Του Αλέξανδρου Κριτσίκη,
Δικηγόρος, Υποψήφιος ΔΝ.
Είναι γνωστό πως πλέον στη χώρα μας υπάρχουν αυτοί που θέλουν να μείνουμε στην Ευρώπη, οι λεγόμενοι Ευρωπαϊστές και αυτοί, που αμφισβητούν την παραμονή μας στην Ευρώπη, οι λεγόμενοι Ευρωσκεπτικιστές. Φυσικά αυτή η διάκριση των πολιτών, αν δούμε και τα αποτελέσματα των πρόσφατων Ευρωπαϊκών Εκλογών, δεν υπάρχει μόνο στη χώρα μας, αλλά πλέον σε όλη την Ευρώπη. Κινήματα από την κοινωνία αρχικά όπως οι Podemos μετεξελίχθηκαν σε κόμματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν έχω σκοπό όμως με το παρόν άρθρο μου να μακρηγορήσω και να σας κουράσω μιας ο χώρος φιλοξενίας είναι περιορισμένος (ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον διαχειριστή του μπλογκ και πολύ δραστήριο φίλο Κώστα Μανίκα) και οι απαντήσεις στα περισσότερα ως άνω ερωτήματα, που όλους μας ταλανίζουν έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης και συζήτησης όλα αυτά τα κρίσιμα χρόνια πολιτών, επιστημόνων (νομικών, οικονομολόγων κτλ), πολιτικών, επίσημων φορέων και ο καθένας μας λίγο ή πολύ πια έχει πλέον εξάγει κάποια συμπεράσματα. Ωστόσο θα ήθελα δια του παρόντος να προβληματιστούμε γύρω από τις ομιλίες κάποιων μεγάλων Ελλήνων ηγετών, που με τα θετικά και τα αρνητικά τους χάραξαν αναμφισβήτητα την πορεία αυτού του τόπου.
Έχοντας τα λόγια των δύο αυτών ηγετών ως πολιτική παρακαταθήκη στο μυαλό μας πρέπει όλοι να αναλογιστούμε ότι η Ευρώπη είτε το θέλουμε είτε όχι είναι το σπίτι μας, είναι η οικογένεια μας. Όμως σίγουρα η Ευρώπη αυτή δεν έχει καμία σχέση ή προφανώς ελάχιστη με την Ευρώπη, που οραματίστηκαν οι θεμελιωτές της και μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ των οποίων οι Αντενάουερ, Ντε Γκωλ, Μητεραν, Κωνσταντίνος Καραμανλής κτλ., οι οποίοι οραματίστηκαν μια Ευρώπη της Αλληλεγγύης, του Ανθρωπισμού, της Ισοτιμίας, της Δικαιοσύνης, της Ευημερίας, της Ανάπτυξης. Σήμερα κάποιοι θέλουν να επιβάλουν μια Ευρώπη των Δύο ταχυτήτων, μια Ευρώπη της Υποτέλειας στα πλαίσια πάντα της αυτονόμησης του «νεοφιλελευθέρου του Μινώταυρου»[4]. Θα τους αφήσουμε ή θα τους διευκολύνουμε με την τυχόν έξοδο μας;;; Φυσικά ΟΧΙ! Θα μείνουμε στην Ευρώπη και θα αγωνιστούμε με κάθε τρόπο να την αλλάξουμε και να την επαναφέρουμε στα οράματα των ιδρυτών της και στις αξίες που πράγματι ενσαρκώνει το ευρωπαϊκό όραμα…
Δικηγόρος, Υποψήφιος ΔΝ.
Βλέποντας την μεγαλειώδη συγκέντρωση στο
Σύνταγμα στις 18/6/2015 με αίτημα των Διαδηλωτών να μείνει η χώρα μας στην
Ευρώπη, μιας και ένεκα της πολύμηνης διαπραγμάτευσης και της μη ύπαρξης
συμφωνίας εγκυμονεί ως την ώρα, που γράφεται το παρόν, ο κίνδυνος αποχώρησης
και εξόδου της χώρα μας από αυτήν (Grexit)
γεννήθηκαν στο μυαλό μου κάποια ερωτήματα σχετικά με το αν αξίζει να μείνουμε
στην Ευρώπη. Αξίζει άραγε να μείνουμε στην Ευρώπη και αν ναι σε ποια
Ευρώπη; Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια
ως γνωστό βιώνει δυστυχώς μια πρωτοφανή οικονομική και δημοσιονομική κρίση.
Όλοι αναρωτιόμαστε γιατί εντέλει να
υφιστάμεθα τόσα δεινά ως λαός, γιατί να υποφέρουμε, γιατί να υποβαθμίζεται το
βιοτικό μας επίπεδο και γιατί να οδηγούμαστε σε τέτοια φτωχοποίηση; Ποιο είναι
το κόστος για όλα αυτά;
Είναι γνωστό πως πλέον στη χώρα μας υπάρχουν αυτοί που θέλουν να μείνουμε στην Ευρώπη, οι λεγόμενοι Ευρωπαϊστές και αυτοί, που αμφισβητούν την παραμονή μας στην Ευρώπη, οι λεγόμενοι Ευρωσκεπτικιστές. Φυσικά αυτή η διάκριση των πολιτών, αν δούμε και τα αποτελέσματα των πρόσφατων Ευρωπαϊκών Εκλογών, δεν υπάρχει μόνο στη χώρα μας, αλλά πλέον σε όλη την Ευρώπη. Κινήματα από την κοινωνία αρχικά όπως οι Podemos μετεξελίχθηκαν σε κόμματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν έχω σκοπό όμως με το παρόν άρθρο μου να μακρηγορήσω και να σας κουράσω μιας ο χώρος φιλοξενίας είναι περιορισμένος (ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον διαχειριστή του μπλογκ και πολύ δραστήριο φίλο Κώστα Μανίκα) και οι απαντήσεις στα περισσότερα ως άνω ερωτήματα, που όλους μας ταλανίζουν έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης και συζήτησης όλα αυτά τα κρίσιμα χρόνια πολιτών, επιστημόνων (νομικών, οικονομολόγων κτλ), πολιτικών, επίσημων φορέων και ο καθένας μας λίγο ή πολύ πια έχει πλέον εξάγει κάποια συμπεράσματα. Ωστόσο θα ήθελα δια του παρόντος να προβληματιστούμε γύρω από τις ομιλίες κάποιων μεγάλων Ελλήνων ηγετών, που με τα θετικά και τα αρνητικά τους χάραξαν αναμφισβήτητα την πορεία αυτού του τόπου.
Αναφέρομαι αρχικά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή
ή άλλως Εθνάρχη, ο οποίος σε ομιλία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 12.6.1976[1]
ανέφερε χαρακτηριστικά «…Η Ελλάς
πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά ανήκει στη Δύση. Διαπραγματεύεται την ένταξη του
στην Ευρώπη, γιατί κατοχυρώνει τη δημοκρατία της ενισχύει την ασφάλεια
επιταχύνει την οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη…». Ο Μανδραβέλης σε
άρθρο του στην Καθημερινή αναφέρει πως ήταν τέτοιο «το όραμα και η επιμονή, που έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ και όχι η
απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας»[2].
Από την άλλη μεριά ο Ανδρέας Παπανδρέου, του οποίου ουδέποτε υπήρξα
θιασώτης, σε ομιλία του στη Σύνοδο Κορυφής στις Κάννες το 1995[3],
ανέφερε χαρακτηριστικά «…Πάμε σε ένα
είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης, αλλά όχι στο βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας,
στο βωμό των κρίσεων και συμφερόντων… μηδενοποίηση των δημοκρατικών κυβερνήσεων
οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις
κατευθύνσεις, που δίνει το διευθυντήριο». Ωστόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου
αναγνώρισε και αυτός με τη σειρά του, ότι η θέση μας είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση
και πρόβαλε την ανάγκη να δώσουμε μάχες για να την αλλάξουμε., αν και κάποια
χρόνια νωρίτερα για λόγους λαϊκισμού και στείρας αντιπολίτευσης διακήρυττε
εναντίον της με τα γνωστά σε όλους μας συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο
Συνδικάτο»
Έχοντας τα λόγια των δύο αυτών ηγετών ως πολιτική παρακαταθήκη στο μυαλό μας πρέπει όλοι να αναλογιστούμε ότι η Ευρώπη είτε το θέλουμε είτε όχι είναι το σπίτι μας, είναι η οικογένεια μας. Όμως σίγουρα η Ευρώπη αυτή δεν έχει καμία σχέση ή προφανώς ελάχιστη με την Ευρώπη, που οραματίστηκαν οι θεμελιωτές της και μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ των οποίων οι Αντενάουερ, Ντε Γκωλ, Μητεραν, Κωνσταντίνος Καραμανλής κτλ., οι οποίοι οραματίστηκαν μια Ευρώπη της Αλληλεγγύης, του Ανθρωπισμού, της Ισοτιμίας, της Δικαιοσύνης, της Ευημερίας, της Ανάπτυξης. Σήμερα κάποιοι θέλουν να επιβάλουν μια Ευρώπη των Δύο ταχυτήτων, μια Ευρώπη της Υποτέλειας στα πλαίσια πάντα της αυτονόμησης του «νεοφιλελευθέρου του Μινώταυρου»[4]. Θα τους αφήσουμε ή θα τους διευκολύνουμε με την τυχόν έξοδο μας;;; Φυσικά ΟΧΙ! Θα μείνουμε στην Ευρώπη και θα αγωνιστούμε με κάθε τρόπο να την αλλάξουμε και να την επαναφέρουμε στα οράματα των ιδρυτών της και στις αξίες που πράγματι ενσαρκώνει το ευρωπαϊκό όραμα…
[2] Άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην Καθημερινή, «Η κληρονομία ενός
ηγέτη», 7/6/2015
[3] Απόσπασμα της ομιλίας υπάρχει και στο Youtube
[4]Βλ αναλυτικά Παυλοπουλος. Ο Παγκόσμιος Μινώταυρος, Η αποστολή του
Θησέα, μια επιβεβλημένη απάντηση των θεσμών στην οικονομική κρίση; Εκδόσεις
Λιβάνη 2014.
Από την πρώτη
στιγμή πίστευα ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, έστω και την ύστατη ώρα, θα
επιτευχθεί μια συμφωνία με τους εταίρους. Όταν μάλιστα το εσωτερικής
κατανάλωσης επικοινωνιακό όπλο που ακούει στο όνομα Βαρουφάκης εξάντλησε τη
δυναμική του και ουσιαστικά τον απέσυραν από την διαπραγμάτευση το θεώρησα ως
την καλύτερη επιβεβαίωση μιας πορείας που θα έχει κάποια κατάληξη. Φαίνεται
όμως ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός αναλώνεται τόσο στην επικοινωνιακή και
θυμική διαχείριση της κοινωνίας που έχουν αποφασίσει να εξαντλήσουν και το
τελευταίο δευτερόλεπτο παραμένοντας απορροφημένοι στην συντήρηση μιας δήθεν
ηρωικής στάσης.
Σε αυτή τη λογική
εντάσσεται και η ανάδειξη ενός ανύπαρκτου νούμερου όσων αφορά τις οικονομικές
συνέπειες ενός Grexit. Το 1 τρισ. που αρχικά προέκυψε ως
παρερμηνεία μιας αναφοράς σε άρθρο του Munchau στους FT αναπαράχθηκε ως ευαγγελική ρήση ενώ όλοι
γνωρίζουν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Είναι δεδομένο ότι η
αναταραχή για το ευρώ θα είναι σημαντική και οι άμεσες συναλλαγματικές πιέσεις
υπολογίσιμες, όπως είναι σίγουρο ότι θα επηρεαστεί αρνητικά το κόστος δανεισμού
των χωρών της Ευρωζώνης.
Τίποτα από όλα
αυτά όμως δεν θα σημάνει το τέλος του ευρώ, ούτε ένα τόσο υπέρογκο κόστος όπως
διαρρέουν κυβερνητικοί κύκλοι ειδικά σε μια περίοδο που η δυνατότητα παρέμβασης
της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων έχει αυξηθεί και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει
μια διεύρυνση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για μερικούς μήνες, ώσπου να
κατευναστούν οι αντιδράσεις των αγορών.
Αν όμως όντως
φυσάει στην άκρη του γκρεμού που φτάσαμε και η ατυχία ενός παροδικού ανέμου
χρειάζεται δευτερόλεπτα για να φέρει το ανέγκλητο, ολοσχερές ατύχημα; Αν στην
προσπάθεια να φέρουμε την κατάσταση στο απροχώρητο, σε μια φάση που είτε ήδη θα
έχει βιώσει ο Έλληνας πρωτόγνωρες καταστάσεις όπως οι έλεγχοι κεφαλαίου είτε θα
αισθανθεί ως πολύ πιθανή αυτή την προοπτική, γλιστρήσει από τα χέρια μας η
μπάλα και σπάσει οριστικά το πολύτιμο βάζο της Ευρωπαϊκής πορείας;
Αν το μπλοφάρισμα
των εταίρων, όπως βλέπει τη στάση τους ο Βαρουφάκης, αποδειχτεί αληθινή απειλή
όταν μάλιστα επισταμένα κατορθώνουμε να διαρρηγνύουμε με υπερφίαλες και
επιπόλαιες δηλώσεις τις σχέσεις με πρόσωπα και έθνη, διαχρονικούς μας
συμμάχους; Αν οι επιπτώσεις μιας διαρκούς αναβολής της απόφασης είναι απείρως
μεγαλύτερες για εμάς όπως ήδη αποδεικνύεται από την οικτρή κατάσταση της
ελληνικής οικονομία και τη συνεχή διαρροή καταθέσεων;
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει
να κατανοήσει ότι το σκεπτικό πως ωθώντας προς τα πίσω μια απόφαση μέσα σε
κλίμα δημιουργικής ασάφειας θα αύξανε τις πιθανότητες μιας καλύτερης συμφωνίας
καταρρίφθηκε από το δεδομένο της οικονομικής δυσπραγίας που περιορίζει τα
κρατικά έσοδα και αυξάνει την ανάγκη νέων μέτρων. Αφού δεν κατόρθωσε καβαλώντας
το αρχικό κύμα θετικής προδιάθεσης, εντός κι εκτός χώρας, να πετύχει όσα ήταν
δυνατό υπό τις παρούσες συνθήκες τώρα το μόνο που κατορθώνει είναι ή να
οδηγείται σε μια όλο και πιο ετεροβαρή, πιο σκληρή συμφωνία ή απλά να
καθυστερεί το μοιραίο;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Την μια θεωρούμε
δεδομένη την παράταση του προγράμματος που θα σκίζαμε την βραδιά των εκλογών,
την άλλη οι διαπραγματευτές αποχωρούν από το τραπέζι και προετοιμάζονται για τα
χειρότερα.
Η κυβέρνηση
χρησιμοποιεί ως τελευταία αναχώματα υποκριτικών «κόκκινων» γραμμών τις αυξήσεις
στα τιμολόγια της ΔΕΗ και την διατήρηση του ΕΚΑΣ.
Η πρόταση του
ΣΥΡΙΖΑ για το χρέος θα ήταν χρήσιμη περισσότερο ως ανέκδοτο παρά ως μελετημένη
πρωτοβουλία.
Η Βουλή κινείται
σε ρυθμούς 4/4 αλά Καμμένο και μη άφθονης αστυνομικής διούρησης αλά
Κωνσταντοπούλου και η νέα ΕΡΤ έρχεται να επιβεβαιώσει τον προπαγανδιστικό της
ρόλο.
Αφού επί αρκετά
χρόνια προσπαθούσαν από το ΣΥΡΙΖΑ να μας πείσουν ότι η μόνη λύση για το πελώριο
ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ένα γενναίο «κούρεμα» το οποίο θα
επιτυγχάνονταν με συμφωνία των εταίρων (πως άραγε;), και κάποιοι παρέμεναν
σταθεροί στην ακόμα πιο δυναμική μονομερή διαγραφή του ήρθε η ανάληψη της
εξουσίας να επαναφέρει τη συζήτηση σε πιο ορθολογικά πλαίσια. Οι
διαγραφές παραπέμφθηκαν σε μια φαιδρή επιτροπή ελέγχου του χρέους χωρίς διεθνή
αξιοπιστία και καμιά θεσμική δικαιοδοσία μάλλον μόνο για να ικανοποιηθεί η ακόρεστη
ανάγκη επαναστατικής προβολής της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Αποκαλύφθηκε
λοιπόν πριν λίγες μέρες από τους FT η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναδιάρθρωση του χρέους. Μια
πρόταση που κινείται κυρίως στο επίπεδο που κάλυπτε ήδη η Ευρωπαϊκή απόφαση του
Νοεμβρίου του 2012 για παραμετρικές αλλαγές (αύξηση χρόνου αποπληρωμής και
μείωση επιτοκίων). Προσθέτει όμως και κάποιες ενδιαφέρουσες έως και... «ανέκδοτες»
απόψεις που αν πραγματικά ελπίζουν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν αποδεκτές
από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς τότε ή αγνοούν τον τρόπο λειτουργίας και τις αρχές
του ή μπερδεύουν την θεωρητική ανάλυση με την πρακτική
πολιτικοοικονομική απόφαση.
Για τα 27 δισ.
