Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Πριν τρία χρόνια σκιαγραφώντας τα πρώτα έντονα σημάδια ευρωσκεπτικισμού στο “Η επικίνδυνη αδιαφορία για τον ευρωσκεπτικισμό…” όπου επεσήμανα ανάμεσα σε άλλα ότι για να ασχοληθούμε σοβαρά με μια εξέλιξη θα πρέπει να προκύψει ένα τραγικό γεγονός ή μια εντυπωσιακή πολιτική αλλαγή. Στην περίπτωση του Brexit η αίσθηση ότι η Ευρωπαϊκή συνοχή δεν είναι άτρωτη θα όφειλε να ανοίξει την πιο ειλικρινή, πιο ολοκληρωμένη, πιο δομική συζήτηση για το ύφος, την δομή και την λειτουργία της Ε.Ε.
Μόνο που καθένας καταλαβαίνει ότι θέλει ή ότι τον βολεύει, σχετικά με τις βελτιώσεις και τους επαναπροσδιορισμούς που χρειάζεται αυτό το οικοδόμημα για να ανακαινισθεί, αναδιοργανωθεί, αποκτήσει νέα μορφή και στόχευση. Οι πιο ακραία εθνικιστικές φωνές νομίζουν ότι αρκεί η αυτοδιάλυση της ένωσης και η επάνοδος στις απολύτως ελεγχόμενες εθνικές επιλογές και στον περιορισμό της μετανάστευσης (ακόμη κι εντός Ευρώπης) για να ξεπεραστούν οι συνέπειες της γραφειοκρατικής οπτικής της Ε.Ε. κι οι πιο… “προοδευτικές” προσεγγίσεις βαυκαλίζονται ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν στις πολιτικές λιτότητας.
Όπως έγραφα και τότε, τα υπαρκτά ζητήματα της πληγωμένης εθνικής ταυτότητας και των συνεπειών της αθρόας μετανάστευσης απαιτούν συγκροτημένες Ευρωπαϊκές πολιτικές σχετικά με την λειτουργία του Δουβλίνο ΙΙΙ (πλέον) και την επαρκή, κοινή φύλαξη των συνόρων. Ο εγκλωβισμός κι ο απομονωτισμός δεν θα βελτιώσουν την κατάσταση, ούτε θα λύσουν μακροπρόθεσμα το πρόβλημα αλλά εντείνουν το μίσος ακόμη κι ανάμεσα σε Ευρωπαϊκούς λαούς.
Όπως φάνηκε κι από την καμπάνια του Brexit οι αιτιάσεις για το κόστος των κοινωνικών επιδομάτων σε πολίτες της Ε.Ε. δεν ήταν παρά μια υπερβολή που δεν υπολόγιζε ότι επρόκειτο για την επιστροφή ενός μικρού μέρους των θετικών επιπτώσεων που δημιούργησαν αυτοί οι εργαζόμενοι στην Βρετανική οικονομία.
Από την άλλη, η Αριστερή σφραγίδα του ευρωσκεπτικισμού κινείται αποκλειστικά γύρω από τις μονομέρειες για την λιτότητα ξεπερνώντας το γεγονός ότι ειδικά στην Μ. Βρετανία, αλλά και σε άλλες χώρες, η οικονομική κατάσταση δεν είναι τόσο ασταθής όσο η ελληνική. Παραβλέπουν το εθνικό υπόβαθρο των περισσότερων αντιδράσεων, χαρακτηρίζοντας τες με ευκολία ακροδεξιές.
Χωρίς να μην αναγνωρίζεται ότι μέχρι και φασιστικά κινήματα εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να αναδειχθούν, το ουσιαστικό είναι ότι η αίσθηση ταυτότητας δεν υποτάσσεται σε κεντρικά νομοθετήματα και διατάξεις. Ούτε η απάντηση στην παραγωγική καχεξία και τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό βρίσκεται μονάχα στην πληθωριστική, νομισματική διευκόλυνση.
Το ζητούμενο ήταν και παραμένει η αναζήτηση της ισορροπίας ανάμεσα σε πολιτικές ομοσπονδιοποίησης, εκεί όπου μπορούν να επιφέρουν πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα για όλους, (όπως η διευρυμένη λειτουργία της ΕΚΤ, κοινή εξωτερική κι αμυντική πολιτική) και επιλογές με πιο εθνικό προσανατολισμό όπως οι φορολογικές και παραγωγικές προτεραιότητες.
Το μέλλον δεν βρίσκεται στην περισσότερη Ευρώπη του Τσίπρα που στηρίζεται στα ανεύθυνα δανεικά, ούτε σε αυτή του Φάρατζ που ονειρεύεται την επάνοδο σε περίκλειστες οικονομίες και την ουσιαστική κατάλυση της παγκοσμιοποίησης. Είναι εποχή για ηγέτες που θα θέσουν το πλαίσιο για τον επόμενο αιώνα. Υπάρχουν; Θα αναδειχθούν άμεσα; Θα περιοριστούμε σε μια μίζερη μικροδιάχειρΙση; Μόνο ο χρόνος έχεις τις απαντήσεις