικαστικό τομέα και πολλά άλλα.
Σε κάποιους όλα αυτά θυμίζουν… ένδοξες εποχές της σοβιετικής εποχής αλλά κάλλιστα θα μπορούσαν να φέρουν μνήμες κι από την αντίστοιχη διαχείριση της εξουσίας από τον Πούτιν, τον οποίο ταυτόχρονα μισεί και λατρεύει ο Ερντογάν. Τον μιμείται; Στοχεύει σε μια ανάλογη καθεστωτική στάση; Προφανέστατα ναι! Αξιοποίησε το πραξικόπημα για να σπείρει βαθύτερα τον τρομοκρατικό φόβο στους πολίτες του και τώρα έρχεται να θερίσει τα οφέλη επιβάλλοντας τους απολύτως δικούς του κανόνες.
Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή μόνο αδιάφορο δεν αφήνουν τον Ερντογάν. Η γεωπολιτική μάχη αλλά και η προοπτική μέχρι και γεωγραφικών επαναπροσδιορισμών θέτουν ένα πλαίσιο ευκαιριών και κινδύνων για την Τουρκία τις οποίες ο Ερντογάν αισθάνεται ότι δεν είναι ικανός να τις αντιμετωπίσει αν δεν διατηρεί αδιάρρηκτο το εσωτερικό μέτωπο. Κι αυτό θα επιτευχθεί μόνο όσο επισείεται ο φόβος του εσωτερικού αλλά και του εξωτερικού εχθρού.
Ο πρώτος προσωποποιήθηκε στον Γκιουλέν κι έδωσε στον Ερντογάν την δυνατότητα να περιορίσει ακόμα περισσότερο τις ατομικές ελευθερίες με πρόσχημα την διασάλευση της έννομης τάξης. Ο δεύτερος επιλέγεται κάθε φορά με βάση τα εκάστοτε γεγονότα και τις απαιτήσεις της συγκυρίας. Πότε ανασύρεται η «απειλή» της Ελλάδας αναδεικνύοντας θέματα γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο. Πότε στοχοποιείται η Ε.Ε. που δεν επιβραβεύει την Τουρκία για την υποτιθέμενη συμμόρφωση της στις Ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Πότε οι ΗΠΑ ή το Ισραήλ επιβουλεύονται τον ρόλο της στην περιοχή.
Τι σημαίνει αυτή η θεσμική ανατροπή για το διεθνές σκηνικό; Πρώτα απ’ όλα οι πάντες θα γνωρίζουν ότι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις διαθέσεις του Ερντογάν για τα επόμενα δώδεκα χρόνια κι αυτό απαιτεί προσεκτικό και μακρόπνοο σχεδιασμό. Επίσης είναι σίγουρο ότι ο Τούρκος ηγέτης επιθυμεί στο κλείσιμο της θητείας του να αφήσει μια αξεπέραστη παρακαταθήκη και μπροστά σε αυτό το όνειρο τίποτα δεν θα τον αποτρέψει από το να εμπλακεί σε συγκρούσεις.
Με το Κυπριακό στην κόψη του ξυραφιού, το μεταναστευτικό με τις πολυποίκιλες επιδράσεις του σε φάση όξυνσης και την Μέση Ανατολή να φλέγεται, ο Ερντογάν με την ηγεμονική, σουλτάνικη νοοτροπία του αποτελεί αστάθμητο παράγοντα που ή θα λειτουργήσει ως καταλύτης σταθερότητας ή θα τινάξει τα πάντα στον αέρα. Ειδικά σε ένα περιβάλλον που μετά την εκλογή Τραμπ και το νέο τοπίο στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας μοιάζει να στήνεται από την αρχή σε νέες βάσεις.