ευρώ προς την ΕΚΤ προτείνεται η απορρόφηση τους από τον ESM κι η αποπληρωμή τους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα
και με χαμηλότερα επιτόκια. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση αλλά λησμονείται ότι όταν
πριν χρόνια προτάθηκε πχ. να αφαιρεθεί από το ελληνικό χρέος έστω ένα μέρος των
ποσών που δόθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών η απάντηση ήταν
ότι σχετικές παρεμβάσεις δεν αφορούν χώρες σε υπάρχοντα προγράμματα αλλά ότι
δημιουργήθηκε ένα οπλοστάσιο ικανό να αποτρέψει μελλοντικές τραπεζικές κρίσεις.
Άλλωστε μια
τέτοια απόφαση για την Ελλάδα θα εγείρει αμέσως ανάλογες απαιτήσεις από την
Ισπανία με πολύ μεγαλύτερο Ευρωπαϊκό κόστος. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι
η τότε άρνηση για ένα παρόμοιο θέμα μπορεί σήμερα να μετατραπεί σήμερα σε
θετική αντίδραση όταν η ΕΚΤ είναι πολύ πιστή στην τήρηση του καταστατικού
της και δεν δέχεται παρακάμψεις και απώλεια κερδών γιατί αποτελεί έμμεση
δημοσιονομική στήριξη σε χώρες που απαγορεύεται;
Η πρόωρη
αποπληρωμή του ΔΝΤ που είχε διαρρεύσει ως πρόθεση και της προηγούμενης
κυβέρνησης είναι μια τακτική που ακολούθησαν με επιτυχία κι άλλες χώρες που
ακολούθησαν πρόγραμμα προσαρμογής αλλά όλες τους στηρίχτηκαν στην δυνατότητα
άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές. Ακόμα και η κυβερνητική πρόταση
στηρίζεται στο ότι τα 2/3 των χρεών προς το ΔΝΤ θα προέλθουν από κεφάλαια της
αγοράς ή... νέο δάνειο από τους «τοκογλύφους»! Ανέκδοτο πολύ καλύτερο κι
από αυτά με τον Τοτό!
Για τα διμερή
δάνεια προς άλλες Ευρωπαϊκές χώρες επαναφέρει το γνωστό δίδυμο επιλογών. Τα
αέναα ομόλογα και τα ομόλογα με ρήτρα ανάπτυξης. Εξηγήσαμε και τότε ότι τα
πρώτα είναι κυρίως ένα επιχειρηματικό εργαλείο απελπισίας κι όχι σύγχρονη
διακρατική πρακτική και τα άλλα εμπεριέχουν τον κίνδυνο, αν εκτελεστούν όπως τα
αντιλαμβάνονται όλοι πλην ημών, να βρεθούμε με τεράστιες πληρωμές όταν
αυξηθεί σημαντικά το ΑΕΠ μας επειδή θα πρέπει να προστεθούν και τα ποσά που
θα έχουμε καθυστερήσει λόγω μειωμένων πληρωμών τα προηγούμενα υφεσιακά χρόνια.
Το πιθανότερο
είναι οι εταίροι μας να αποδεχτούν μια μεγάλη επιμήκυνση αποπληρωμής που
μπορεί να ξεπερνά τα 50 χρόνια ακόμα και να αγγίζει και τα 100 αλλά υπό πολύ
συγκεκριμένες και αδιαπραγμάτευτες μεταρρυθμιστικές και δημοσιονομικές
προϋποθέσεις.
Τέλος για τα
δάνεια του EFSF ύψους 144 δισ. ευρώ προτείνεται μια
πρωτοφανής καινοτομία αντάξια της δημιουργικής ασάφειας με την οποία είναι
σίγουρο ότι θα ευθυμήσουν και οι σοβαροφανείς Ευρωπαίοι. Να διαγραφεί
σταδιακά το μισό χρέος και να πληρωθεί το υπόλοιπο με διπλάσιο επιτόκιο του
σημερινού (5%)!
Αν η λύση για το
ελληνικό χρέος βρισκόταν στο να διατηρήσουμε το ίδιο επίπεδο ετήσιων τόκων αλλά
να επιστρέψουμε πολύ λιγότερο κεφάλαιο τόκων τότε γιατί να μην προτείνουμε τον δεκαπλασιασμό
του επιτοκίου με σταδιακή διαγραφή του 90% του χρέους για να καταστήσουμε
περιχαρείς τον Λαφαζάνη, την Κωνσταντοπούλου και το λοιπό λόμπι της διαγραφής; Get serious πριν να είναι
πολύ αργά και προτείνεται λύσεις συμβατές με τους Ευρωπαϊκούς και την κοινή λογική
κι αφήστε τις ευφάνταστες Βαρουφάκιες εξυπνάδες για τις ακαδημαϊκές
αίθουσες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος