Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Έχουμε επικεντρωθεί τόσο στην πολύμηνη διαδικασία της αξιολόγησης μένοντας πότε στις, εικονικές ή μη, διαμάχες του ΔΝΤ με την Ε.Ε. και πότε στο ύψος, την προληπτική φύση και τον τρόπο ενεργοποίησης των νέων μέτρων που παραβλέπουμε άλλες παράπλευρες εξελίξεις που μάλλον αποτελούν το πραγματικό, το κεφαλαιώδες πρόβλημα για τις κυβέρνηση.
Υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουμε δυο διαφορετικές προσεγγίσεις, Αυτή του ΔΝΤ που πλέον μιλά για μείωση φορολογίας και άμεση αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς βέβαια να αποφεύγει απαιτήσεις για περικοπές στην ασφαλιστική δαπάνη και το επίπεδο του αφορολόγητου και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Κι αυτή της Ε.Ε. που μεταθέτει τις αποφάσεις για την μεσοπρόθεσμη παρέμβαση στο χρέος για μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ζητώντας άμεση ψήφιση πακέτου δημοσιονομικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. για το 2018.
Η σύγκρουση για τα μέτρα διαθέτει μια ισχυρή δόση αμοιβαίας υποκρισίας από όλα τα μέρη. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ έχουν αποδειχτεί διαχρονικά προβληματικές αλλά και οι Ευρωπαίοι επιδεικνύουν μια υπερβολική αισιοδοξία. Υπό την πίεση των πολλών εκλογικών αναμετρήσεων που κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει το πως θα επηρεάσουν τη λειτουργία των κοινών οργάνων βιάζονται να περιγράψουν την στροφή στην ανάπτυξη ως αναπόφευκτη και δεδομένη.
Από πουθενά όμως δεν προκύπτει αυτή η πρόβλεψη ως μια απόλυτη σταθερά στην γενικότερη γεωπολιτική εξίσωση. Η τιμή του πετρελαίου παίρνει την ανιούσα. Το Brexit δημιουργεί απρόβλεπτες αναταραχές. Η στάση του Τραμπ απέναντι στην Ε.Ε. θέτει σε κίνδυνο εμπορικές συμφωνίες και αναστέλλει θετικές οικονομικές επιπτώσεις. Το αβέβαιο πολιτικό σκηνικό αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για το διοικητικό μέλλον της Ένωσης.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι δεδομένη. Αυτό που επιχειρείται ένα να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση ώστε να αποκτήσει μεταρρυθμιστική πνοή αφού πολλές απαραίτητες παρεμβάσεις στο δημόσιο, την αγορά, την δικαιοσύνη δεν έχουν προχωρήσει. Γι’ αυτό και η δαμόκλειος σπάθη των προληπτικών μέτρων που η εκτέλεση τους θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι κι αν θα συνεχίσει η όποια υπεραπόδοση στο πλεόνασμα από την υπερφορολόγηση και την αναστολή πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.
Το ουσιώδες δεν είναι η ακριβής ημερομηνία κλεισίματος της αξιολόγησης. Ούτε αν τα νέα μέτρα που θα περιλαμβάνει θα παρουσιαστούν ως δυνητικά και πασπαλισμένα με ανεπαίσθητες εξίσου… δυνητικές μειώσεις στην φορολογία. Ακόμη κι αν η συμφωνία υπογράφονταν αύριο, αυτό που θα συνεχίσει να ταλανίζει την κυβέρνηση είναι η προοπτική να μην ενταχθεί ποτέ η χώρα μας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Όχι μόνο επειδή δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ντράγκι αλλά γιατί μοιάζει σιγά σιγά να οδηγούμαστε στο τέλος αυτής της παρέμβασης αφού ο Ευρωπαϊκός πληθωρισμός τείνει να αγγίξει και πάλι το όριο του 2%. Κι αυτή η πιθανότατη εξέλιξη θα είναι μαχαίρι στην καρδιά του εγχώριου παραπαίοντος τραπεζικού συστήματος που ενώ ακόμη βρίσκεται σε διαδικασία διευθέτησης του ζητήματος των κόκκινων δανείων βλέπει στην θέση των παλιών να προκύπτουν καινούρια που δημιούργησε η υφεσική στροφή των δυο τελευταίων ετών.
Αν προκύψει νέα αποσταθεροποίηση κι ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση σε συνδυασμό με την μη επιβεβαίωση του υπερβολικού φετινού στόχου για τον ρυθμό ανάπτυξης (από την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού προέβλεψα ότι δύσκολα θα ξεπεράσει το 2%) δημιουργώντας ένα δημοσιονομικό κενό για το 2017 που μπορεί και να ξεπερνά τα 500 εκατ. Ευρώ (χωρίς να έχουν υπάρξει θετικές εξελίξεις στον τρόπο αποπληρωμής του χρέους που να καλύπτουν μέρος των αστοχιών), τότε θα προκύψει το πραγματικό δίλημμα για το μέλλον της κυβέρνησης αλλά κυρίως της πατρίδας.
Ηρωική αποχώρηση με ότι κι αν σημαίνει αυτό για όλους μας, επόμενο μνημόνιο (αφού η έξοδος στις αγορές θα αποτελεί μακρινό όνειρο) ή οικουμενική σύμπλευση με τους κοινοβουλευτικά πρόθυμους που δεν είναι και λίγοι κι ας παριστάνουν κομμάτι του ανύπαρκτου Ευρωπαϊκού μετώπου;