Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας,
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος, Σύμβουλος Επενδύσεων
Το πιο πρόσφατο κυβερνητικό μότο, αυτό που απολαμβάνει την μέγιστη επικοινωνιακή προβολή μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ακούει στον όρο “δίκαιη ανάπτυξη”. Σαν κάποιοι να μην αντέχουν καν στο άκουσμα της λέξης “ανάπτυξη” χωρίς στο μυαλό τους να συνδυάζεται με ιστορικές, υλιστικές μαρξιστικές θεωρίες και να μένει στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση επιχειρηματικής εκμετάλλευσης επί της εργατιάς.
Τι ακριβώς όμως υπονοεί αυτός ο ασαφής προσδιορισμός “δίκαιη”; Ποιες προϋποθέσεις και ποια όρια θέτει στις αναπτυξιακές δυνατότητες; Πως αναλύονται πρακτικά οι διαδικασίες, τα κίνητρα, οι νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις που στοιχειοθετούν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η οικονομική δραστηριότητα αποκτά έναν τέτοιο αέρα. Υπάρχει όντως επιβαλλόμενη δικαιοσύνη, τι προσφέρει αυτή (θετικά και αρνητικά) και ποιο είναι το κόστος για την απρόσκοπτη, δημιουργική λειτουργία;
Αν επικεντρωθείς στις πρωθυπουργικές εξαγγελίες γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, θα κατανοήσεις ότι αυτή η “δικαιοσύνη” αφορά δύο πεδία. Από την μια, την έκφραση μιας γενικής ευαισθησίας επί των εργασιακών όρων κι από την άλλη μια αφαιρετική θεωρητικοποίηση περί της συλλογικά προσανατολισμένης παραγωγικής διαδικασίας.
Αν ξεπεράσουμε την ανάγκη του Τσίπρα να θέσει ένα υποτιθέμενο νέο πεδίο δήθεν διαπραγματευτικής σύγκρουσης με τους εταίρους γύρω από τις αναμενόμενες αλλαγές σε μια σειρά από εργασιακά ζητήματα, αυτό που απομένει είναι μια κλασική ανέξοδη αριστερή εμμονή στην προάσπιση ανύπαρκτων κεκτημένων ακόμη κι όταν το επιχειρηματικό σύμπαν καταρρέει εκτινάσσοντας εκ των πραγμάτων την ανεργία και η κερδοφορία... της πλουτοκρατίας δεν υφίσταται πλέον για να μπορεί να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Η κυβερνητική εικόνα για τον παραγωγικό προσανατολισμό της χώρας και την στοχευμένη ενίσχυση των επενδύσεων απέχει πολύ από ένα μη κρατικοδίαιτο, μη συγκεντρωτικό μοντέλο που δεν αντιμετωπίζει φοβικά έως και εχθρικά την επιχειρηματικότητα. Σε κάθε σχετική φράση προσθέτουν αναχώματα με άσχετες και κούφιες αναφορές στο κοινωνικό κράτος που έμμεσα παραπέμπουν στις γνωστές συνταγές με ακριβά δανεικά.
Σε κάθε πρόταση τους κρύβουν ανασχετικές παρεμβολές για παραγωγή αξιοπρεπώς αμειβόμενων θέσεων λες κι αυτό, πέρα από το δίχτυ του κατώτατου μισθού, δεν καθορίζεται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού και τις ευρύτερες τάσεις της αγοράς αλλά, με κάποιο τρόπο, επιβάλλεται από τις... φιλόστοργες κρατικές διαθέσεις.
Όπως κι αν το χρωματίσουν, όσες περίτεχνες λέξεις κι αν χρησιμοποιήσουν, πάντα πίσω από τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ θα κρύβεται το φάντασμα του παρεμβατικού κρατισμού που δεν περιορίζεται στον εποπτικό ρόλο του ως εγγυητή της υγιούς ανταγωνιστικότητας αλλά προσθέτει πινελιές ιδεολογικής εμμονής. Τέτοιας και τόσης που στην πραγματικότητα περιορίζει, αγκυλώνει, αφυδατώνει την δροσιά της δημιουργικής πρωτοπορίας φέρνοντας επιχειρηματική αδικία και κοινωνική μιζέρια. Άλλωστε αυτές οι θεωρίες αποδείχτηκαν στην πράξη καλές μόνο στο να μοιράζουν δίκαια την φτώχεια.
