Υποστήριζα από
την πρώτη μετεκλογική στιγμή ότι η κατάληξη των πολύμηνων διαπραγματεύσεων
(ο Θεός να τις κάνει!) θα ήταν μια πολύ σκληρή συμφωνία κι όχι η ρήξη. Η
εξουσία αποτελεί πολύ ισχυρότερο συνεκτικό μύθο από ότι οι ιδεοληψίες για όσους
δεν τρέφονταν μόνο με πρόσκαιρες οραματικές ονειρώξεις αλλά βλέπουν τον
χρόνο ως συνοδοιπόρο σε μια μακρά πορεία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της
κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Η σκληρότητα του αποτελέσματος ήταν
επίσης δεδομένη γιατί εξαρχής η δημιουργική ασάφεια λειτουργούσε
παρελκυστικά και αναχαιτιστικά τόσο για τις συνομιλίες όσο και για την πορεία
της οικονομίας φορτώνοντας, με κάθε μέρα καθυστέρησης, τον τελικό λογαριασμό.
Μέρα, μέρα χτίζονταν
η αναξιοπιστία με αντιφατικές δηλώσεις, πρωτοβουλίες γεμάτες έπαρση,
θεσμικές παρεκτροπές. Με την ψευδαίσθηση της διαπραγμάτευσης αφήσαμε να
κατρακυλούν τόσο τα επίπεδα εθνικής εμπιστοσύνης όσο και η οικονομική
δραστηριότητα χωρίς σαφείς εναλλακτικές λύσεις (πέρα από τις γνωστές,
ανύπαρκτες Ανατολίτικες συνδρομές) ως μέσο πίεσης. Καταλήξαμε την ύστατη ώρα σε
ένα τραπέζι συζητήσεων με την πλάτη στον τοίχο, ημιθανές τραπεζικό σύστημα
και αμελέτητα ισοδύναμα μέτρα.
Κι όμως ο Τσίπρας
δεν έδειξε στις δηλώσεις του μετά την Σύνοδο Κορυφής ότι έχει πλήρη συναίσθηση
των τεκταινομένων. Δεν διανοήθηκε να ζητήσει μια συγνώμη στην κοινωνία
που παρέσυρε με τους ανυπόστατους μαξιμαλισμούς του και την έσυρε ακόμα και σε
ένα κίβδηλο δημοψήφισμα χωρίς υπαρκτό ερώτημα. Συνέχισε με την ίδια έπαρση και
ύφος ισχυρού εξουσιαστή να παριστάνει ότι κατήγαγε περήφανη νίκη κι έρχεται
ως τροπαιοφόρος να αλλάξει τα πάντα στην Ελλάδα και την Ευρώπη! Ούτε μια λέξη
για τις αναγκαίες διακομματικές συναινέσεις ώστε να διασφαλιστεί, πέρα από
διαφωνίες και ευθύνες, η διατήρηση του Ευρωπαϊκού πλαισίου.
Επεσήμανα ότι η
αντιπολίτευση θα πρέπει να είναι επιφυλακτική στην όψιμη συναινετική τάση
και να ζητήσει με επίταση να υπάρξουν όλες οι προϋποθέσεις για μια αληθινά
καινούρια κυβερνητική περίοδο από την στιγμή που η υπάρχουσα χάνει την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μια κυβέρνηση με διαφορετικό σχήμα, πρόσωπα
και αλλαγές σε επιμέρους ζητήματα (πέρα από τα της συμφωνίας). Η αντιπολίτευση
δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στις ενοχικές εμμονές της που επιτάθηκαν με το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να μετατραπεί σε βουβό ακολουθητή του
Τσίπρα στο όνομα της Ευρωπαϊκής συνοχής.
Αν η στροφή
Τσίπρα προς τον ορθολογισμό είναι ειλικρινής οφείλει να πιεστεί, αν ο ίδιος
δεν το κατανοεί, να προσαρμοστεί και εσωτερικά όπως το έπραξε και διεθνώς. Να αποδεχτεί
την ανεπάρκεια και να απευθυνθεί με όρους ισοτιμίας, ευγένειας και
συνεννόησης στα υπόλοιπα κόμματα που επιθυμούν να στηρίξουν μια προσπάθεια να
περισωθεί ότι άφησε πίσω της αναλλοίωτη η περήφανη εξάμηνη διαπραγμάτευση. Με προσπάθεια
ωραιοποίησης και στρουθοκαμηλικές κινήσεις δεν προσαρμόζεσαι στα νέα
δεδομένα απλά τα χρησιμοποιείς για να ξεφύγεις από την πραγματικότητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Ολοκληρώσαμε ένα δημοψήφισμα
χωρίς υπαρκτό ερώτημα που θα μείνει στην ιστορία ως μια διαδικασία που δεν
θα αφήσει πίσω της κανένα αποτέλεσμα. Αν το 1974 η κατάληξη ήταν η πολιτειακή
αλλαγή, το 2015 απορρίψαμε ένα ανύπαρκτο πρόγραμμα για να το επαναφέρουμε μόνοι
μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και τελικά να αποδεχτούμε ένα νέο,
πολυετές κι ακόμα πιο επώδυνο κι από αυτό. Τελικά το μαζικό ΟΧΙ δεν αφορούσε
ούτε τη λιτότητα, ούτε τον δανειακό πνιγμό αλλά την ίδια τη λογική και την
αξιοπιστία.
Η εσωτερική
θεωρία των παιγνίων προς την κοινωνία, που από την πρώτη στιγμή περιέγραφα
ως το πραγματικό πεδίο «διαπραγμάτευσης», εγκλώβισε τους πολίτες σε μια μάχη με
τους ανέμους που μόνο θετική κατάληξη δεν είχε, αφού προσάρμοσε τη ρητορική
στα «θέλω», αδιαφορώντας για τα «πρέπει». Μας έσπρωξε σε ένα κυνήγι
μαγισσών που δημιουργούσε μόνο ανώφελες αντιπαραθέσεις και σπάσιμο συμμαχιών.
Ανταλλάξαμε λίγα πρόσκαιρα ψήγματα συναισθηματικής ικανοποίησης με την
παρατεταμένη οικονομική καχεξία και τη διεθνή απομόνωση.
Οδηγούμαστε σε
μια συμφωνία απείρως χειρότερη των αρχικών δυνατοτήτων (θυμίζω ότι οι
πριν τις εκλογές απαιτήσεις των εταίρων ξεκίνησαν από 2,9 δισ. και
περιορίστηκαν 1,8 δισ.) αλλά έχουμε τόσο εθιστεί στην επαναστατική
συνθηματολογία που παριστάνουμε ότι θα πρόκειται για μια ανεπανάληπτη επιτυχία.
Οι κυβερνητικές αντιφάσεις μας έδεσαν στο άρμα της παρορμητικότητας και της
έπαρσης και μιας μικροπολιτικά win-win κατάστασης για το ΣΥΡΙΖΑ.
Αφού θα έχει εξαντλήσει
το διεκδικητικό απόθεμα, το νέο πρόγραμμα θα αποδοθεί σε όλους μας με μια
εθνοσωτήρια επίφαση που θα γίνει δεκτή με μια ανέκφραστη ανακούφιση ακόμα κι
από τους πολιτικούς αντιπάλους του. Ταυτόχρονα θα διατηρήσει και το πνεύμα της δήθεν
νίκης της ανυποχώρητης αίσθησης με μοναδικά όπλα τα προϋπάρχοντα εργαλεία
του αναπτυξιακού προγράμματος Γιούνκερ, της ποσοτικής χαλάρωσης Ντράγκι και
μιας προαποφασισμένης ρύθμισης για το χρέος.
Ήδη ο Τσίπρας
προσπάθησε με το συμβούλιο αρχηγών να καταστήσει συνένοχο όλο το πολιτικό
σύστημα ενώ την ίδια στιγμή συντηρεί με επικοινωνιακή αντεπίθεση μια εικόνα
διεκδικητικού και συγκρουσιακού ηγέτη. Αν επιβιώσει κοινοβουλευτικά, που είναι
και το πιθανότερο, θα έχει καταστήσει εαυτόν κυρίαρχο του παιχνιδιού με
την ελπίδα οι οικτρές συνέπειες της συμφωνίας του να διαπλεχθούν με τις θετικές
επιπτώσεις των προαναφερθέντων δράσεων και να παρουσιαστούν ως συνολική
διέξοδος για το ελληνικό πρόβλημα σε ένα κοινό που διψά για την παραπλάνηση.
Γι’ αυτό και η
αντιπολίτευση οφείλει να μην λειτουργήσει υπό το βάρος των συλλογικών
ενοχικών συνδρόμων για την εκλογική αποτυχία στο δημοψήφισμα και να μην
εκλάβει την αναμενόμενη αντανακλαστική αντίδραση της άρνησης στη λιτότητα ως
επιταγή συμπόρευσης με την κυβέρνηση και έμμεσης κάλυψης τόσο της εξάμηνης
καταστροφικής ασάφειας όσο και των τελικών αποτελεσμάτων της. Η πραγματική
πολιτική μάχη βρίσκεται ακριβώς στην, από εδώ και πέρα, υπεράσπιση οικονομικών
και κοινωνικών αρχών και αξιών που καταλύονται ολοκληρωτικά από τις εμμονές του
ΣΥΡΙΖΑ.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Του Αλέξανδρου Κριτσίκη,
Δικηγόρου, Υπ. ΔΝ
Πέντε χρόνια μετά την είσοδο της χώρας
στο Μνημόνιο βιώσαμε μία πρωτοφανή οικονομική κρίση, με μεγάλο τμήμα της
κοινωνίας να μένει άνεργο, ανασφάλιστο, να φτωχοποιείται και να εξαθλιώνεται.
Πολιτική αναταραχή επικράτησε, οι κυβερνήσεις αλλάζουν διαρκώς, τα Κοινωνικά
δικαιώματα και το κράτος πρόνοιας συρρικνώνεται, ενώ η ευρωπαϊκή πορεία
της χώρας ιδίως μετά το Δημοψήφισμα
διακινδύνευσε. Διχαστήκαμε σε Μνημονιακούς και Αντιμνημονιακούς,
αλληλοκατηγορηθήκαμε με βαρύτατους χαρακτηρισμούς (λ.χ «γερμανοτσολιάς»,
«προδότης»), με συνέπεια να απειλείται σοβαρά ακόμη και η κοινωνική συνοχή της
χώρας. Αναμφίβολα, βιώσαμε έναν εμφύλιο σπαραγμό ανάλογο του εμφυλίου πολέμου.
Η πολιτική ηγεσία, δυστυχώς, για λόγους λαϊκισμού και κομματικού συμφέροντος
ουκ ολίγες φορές προκάλεσε όξυνση του διχασμού. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο της χώρας κινδύνευσε, όταν πολιτικοί
απαξίωναν τους Ευρωπαίους εταίρους μας χαρακτηρίζοντας τους ως εκβιαστές,
τοκογλύφους κτλ. Με το πρόσφατο δε δημοψήφισμα οι Έλληνες διχάστηκαν βαθύτερα
σε Ευρωπαϊστές και Αντί-Ευρωπαϊστές.
Οφείλουμε να στείλουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον ολέθριο λαϊκισμό της Μεταπολίτευσης, να γίνουμε ρεαλιστές και με ομοψυχία να κάνουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ώστε να προσελκύσουμε παραγωγικές επενδύσεις, που θα αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Επιτέλους, οφείλουμε να ωριμάσουμε, και να συνειδητοποιήσουμε ότι το δίλημμα είναι ένα πλέον: «Ευρώ ή ολική καταστροφή». Το τέλος του Διχασμού είναι στο χέρι μας. Θα το πράξουμε για το συμφέρον της χώρας ή θα ανατινάξουμε αυτήν;;;