Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Μέσα στις επόμενες μέρες η κυβέρνηση θα πρέπει να κατορθώσει να σταθεροποιηθεί πάνω στο οικονομικό παγόβουνο που στέκεται από την αρχή της θητείας της και ταυτόχρονα να αποφύγει την, χωρίς επιστροφή, έκρηξη της μεταναστευτικής νάρκης γύρω από την οποία περιστρέφεται εδώ και μήνες. Φιλόδοξο, επικίνδυνο, απαιτητικό ως προς τον χειρισμό και την επίδειξη ειδικών διπλωματικών και διοικητικών ικανοτήτων που προς το παρόν οι κυβερνητικοί παράγοντες δεν μας έχουν αποδείξει ότι τις διαθέτουν
Η αξιολόγηση έχει κολλήσει όχι μόνο σε τεχνικά ζητήματα (αν είναι αξιόπιστα ή όχι τα δημοσιονομικά νούμερα) αλλά κυρίως στην έμφυτη αδυναμία της κυβέρνησης να αποδείξει ότι μπορεί να εκτελέσει εγκαίρως τις όποιες υποσχέσεις της. Από το πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων έως την αξιολόγηση του δημοσίου τομέα κι από την περιστολή κρατικής σπατάλης έως την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος με όρους σταθερής ανάπτυξης και δικαιοσύνης ανάμεσα στις γενιές, η αναβλητικότητα κρατά τη χώρα δέσμια των ιδεοληψιών του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο μεταναστευτικό ζήτημα, την περσινή απερίσκεπτη χαλαρότητα που συνέτεινε καθοριστικά ώστε να θεωρείται από άπαντες τους μετανάστες (ακόμα κι αυτούς που θα ήταν λογικό να προτιμήσουν εγγύτερες διαδρομές) η είσοδος από την Ελλάδα ως η πιο εύκολη δίοδος προς την Ευρώπη, έδωσε τη θέση της στον φετινό διπλωματικό ερασιτεχνισμό που απομονώνει την χώρα μέσα από ψευτομαγκιόρικες εξάρσεις και ρητορικές ακραίου χαρακτηρισμού των εταίρων χωρίς αυτά να συνοδεύονται από ανάλογες συμμαχίες (όπως αυτή των χωρών του Νότου) ή τουλάχιστον κάποια διαπραγματευτικά αντίβαρα. Με αυτό τον τρόπο δεν μιμείσαι την Τουρκική στάση. Απλά αναπαράγεις ένα ανεπιτυχές κακέκτυπο της.
Το πιθανότερο είναι έστω και μεγάλη καθυστέρηση η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις (πιθανώς και ένα είδος ανταλλαγής με δεσμεύσεις για το προσφυγικό) και η μεταναστευτική κρίση θα βρει, αργά ή γρήγορα, έναν τρόπο διευθέτησης που ναι μεν θα φορτώνει την Ελλάδα με δυσανάλογο για το μέγεθος της βάρος αλλά θα κινείται στα πλαίσια της συγκράτησης νέων ροών τόσο με αποτρεπτικά όσο και με διπλωματικά μέσα. Αυτά όμως μόνο ως επιτυχία της ελληνικής πλευράς δεν μπορούν να πιστωθούν αφού, άλλα αποφασίζονται ερήμην της με βάσει τα εθνικά συμφέροντα κάποιων εταίρων κι άλλα καταλήγουν σε ακόμη πιο επώδυνες λύσεις λόγω της έλλειψης αποφασιστικότητας.
Το πραγματικό κριτήριο για την αξιολόγηση αυτής της κυβέρνησης δεν είναι άλλο από την αδυναμία της να διατηρήσει την χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά, όπως συνέβαινε το 2014, και να συμβάλλει θετικά στην ακόμη ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας επανατοποθετώντας μας στον διεθνή επενδυτικό χάρτη. Τα στοιχεία της ΤτΕ που καταδεικνύουν την νέα μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος (όταν το 2014 είχε υπάρξει η πρώτη οριακή αύξηση του) θα κυνηγούν αυτή την κυβέρνηση, ως τεκμήριο της αντιλαϊκής εσωστρέφειας της, μέχρι την αποκαθήλωση της.