Υπάρχει ελληνικό εθνικό σχέδιο που να αποτυπώνει όλες τις παραμέτρους και να διαθέτει πειστικά εναλλακτικά σενάρια που θα διασφαλίζουν την θέση της χώρας στο γεωπολιτικό σκάκι; Ή για μια ακόμη φορά θα βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων με μόνη μας αντίδραση τις κραυγές για τον ξένο δάκτυλο που έλεγε κι ο Ανδρέας Παπανδρέου;
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Θυμάμαι πόσο με είχαμε μαγέψει «Ο Δράκος». Μια Καφκική προσέγγιση με όλα τα στοιχεία της αθωότητας και της ενοχής να εναλλάσσονται σε έναν χορό συναισθημάτων, να παιχνιδίζουν με την αφέλεια, τον έρωτα, την πυγμή και την έλλειψη της. Μια από τις ταινίες που λατρεύεις ή μισείς, όπως και τελικά συνέβη, ώσπου ν’ αναγνωριστεί από όλους ως μια από τις κορυφαίες δημιουργίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Δεν πίστευα ότι θα ερχόταν η ώρα που θα συναντούσα τον Νίκο Κούνδουρο και θα είχα την δυνατότητα ν΄ανταλλάξω μερικές κουβέντες μαζί του. Τον έβλεπα στην γειτονιά, έμενε ελάχιστα πιο κάτω από το σπίτι μου, να περνά ταπεινός, ήσυχος, χωρίς τίποτα από την έπαρση που συχνά συνοδεύει όσες προσωπικότητες έχουν χτίσει ένα μύθο γύρω από τ’ όνομα τους.
Άκουγα τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Μπορεί να μην συμφωνούσες πάντα με τις προσεγγίσεις του αλλά πάντα διέκρινες με ευκολία την καλοπιστία των θέσεων του, την αγωνία του για την χώρα, τον πολιτισμό της, τις διεθνείς εξελίξεις. Ειλικρινά οργίστηκα όταν άκουσα την είδηση για την επίθεση αλλοδαπών ληστών που τον σημάδεψε ως άνθρωπο και του επηρέασε καίρια την άποψη για το μεταναστευτικό πρόβλημα.
Λίγο καιρό μετά τον συνάντησα ένα μεσημέρι στο αρτοποιείο της πλατείας. Αγέλαστος, σκυθρωπός αλλά με την γλυκύτητα του ατόφια δοτικού και ευγενικού ανθρώπου. Πήρα το θάρρος να του μιλήσω. Του εξέφρασα την λύπη μου για την πρόσφατη ταλαιπωρία του. Ανασήκωσε με απογοήτευση του ώμους σαν να περιέγραφε βουβά το αναπόφευκτο.
Είπαμε κάποιες σκέψεις μας για την κρίση, το μνημόνιο, τους πολιτικούς, την αξιοκρατία, την τέχνη. Έμοιαζε ο ίδιος σαν τον Δράκο της ιστορικής ταινίας. Σαν να είχε εμπλακεί σε μια ιστορία από σύμπτωση κι από ένα σημείο και μετά δεν έψαχνε σημείο διαφυγής. Σαν να αφηνόταν στον πόνο. Τον χαιρέτησα με μια δυνατή χειραψία σαν αυτές του οριστικού αποχαιρετισμού.
Από τότε του έγνεψα μια – δυο φορές όταν τον πετύχαινα στο απέναντι πεζοδρόμιο να γυρίσει στο διαταραγμένο πλέον ησυχαστήριο του. Δεν ήθελα να διαταράξω την βαριά εσωτερικότητα που κουβαλούσε. Άγγιξε τα 90 χρόνια και σήμερα μας άφησε πλήρης ημερών. Καλό ταξίδι Δράκε…
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Έχουμε επικεντρωθεί τόσο στην πολύμηνη διαδικασία της αξιολόγησης μένοντας πότε στις, εικονικές ή μη, διαμάχες του ΔΝΤ με την Ε.Ε. και πότε στο ύψος, την προληπτική φύση και τον τρόπο ενεργοποίησης των νέων μέτρων που παραβλέπουμε άλλες παράπλευρες εξελίξεις που μάλλον αποτελούν το πραγματικό, το κεφαλαιώδες πρόβλημα για τις κυβέρνηση.
Υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουμε δυο διαφορετικές προσεγγίσεις, Αυτή του ΔΝΤ που πλέον μιλά για μείωση φορολογίας και άμεση αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς βέβαια να αποφεύγει απαιτήσεις για περικοπές στην ασφαλιστική δαπάνη και το επίπεδο του αφορολόγητου και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Κι αυτή της Ε.Ε. που μεταθέτει τις αποφάσεις για την μεσοπρόθεσμη παρέμβαση στο χρέος για μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ζητώντας άμεση ψήφιση πακέτου δημοσιονομικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. για το 2018.
Η σύγκρουση για τα μέτρα διαθέτει μια ισχυρή δόση αμοιβαίας υποκρισίας από όλα τα μέρη. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ έχουν αποδειχτεί διαχρονικά προβληματικές αλλά και οι Ευρωπαίοι επιδεικνύουν μια υπερβολική αισιοδοξία. Υπό την πίεση των πολλών εκλογικών αναμετρήσεων που κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει το πως θα επηρεάσουν τη λειτουργία των κοινών οργάνων βιάζονται να περιγράψουν την στροφή στην ανάπτυξη ως αναπόφευκτη και δεδομένη.
Από πουθενά όμως δεν προκύπτει αυτή η πρόβλεψη ως μια απόλυτη σταθερά στην γενικότερη γεωπολιτική εξίσωση. Η τιμή του πετρελαίου παίρνει την ανιούσα. Το Brexit δημιουργεί απρόβλεπτες αναταραχές. Η στάση του Τραμπ απέναντι στην Ε.Ε. θέτει σε κίνδυνο εμπορικές συμφωνίες και αναστέλλει θετικές οικονομικές επιπτώσεις. Το αβέβαιο πολιτικό σκηνικό αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για το διοικητικό μέλλον της Ένωσης.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι δεδομένη. Αυτό που επιχειρείται ένα να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση ώστε να αποκτήσει μεταρρυθμιστική πνοή αφού πολλές απαραίτητες παρεμβάσεις στο δημόσιο, την αγορά, την δικαιοσύνη δεν έχουν προχωρήσει. Γι’ αυτό και η δαμόκλειος σπάθη των προληπτικών μέτρων που η εκτέλεση τους θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι κι αν θα συνεχίσει η όποια υπεραπόδοση στο πλεόνασμα από την υπερφορολόγηση και την αναστολή πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.
Το ουσιώδες δεν είναι η ακριβής ημερομηνία κλεισίματος της αξιολόγησης. Ούτε αν τα νέα μέτρα που θα περιλαμβάνει θα παρουσιαστούν ως δυνητικά και πασπαλισμένα με ανεπαίσθητες εξίσου… δυνητικές μειώσεις στην φορολογία. Ακόμη κι αν η συμφωνία υπογράφονταν αύριο, αυτό που θα συνεχίσει να ταλανίζει την κυβέρνηση είναι η προοπτική να μην ενταχθεί ποτέ η χώρα μας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Όχι μόνο επειδή δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ντράγκι αλλά γιατί μοιάζει σιγά σιγά να οδηγούμαστε στο τέλος αυτής της παρέμβασης αφού ο Ευρωπαϊκός πληθωρισμός τείνει να αγγίξει και πάλι το όριο του 2%. Κι αυτή η πιθανότατη εξέλιξη θα είναι μαχαίρι στην καρδιά του εγχώριου παραπαίοντος τραπεζικού συστήματος που ενώ ακόμη βρίσκεται σε διαδικασία διευθέτησης του ζητήματος των κόκκινων δανείων βλέπει στην θέση των παλιών να προκύπτουν καινούρια που δημιούργησε η υφεσική στροφή των δυο τελευταίων ετών.
Αν προκύψει νέα αποσταθεροποίηση κι ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση σε συνδυασμό με την μη επιβεβαίωση του υπερβολικού φετινού στόχου για τον ρυθμό ανάπτυξης (από την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού προέβλεψα ότι δύσκολα θα ξεπεράσει το 2%) δημιουργώντας ένα δημοσιονομικό κενό για το 2017 που μπορεί και να ξεπερνά τα 500 εκατ. Ευρώ (χωρίς να έχουν υπάρξει θετικές εξελίξεις στον τρόπο αποπληρωμής του χρέους που να καλύπτουν μέρος των αστοχιών), τότε θα προκύψει το πραγματικό δίλημμα για το μέλλον της κυβέρνησης αλλά κυρίως της πατρίδας.
Ηρωική αποχώρηση με ότι κι αν σημαίνει αυτό για όλους μας, επόμενο μνημόνιο (αφού η έξοδος στις αγορές θα αποτελεί μακρινό όνειρο) ή οικουμενική σύμπλευση με τους κοινοβουλευτικά πρόθυμους που δεν είναι και λίγοι κι ας παριστάνουν κομμάτι του ανύπαρκτου Ευρωπαϊκού μετώπου;