Δεν είναι λίγοι
αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι οικονομολόγοι αποτελούν ίσως την πιο επιρρεπή
στη λαθροχειρία επιστημονική κοινότητα. Στην προσπάθεια να συνδυάσουν
ιδεολογικές καταβολές, πολιτικές σκοπιμότητες, κερδοσκοπικά ή προσωπικά
συμφέροντα συχνά ρέπουν προς την «δημιουργική» παρέμβαση πάνω στον καθορισμό
των μαθηματικών μεταβλητών έχοντας επίγνωση ότι αρκεί μια απειροελάχιστη
αλλαγή σε έναν παράγοντα για να παραχθούν εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα.
Με μια ισχυρή
δόση αντίληψης αυτοεκπληρούμενης προφητείας έρχονται κατόπιν να
πανηγυρίσουν για την επιβεβαίωση των αρχικών θεωριών τους που στηρίχθηκαν στις
προϋποθέσεις που οι ίδιοι καθόρισαν. Το γαϊτανάκι της εθελοτυφλίας κλείνει με
τη χρήση των συμπερασμάτων από όσους επιδιώκουν να κατευθύνουν τις εξελίξεις
προς μια συγκεκριμένη πορεία και, γιατί όχι, να χειραγωγήσουν τη λειτουργία
των αγορών και των πολιτικών επιλογών.
Διάβασα πρόσφατα
μια ανάλυση του διαβόητου Νομπελίστα οικονομολόγου κ. Krugman, έναν από αυτούς τους προέβλεπαν από την αρχή της
κρίσης την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, σχετικά με την επίπτωση της αύξησης
των κρατικών δαπανών στη μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα. Η αφορμή
για αυτό του το άρθρο ήταν, για μια ακόμα φορά, το ελληνικό δημοσιονομικό
ζήτημα και το σκεπτικό του κειμένου ήταν ότι θα ήταν μικρή η πλεονασματική
συρρίκνωση αν επιτρεπόταν στην νέα κυβέρνηση να προχωρήσει σε παροχές και
περισσότερες δημόσιες επενδύσεις.
Αν και δεν
διαχωρίζει την διαφορετική επίδραση των παροχών από τις πιο παραγωγικές
και αναπτυξιακές δημόσιες επενδύσεις. Αν και παραβλέπει πως και οι δεύτερες
μπορεί να έχουν κυρίως πιο μακροπρόθεσμα θετικά οφέλη, προχωρά στη χρήση μιας
μαθηματικής σχέσης για να περιβάλλει με την ανάλογη επιστημονική χροιά τα
επιχειρήματα του. Τελικά αλλοιώνοντας τους δυο βασικούς συντελεστές
μετατρέπει την θετικιστική μέθοδο σε πέπλο συγκάλυψης της αλήθειας.
Στην εξίσωση ΔPS = - ΔG*(1-μτ) όπου (ΔPS) η μεταβολή του πρωτογενούς πλεονάσματος, (ΔG) η μεταβολή στις κρατικές δαπάνες, (μ) o ευρέως πλέον γνωστός δημοσιονομικός
πολλαπλασιαστής και (τ) η επίδραση της αύξησης 1 ευρώ του ΑΕΠ στα κρατικά
έσοδα, καθορίζει το (μ) ως 1,3 και το (τ) ως 0,4. Θα μου πείτε «και τι έγινε;».
Σε κάποια στοιχεία θα στηρίζεται για να δώσει στις μεταβλητές του αυτές τις
τιμές; Φυσικά μόνο που διαλέγει τα λάθος στοιχεία για να καταλήξει στο λάθος
συμπέρασμα. Ότι δηλαδή η μείωση του πλεονάσματος θα είναι λιγότερο από 50%.
