Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Ξεκινάμε από τα ευχάριστα. Συμμετοχή που ξεπερνά τις 400 χιλιάδες για μια εσωκομματική διαδικασία θα πρέπει να ικανοποιεί κάθε κεντροδεξιό και γενικότερα κάθε πολίτη που πιστεύει στην αναγκαιότητα των πλατιών δημοκρατικών διαδικασιών. Οι συγκρίσεις με το τσουνάμι του 2009 είναι άτοπες τόσο λόγω της γοητείας της πρώτης φοράς, όσο και λόγω των διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών συγκυριών. Εξαιρετικά ευχάριστο ήταν κι ότι η άψογη ολοκλήρωση της εκλογής επούλωσε ένα σημαντικό μέρος των πληγών του αρχικού φιάσκου. Πάμε όμως και στα πιο δύσκολα.
Το αποτέλεσμα απέδειξε ότι υπάρχουν διακριτά εκλογικά σώματα που συναποτελούν αυτή την παράταξη και μάλιστα με σχετικά διαχρονικά σταθερή επιρροή. Ένα 30% πιο παραδοσιακό δεξιό κοινό, ένα 30% πιο φιλελεύθερο κι ένα 40% πιο πιστό στις καραμανλικές καταβολές. Το πρώτο εμφανίστηκε με δυο υποψηφίους, ο καθένας με το δικό του προσανατολισμό και ρητορική, με φυσικό επακόλουθο την είσοδο στον δεύτερο γύρο αυτών που εκπροσωπούσαν τις δυο άλλες δεξαμενές.
Διαφαίνεται ο κίνδυνος ο 2ος γύρος να μετατραπεί, μέσα από λεκτικά ατοπήματα και εύκολες γενικεύσεις, σε μια ανύπαρκτη οικογενειοκρατική σύγκρουση. Αντί να αξιοποιηθούν οι είκοσι μέρες έως την 10 Ιανουαρίου για την προβολή συγκεκριμένων και πλήρως ανεπτυγμένων προτάσεων για την οργανωτική ανασυγκρότηση, την ανάδειξη και αξιοποίηση στελεχών από την πλατιά κοινωνική βάση της παράταξης και την αποσαφήνιση των προτάσεων στα κρίσιμα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα που απασχολούν τους πάντες, υπάρχει η πιθανότητα να αναλωθούν σε φυγομαχίες και ανούσιες αντεγκλήσεις.
Ακόμα και οι εκλογικές συμμαχίες όταν στηρίζονται σε μονοδιάστατα επιχειρήματα όπως μια ενδοκυβερνητική συνεργασία (έτσι κι αλλιώς επιτυχημένοι υπουργοί της διακυβέρνησης Σαμαρά υπάρχουν και στις δυο πλευρές) ή σε αναφορές για γενικές παραταξιακές αρχές του παρελθόντος, δεν κινητοποιούν αλλά αποτρέπουν την βάση από την συμμετοχή αυξάνοντας το ποσοστό της αποχής, αφήνοντας μάλιστα και μια αίσθηση πρόσκαιρης συναλλαγής ακόμα κι αν δεν είναι υπαρκτή.
Άλλωστε οι εποχές που οι κεντρικές εντολές καθόριζαν τις ατομικές συμπεριφορές έχουν ξεπεραστεί προ πολλού και οι ψηφοφόροι των εκτός 2ου γύρου διεκδικητών της αρχηγίας έχουν ετερογενή χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν την ομαδοποίηση τους. Τα κριτήρια επιλογής καθενός θα είναι πιο πολύπλοκα, πιο προσωπικά, για άλλον πιο ορθολογιστικά κι για άλλον πιο ιστορικά και συναισθηματικά.
Από τη μια αυτή η εκλογική ανομοιογένεια, όσων προτίμησαν τους αποκλεισθέντες υποψηφίους, που επιτείνει το ψυχολογικό και εκλογικό προβάδισμα του προπορευόμενου κι από την άλλη η ανέλπιστη, για πολλούς, δυναμική που συσπειρώνει πλέον αντιφατικά ηλικιακά και ιδεολογικά πεδία. Ανεξαρτήτως τελικής επιλογής η ΝΔ οφείλει να πείσει ότι διαθέτει ένα σύγχρονο οργανωτικό πλάνο για το κόμμα και ένα παραγωγικό σχέδιο για τη χώρα που ξεπερνά τα μνημονιακά όρια και ανακτά μια οραματική εθνική προοπτική, ανάλογη του μεταπολιτευτικού “στοιχήματος” του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που μόνο με δημιουργική σύνθεση απόψεων μπορεί να προκύψει.