Διεκδίκηση, μαχητικότητα, δυναμισμός, έννοιες συνυφασμένες με την προσπάθεια διατήρησης των κοιννωικών ισορροπιών ανάμεσα σε αντιφατικές ανάγκες και απαιτήσεις αλλά κι ένα χρήσιμο εργαλείο πίεσης προς το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο για την προφύλαξη και διεύρυνση δικαιωμάτων, για τη συντήρηση και ανάπτυξη συνθηκών ευημερίας. Όταν όμως αυτή η έμφυτη μορφή «επιθετικότητας» μετατρέπεται σε «τυφλή» καταστροφική οργή, μηδενιστικής λογικής, ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα; Ποιος απότερος στόχος επιτυγχάνεται, πέρα από την πρόσκαιρη «συναισθηματική εκτόνωση» που μπορεί να δίνει στο σύστημα και τα απαραίτητα επιχειρήματα για τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης;
Ο τρόπος με τον οποίο το συνδικαλιστικό κατεστημένο, διαχρονικά τοποθετημένο πολιτικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, διαχειρίζεται τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις στο εργασιακό και ασφαλιστικό πεδίο, αποκάλυψε αυτό που έτσι κι αλλιώς ήταν πρόδηλο από την έως τώρα λειτουργία του. Ότι δηλαδή η όποια δράση τους για τα δικαιώματα των εργαζομένων προσέκρουε σε δυο κομβικούς «υφάλους». Από τη μια τη συντήρηση του κρατικοδίαιτου συστήματος εξουσίας που δαιμονοποιεί την επιχειρηματικότητα, αποποιούμενο των δικών του ευθυνών, κι από την άλλη την προώθηση των προσωπικών διαδρομών των επικεφαλής των συνδικαλιστικών παρατάξεων που σχεδόν νομοτελειακά οδηγούσε στην κατάληψη βουλευτικών ή ακόμα και υπουργικών θώκων.
Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά οι ΔΕΚΟ, ως μέσο τακτοποίησης ημετέρων σε υψηλόμισθες θέσεις. Ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, που διέθεταν και αγαστές σχέσεις με το συνδικαλιστικό κατεστημένο, αυτών των υπηρεσιών, δεν φείδονταν προσλήψεων επίλεκτων στελεχών του ευρύτερου κομματικού μηχανισμού με παχυλές αποδοχές που ελάχιστα ανταποκρίνονταν στα αντικειμενικά προσόντα, την εμπειρία και την προσδοκώμενη προσφορά τους. Είναι αναπότρεπτο λοιπόν, να έρχεται σήμερα, υπό την πίεση της Τρόικας, σε ευθεία σύγκρουση με κομμάτι του πολιτικού DNA του, προχωρώντας συχνά σε αντιφατικές ρυθμίσεις που ίσως αποδεχτούν και αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
Ανταποκρινόμενος στα κοινωνικά κελεύσματα για ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας ο Αντώνης Σαμαράς πήρε την πρωτοβουλία να επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα του χαρακτηρισμού της επόμενης βουλής ως «Αναθεωρητικής», ώστε να προωθηθούν μερικές, απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, συνταγματικές μετατροπές. Μετά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, τον περασμένο Μάιο, η κυβέρνηση αδιαφόρησε πλήρως για το ζήτημα, περιοριζόμενη σε γενικόλογες αναφορές για καταπολέμηση της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, χωρίς όμως καμιά πρακτική κίνηση. Από τότε, είχαμε εγκαίρως καταθέσει κάποιες βασικές προτάσεις "Οι θεσμοί στη Νέα Μεταπολίτευση" και την επομένη των αυτοδιοικητικών εκλογών είχαμε επισημάνει την ανάγκη ανόδου του θέματος στην ιεράρχηση των πολιτικών προτεραιοτήτων (επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε και τα αίτια της πρωτοφανούς αποχής) “Το ρυάκι που μπορεί να γίνει ορμητικό ποτάμι”.