Οικονομολόγος - Ψυχολόγος, Σύμβουλος Επενδύσεων
Το πιο πρόσφατο κυβερνητικό μότο, αυτό που απολαμβάνει την μέγιστη επικοινωνιακή προβολή μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ακούει στον όρο “δίκαιη ανάπτυξη”. Σαν κάποιοι να μην αντέχουν καν στο άκουσμα της λέξης “ανάπτυξη” χωρίς στο μυαλό τους να συνδυάζεται με ιστορικές, υλιστικές μαρξιστικές θεωρίες και να μένει στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση επιχειρηματικής εκμετάλλευσης επί της εργατιάς.
Τι ακριβώς όμως υπονοεί αυτός ο ασαφής προσδιορισμός “δίκαιη”; Ποιες προϋποθέσεις και ποια όρια θέτει στις αναπτυξιακές δυνατότητες; Πως αναλύονται πρακτικά οι διαδικασίες, τα κίνητρα, οι νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις που στοιχειοθετούν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η οικονομική δραστηριότητα αποκτά έναν τέτοιο αέρα. Υπάρχει όντως επιβαλλόμενη δικαιοσύνη, τι προσφέρει αυτή (θετικά και αρνητικά) και ποιο είναι το κόστος για την απρόσκοπτη, δημιουργική λειτουργία;
Αν επικεντρωθείς στις πρωθυπουργικές εξαγγελίες γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, θα κατανοήσεις ότι αυτή η “δικαιοσύνη” αφορά δύο πεδία. Από την μια, την έκφραση μιας γενικής ευαισθησίας επί των εργασιακών όρων κι από την άλλη μια αφαιρετική θεωρητικοποίηση περί της συλλογικά προσανατολισμένης παραγωγικής διαδικασίας.
Αν ξεπεράσουμε την ανάγκη του Τσίπρα να θέσει ένα υποτιθέμενο νέο πεδίο δήθεν διαπραγματευτικής σύγκρουσης με τους εταίρους γύρω από τις αναμενόμενες αλλαγές σε μια σειρά από εργασιακά ζητήματα, αυτό που απομένει είναι μια κλασική ανέξοδη αριστερή εμμονή στην προάσπιση ανύπαρκτων κεκτημένων ακόμη κι όταν το επιχειρηματικό σύμπαν καταρρέει εκτινάσσοντας εκ των πραγμάτων την ανεργία και η κερδοφορία... της πλουτοκρατίας δεν υφίσταται πλέον για να μπορεί να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Η κυβερνητική εικόνα για τον παραγωγικό προσανατολισμό της χώρας και την στοχευμένη ενίσχυση των επενδύσεων απέχει πολύ από ένα μη κρατικοδίαιτο, μη συγκεντρωτικό μοντέλο που δεν αντιμετωπίζει φοβικά έως και εχθρικά την επιχειρηματικότητα. Σε κάθε σχετική φράση προσθέτουν αναχώματα με άσχετες και κούφιες αναφορές στο κοινωνικό κράτος που έμμεσα παραπέμπουν στις γνωστές συνταγές με ακριβά δανεικά.
Σε κάθε πρόταση τους κρύβουν ανασχετικές παρεμβολές για παραγωγή αξιοπρεπώς αμειβόμενων θέσεων λες κι αυτό, πέρα από το δίχτυ του κατώτατου μισθού, δεν καθορίζεται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού και τις ευρύτερες τάσεις της αγοράς αλλά, με κάποιο τρόπο, επιβάλλεται από τις... φιλόστοργες κρατικές διαθέσεις.
Όπως κι αν το χρωματίσουν, όσες περίτεχνες λέξεις κι αν χρησιμοποιήσουν, πάντα πίσω από τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ θα κρύβεται το φάντασμα του παρεμβατικού κρατισμού που δεν περιορίζεται στον εποπτικό ρόλο του ως εγγυητή της υγιούς ανταγωνιστικότητας αλλά προσθέτει πινελιές ιδεολογικής εμμονής. Τέτοιας και τόσης που στην πραγματικότητα περιορίζει, αγκυλώνει, αφυδατώνει την δροσιά της δημιουργικής πρωτοπορίας φέρνοντας επιχειρηματική αδικία και κοινωνική μιζέρια. Άλλωστε αυτές οι θεωρίες αποδείχτηκαν στην πράξη καλές μόνο στο να μοιράζουν δίκαια την φτώχεια.