Η ανακοίνωση του διευρυμένου Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης των υπό κερδοσκοπική πίεση οικονομιών των μελών της ΟΝΕ, ύψους 720 δις ευρώ, παρά τις μετέπειτα λογικές διορθώσεις, λειτούργησε ευεργετικά στα επίπεδα δανεισμού όλων των ενδιαφερόμενων χωρών (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) και φυσικά της Ελλάδας αφού το δεκαετές της ομόλογο από τα επίπεδα του 10-12% σταθεροποιήθηκε κοντά στο 7,5%. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση προφανώς και θα είναι συνάρτηση των επιτυχών διαρθρωτικών αλλαγών που ακόμα αναμένονται αλλά και της ειλικρινούς προσπάθειας της Ε.Ε. να εναρμονίσει το όραμα της στις απαιτήσεις των καιρών ξεπερνώντας μονεταριστικές κι αντιπληθωριστικές αγκυλώσεις του παρελθόντος προς όφελος πιο κοινωνικών δεικτών όπως η ανεργία και η ανάπτυξη. Ταυτόχρονα μοιάζει να επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την ανάγκη η μη αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους μας, τόσο από εσωτερικούς όσο κι από διεθνείς κύκλους. Η πρόταση για άμεση προσφυγή σε μια τέτοια κίνηση προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από νεοφιλελεύθερους (πχ Α.Ανδριανόπουλος) ή αριστερίζοντες (πχ Σαμίρ Αμίν) διανοητές, με τη λογική είτε της φιλελεύθερης δημιουργικής καταστροφής από τη μια, είτε με την εθνοκεντρική, απελευθερωτική από το διεθνή έλεγχο διάθεση, από την άλλη.
Η σχεδόν αναπάντεχη, για την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα με τη οποία προωθήθηκε έστω και εξαιρετικά καθυστερημένα, απόφαση της Ε.Ε. να προχωρήσει στη δημιουργία ενός «γιγαντιαίου» μηχανισμού στήριξης της Ευρωπαϊκών οικονομιών αποδεικνύει την επιπολαιότητα και την κοντόφθαλμη οπτική με την οποία οι ηγεσίες πολλών χωρών – μελών αλλά και το κατεστημένο των αξιωματούχων των Βρυξελλών προσέγγισαν την μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική κρίση. Σχεδόν παραβλέποντας τις εγγενείς αδυναμίες της Ένωσης, λόγω έλλειψης στιβαρής πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης και αντιμετωπίζοντας το όλο εγχείρημα ακραιφνώς στα πλαίσια αγοραίων όρων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα, θεώρησαν αρχικά ότι η χαλαρή αντίδραση στις κερδοσκοπικές πιέσεις και οι συστάσεις στα αδύναμα μέλη της για άμεσα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα θα ήταν αρκετά για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα που είχε προκύψει.
Η τοποθέτηση, από την κυβέρνηση, σε δεύτερο πλάνο της αναπτυξιακής πλευράς των μέτρων που έχει ανάγκη η χώρα είναι προφανέστατη από την αρχή της θητείας της. Τη στιγμή που με περισσή ταχύτητα υιοθέτησε, σχεδόν άκριτα, τις επιταγές των Ευρωπαίων αξιωματούχων για περικοπές μισθών και γενικότερων παροχών, προσεγγίζει με φειδώ και νωχελικότητα το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η αγορά από την έλλειψη ρευστότητας και την μειωμένη κατανάλωση. Τα περισσότερα από τα προγράμματα που είχαν ανακοινωθεί επί ΝΔ δεν προχωρούν ή καταργούνται, άλλα ανακοινώνονται αλλά καθυστερούν αδικαιολόγητα να εκτελεστούν, η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του ΕΣΠΑ παραμένει ζητούμενο, οι συγχρηματοδοτήσεις Κράτους – Ιδιωτών (ΣΔΙΤ) δεν προχωρούν και φυσικά ο πολυαναμενόμενος νέος αναπτυξιακός νόμος ακόμα σχεδιάζεται.