Αντί όμως να
χρησιμοποιήσει τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή του 2013 για τον οποίο
έχουμε τα τελευταία ολοκληρωμένα στοιχεία και έχει περιοριστεί στο 0,9, προτιμά
να κάνει μια αυθαίρετη χρήση του μέσου όρου όλων των χρόνων της κρίσης, όταν η
υψηλή ύφεση (λόγω και των μεγάλων εισοδηματικών περικοπών) και η καθυστέρηση
των μεταρρυθμίσεων είχαν εκτοξεύσει τον πολλαπλασιαστή ακόμα και στο 1,8!
Από την άλλη
ανεβάζει το ποσοστό της επιστροφής ως δημοσίων δαπανών κάθε αύξησης του
ΑΕΠ στο 0,4 (δηλαδή 40%) όταν ο ελληνικός προϋπολογισμός αποδεικνύει ότι αυτός
ο αριθμός ποτέ δεν ξεπερνά το 30%. Για παράδειγμα το 2013, με ΑΕΠ γύρω
στα 185 δις ευρώ τα έσοδα δεν ήταν παραπάνω από 55 δις.
Αν λοιπόν
χρησιμοποιηθούν οι συντελεστές που μόλις παρέθεσα αντί για αυτούς του πρώτου
υπολογισμού το αποτέλεσμα δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με το αρχικό. Η επίδραση
της αύξησης των δημοσίων δαπανών στο πλεόνασμα αγγίζει το 75%!
Όσο κι αν σκοπός
του άρθρου δεν είναι να μειώσει την αξία κανενός επιστήμονα ή να
στηλιτεύσει τις θέσεις που κατά καιρούς παίρνει ως υποβολιμαίες και
κατευθυνόμενες, δεν είναι δυνατόν να μην μας δημιουργεί απορίες το γεγονός ότι
οι θεωρίες προβάλλονται και διαχειρίζονται με την ικανότητα και την ευελιξία
που διακρίνει κορυφαίους και προβεβλημένους από τα ΜΜΕ καθηγητές και λοιπούς
αναλυτές με τρόπο που επιχειρούν να καθορίσουν τις πολιτικές και οικονομικές
αποφάσεις σε διεθνές επίπεδο.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
Μια διαχρονική
τάση ετεροπροσδιορισμού την είχαμε πάντα ως νεοελληνικό έθνος. Όπως επίσης
και την εμμονή να διαχωριζόμαστε ταυτιζόμενοι απόλυτα με την μια ή την άλλη
κυρίαρχη δύναμη. Πλάθαμε του μύθους μας και πείθαμε τους εαυτούς μας ότι η
αποστομωτική απάντηση σε όλα τα ζητήματα βρίσκεται στον από μηχανής εξωγενή
Θεό που επεμβαίνει λυτρωτικά αποκαθιστώντας την τιμή των δίκαιων εθνικών
αιτημάτων.
Κι αν σε άλλες
εποχές ο διαχωρισμός ήταν μια απλουστευμένη αναπαραγωγή του Ψυχρού Πολέμου
(Δύση ή Ανατολή), στο σημερινό πολυπαραγοντικό διπλωματικό καμβά η τοποθέτηση
στο χάρτη των εξελίξεων είναι πλέον μια πιο περίπλοκη διαδικασία. Όσοι
βιάζονται να λάβουν παρορμητικά θέση αποκλειστικά με βάση τις ισορροπίες του
παρελθόντος, αδιαφορώντας για τις τευτονικές αλλαγές των τελευταίων ετών,
θα βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Όπως παρόμοια έκπληξη θα αντιμετωπίσουν κι
όσοι προσβλέπουν σε θεμελιώδη ανατροπή των δομών προς ίδιον όφελος.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί η εγχώρια διαμάχη για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να
διεκδικηθεί ο διοικητικός και παραγωγικός ανασχεδιασμός της Ε.Ε οι
αδυναμίες των οποίων είναι πιο πασίδηλες από ποτέ το τελευταίο διάστημα.
Ανάμεσα στην ολοκληρωτική απόρριψη της ομοσπονδιοποίησης και την απόλυτη
απομονωτική ανεξαρτησία αναπτύσσονται θεωρίες για ταύτιση με τη Ρωσία ή τις
ΗΠΑ (εσχάτως προέκυψαν απόψεις που συνδυάζουν την πρόσδεση και στα δυο
άρματα!) ως αντίβαρο στις Ευρωπαϊκές μονομέρειες.
Πιανόμαστε από
ευήκοες δηλώσεις των ηγετών των συγκεκριμένων χωρών που προσκρούουν στις
πράξεις τους. Αναζητούμε σε πρωτοβουλίες τους εθνικά υπονοούμενα
παραγνωρίζοντας ότι πρωτίστως αφορούν τη διαχείριση των εσωτερικών μετώπων
τους. Ο Ομπάμα προτρέπει σε υπέρβαση της λιτότητας όταν ο ίδιος κάνει τρισεκατομμύρια
δολαρίων περικοπές κρατικών δαπανών και ο Πούτιν αναφέρεται μέσω συνεργατών,
για να μην αναλάβει ο ίδιος αμετάκλητες υποχρεώσεις, σε μια απροσδιόριστη
συμπαράσταση στην Ελλάδα που καταλήγει σε πιθανή στήριξη με διαρκώς
υποτιμημένα ρούβλια!
Ο πρώτος
απευθύνεται στους Ρεπουμπλικάνους και την Αμερικανική κοινωνία θέλοντας να
τονίσει ότι η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που ακολούθησε είχε
θετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη και την απασχόληση στις ΗΠΑ και ο δεύτερος
δίνει στην Ε.Ε. το σήμα του πιθανού αντιπερισπασμού μιας διευρυμένης
Ευρασιατικής Ένωσης. Όμως ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος έχουν να προσφέρουν
κάτι απτό για την διευθέτηση των εθνικών μας αδιεξόδων. Ούτε σοβαρές
χρηματοδοτικές προθέσεις φαίνονται, ούτε κύμα μαζικών επενδύσεων εκδηλώνεται,
παρά μόνο στη συλλογική φαντασίωση μας.
Και οι δυο τους
χρησιμοποιούν ως χρηστικό πρόσκαιρο πιόνι την Ελληνική περίπτωση για να
εξυπηρετήσουν τις πάγιες γεωπολιτικές βλέψεις τους για τη δημιουργία
ελεγχόμενων ρηγμάτων στην Ε.Ε. Οι ΗΠΑ επιθυμούν μια Ευρώπη ελεγχόμενα ασταθή,
παρακολουθητή των Αμερικανικών κινήσεων, σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο
και όχι έναν ισότιμο συνεργάτη με ισχυρό νόμισμα και αυτόνομη αμυντική δομή ενώ
η Ρωσία αναζητεί την ευκαιρία που θα αποσυντονίσει πλήρως το Ευρωπαϊκό
οικοδόμημα ώστε να την καταστήσει ένα δυσλειτουργικό μόρφωμα ουρά των
εξελίξεων άρα και ευκολότερα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο τόσο οικονομικά, όσο και
σε γεωστρατηγικά θέματα όπως αυτό της Ουκρανίας.
Όσο πιο γρήγορα
συνειδητοποιήσουμε ότι κάποιοι μας χρησιμοποιούν ως αναλώσιμο πιόνι σε μια
σκακιέρα με πολύ σημαντικότερα διακυβεύματα και προσαρμόσουμε την
πολιτική μας, ώστε να αποκομίζουμε τα όποια δυνητικά επιμέρους κέρδη (κυρίως
επενδυτικά) μπορεί να προκύψουν από τις σχέσεις μας με παίκτες εκτός του βασικού
μας Ευρωπαϊκού πλαισίου, χωρίς να βάζουμε σε κίνδυνο την ύπαρξη της βασικής,
ασφαλούς στέγης μας, τόσο περισσότερο θα πλησιάζουμε στον απαραίτητο
πραγματισμό.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος