Δεν έχουν περάσει
και πολλά χρόνια από τότε που μπήκε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο η φράση «ότι
είναι νόμιμο δεν είναι και ηθικό» σηματοδοτώντας τον άρρηκτο δεσμό της
πολιτικής πρακτικής με τον ηθικό καθαγιασμό. Όσο κι αν ο πολιτικός στίβος
ενσωματώνει λειτουργικά ένα κομμάτι ανηθικότητας αυτό που αφορά τη συνειδητή
υπερβολή στην επικοινωνιακή διαχείριση των υποσχέσεων, που όλοι λίγο πολύ το
αποδεχόμαστε ως θεραπευτική αγωγή πρόσκαιρης ελπίδας, παραμένει ένα
μεγάλο πεδίο διαμάχης για τα όρια της ηθικής υπόστασης των πολιτικών αποφάσεων.
Επιτρέπεται ένας επαγγελματίας
με πολιτικές βλέψεις να συμμετέχει σε δουλειές που έχουν σχέση με το
δημόσιο; Συνάδει με το άμεμπτο κύρος ενός μέλους του κοινοβουλίου η
οικογενειακή ανάμειξη σε υποθέσεις που εμπλέκονται με κρατικές δραστηριότητες;
Που καθορίζεται η κόκκινη γραμμή που οριοθετεί την ταύτιση του θεωρητικά
απολύτως νόμιμου με την κοινωνικά επιβαλλόμενη ηθική αναγκαιότητα;
Αν η εκμετάλλευση
των φορολογικών παραδείσων ή η μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, τη στιγμή
που νουθετείς την κοινωνία για να στηρίξει την εγχώρια οικονομία, είναι ένα
παράπτωμα αξιοπιστίας και συνέπειας, το να παρέχεις τις υπηρεσίες σου με υψηλό
μάλιστα τίμημα σε όσους αντιπαρατίθενται με το ελληνικό δημόσιο την
στιγμή που προετοιμάζεσαι να αποκτήσεις κυβερνητικά αξιώματα αποτελεί
προσχεδιασμένο έγκλημα που ξεπερνά την απλή ηθική υποχρέωση.
Καταρχάς είναι
ύβρις προς μια δοκιμαζόμενη εργασιακά ομάδα συμπολιτών το να προσφέρεις την
καλοπληρωμένη επιστημονική σου βοήθεια με δόλωμα την αναμενόμενη πολιτική
ανέλιξη σου και την μελλοντική δυνατότητα να δημιουργήσεις ευνοϊκές
συνθήκες για τη δικαίωση των σημερινών πελατών σου. Όλο αυτό μετατρέπεται σε
ακόμα μεγαλύτερη ύβρη όταν συνοδεύεται και με την εμμονή να παριστάνεις ότι
ζήτημα προκύπτει μόνο εάν υπάρχουν σχετικές υποθέσεις αφού ανέλαβες το
υπουργείο λες και το αμέσως προηγούμενο οκτάμηνο (από τις ευρωεκλογές έως τις
εθνικές) η προσέλκυση πελατών δεν οφείλονταν στο υπονοούμενο της
κυβερνητικής αναμονής.
Η διαχρονική
υποκρισία και η μικροπολιτική αντίληψη που διαπερνά οριζόντια τους
ιδεολογικούς χρωματισμούς ξεπερνά κάθε ανοχή όταν ταυτίζεται με την αντίληψη
ότι οι παραιτήσεις των πολιτικών στελεχών δίδονται μόνο κάτω από την
ανυπέρβλητη μιντιακή πίεση κι όταν αρχίσει να μεγιστοποιείται το πολιτικό
κόστος εφόσον χάνεται η δυνατότητα διαχείρισης της κρίσης ή ακόμα χειρότερα
αφού προκύψουν αποχρώσεις ενδείξεις ποινικής ενοχής υποβαθμίζοντας την ηθική
διάσταση του ζητήματος σε επουσιώδες αγκαθάκι.
Ένα από τα
κυριότερα θεσμικά θέματα που διατάραξαν στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης την εμπιστοσύνη
ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία ήταν το ανεκπλήρωτο αίσθημα
δικαιοσύνης. Μια διαρκής αίσθηση απόκρυψης της αλήθειας, αποφυγής της ευθύνης,
που μπορεί να μην πάντοτε δικαιολογημένη αλλά χάραξε στη συνείδηση των πολιτών
μια βαθιά πληγή αμφιβολίας. Αλαζονικές συμπεριφορές, παλαιότερες αλλά
και πρόσφατες όπως του κ.Κατρούγκαλου, που εναποθέτουν στην νομικίστικη
επεξηγηματικότητα τις ελπίδες για την κάλυψη σκιών, βαθαίνουν παρά επουλώνουν
αυτό το ρήγμα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος