Πριν καλά, καλά
μπούμε σε προεκλογικό κλίμα οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι υπαρκτές
διαφοροποιήσεις σε επιμέρους δείκτες με κυριότερο τη διαφορά ανάμεσα στα
δυο προπορευόμενα κόμματα (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) που αποκλιμακώνεται με αρκετά ταχείς
ρυθμούς τον τελευταίο μήνα, συνεχίζουν να βελτιώνονται αισθητά για τη ΝΔ. Όλες
οι μετρήσεις της κοινής γνώμης αφήνουν αυτή τη στιγμή ορισμένες ανοιχτές
εκκρεμότητες που είναι δεδομένο ότι ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθούν θα
κρίνει και το τελικό αποτέλεσμα.
Πέρα από τα
τυπικά απόλυτα μεγέθη της εκλογικής επιρροής τα σημαντικότερα ποιοτικά
στοιχεία όπου επικεντρώνεται η προσοχή όσων θέλουν να βγάλουν αξιοποιήσιμα
συμπεράσματα για την πολιτική και επικοινωνιακή στρατηγική είναι οι μετατοπίσεις
ψηφοφόρων, η σύσταση των αναποφάσιστων και οι προτεραιότητες τους για
την τελική επιλογή, η αξιολόγηση των ηγετών και τα ειδικά χαρακτηριστικά τους
που προσελκύουν τους πολίτες.
Όσον αφορά το
πρώτο στοιχείο η μέχρι πριν λίγο καιρό αποτύπωση έδειχνε για το ΣΥΡΙΖΑ ήδη
υψηλότατη συσπείρωση, ισχυρή απορρόφηση ποσοστών από τη ΔΗΜ.ΑΡ, το ΠΑΣΟΚ
και τους ΑΝ.ΕΛ. και ενός σημαντικού μέρους της ΝΔ που άγγιζε το 10% (περίπου 3%
του εκλογικού σώματος), ενώ η ΝΔ από την πλευρά της παρέμενε καθηλωμένη σε πολύ
χαμηλή συσπείρωση με σχεδόν μηδαμινές εισδοχές από άλλους χώρους.
Όσο προχωρούσε η διαδικασία
εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και μετά την αποτυχημένη ολοκλήρωση
της. τα φοβικά σύνδρομα και η ανασφάλεια που προκάλεσαν οι συνεχιζόμενες
αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά τώρα που κάθε εξαγγελία του μετριέται ως εν
δυνάμει άμεση κυβερνητική δράση, λειτούργησαν λυτρωτικά για τη βάση της ΝΔ και
επανέφεραν τη συσπείρωση σε πιο λογικά επίπεδα και περιόρισαν σημαντικά
(σχεδόν στο μισό) τη διαρροή προς το ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα
αυξήθηκαν οι εισροές της από άλλους χώρους, κυρίως ΑΝ.ΕΛ. και Χ.Α. εξισορροπώντας
πλήρως τη δυναμική που είχε αναπτύξει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το ακροατήριο και
σχεδόν εξαλείφθηκαν όλες οι άλλες διαρροές προς μικρότερα κόμματα. Αστάθμητος
παράγοντας είναι και ένα άλλο περίπου 3% πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που δήλωναν
έτοιμοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ και τώρα μετακινούνται προς τους αναποφάσιστους
αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο προσχώρησης στο νέο κόμμα Παπανδρέου.
Παραμένει όμως το
μεγάλο ερώτημα της κατανομής αυτών των αναποφάσιστων και της ανίχνευσης
των προθέσεων τους. Το αρχικό δεδομένο είναι ότι προέρχονται σε πολύ μεγαλύτερο
βαθμό από τη ΝΔ από ότι από το ΣΥΡΙΖΑ (περίπου ένα 3% που αν επαναπατριζόταν
σχεδόν στο σύνολο του θα αρκούσε για να μηδενίσει ουσιαστικά τη διαφορά!).
Επίσης τα δημογραφικά στοιχεία τους αναφέρονται κυρίως σε νεαρότερες γενιές με
μεταρρυθμιστική αντίληψη αλλά και σχετική απέχθεια για το πολιτικό σύστημα.
Είναι λοιπόν
απολύτως λογικό να συμπεράνει κανείς ότι η τελική απόφαση τους θα κριθεί με
βάση την αξιοπιστία των προτάσεων για το μέλλον της χώρας (κι όχι τόσο
από το φόβο των επιπτώσεων της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ) και ότι η αντίδραση τους
στους υπάρχοντες πολιτικούς θα μπορούσε να ξεπεραστεί με τον εμπλουτισμό των
ψηφοδελτίων με υποψηφίους που δεν αντιπροσωπεύουν το στενό κομματικό κύκλο
και διαθέτουν εχέγγυα ικανότητας, επιτυχίας και έκφρασης του καινούριου και
άφθαρτου.
Αν όλα αυτά
συνδυαστούν με την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του Σαμαρά έναντι του Τσίπρα
σε μια σειρά από παράγοντες αξιολόγησης της κυβερνησιμότητας είναι στο χέρι της
ΝΔ να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει τη μεγάλη ανατροπή αντιλαμβανόμενη πλήρως
τα δεδομένα και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που μπορούν να προσελκύσουν
κοινά που αντιμετωπίζουν με αμφισβήτηση τους πολιτικούς και αναζητούν διέξοδο,
τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε προτάσεις, από τη στείρα αντιπαράθεση
μνημονίου – αντιμνημονίου που πλέον μετατρέπεται σε ιστορική και όχι
πρακτική συζήτηση.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
Προκηρύχθηκαν
λοιπόν οι πρόωρες εκλογές που με τόση επίταση επιθυμούσε η αντιπολίτευση παρερμηνεύοντας
το πνεύμα του συντάγματος που καλούσε σε συνεννόηση πάνω σε ένα ευρέως
αποδεκτό πρόσωπο για το ύπατο αξίωμα κι όχι στην ανατροπή μιας κυβέρνησης που
διαθέτει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κάθε βουλευτής λοιπόν ανέλαβε τις
ευθύνες τους που θα τις κουβαλούν ως βαρίδι αλλά και καθρέφτη μέσα στον
οποίο θα αντικατοπτρίζονται όλα τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν με τη δική τους
επιλογή. Ποιος είναι όμως τελικά ο κερδισμένος από αυτή την εξέλιξη;
Σίγουρα όχι η
χώρα, που βρισκόταν στα πρόθυρα της οριστικής ολοκλήρωσης της συμφωνίας με την
τρόικα για την μετάβαση στη μεταμνημονιακή εποχή και μια νέα
ανακουφιστική ρύθμιση του χρέους που τώρα κινδυνεύουμε να μετατραπεί σε μια
τυφλή αντιπαράθεση με ανυπολόγιστες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Οι
ξεκάθαρες θέσεις όλων των διεθνών παραγόντων και η πανικόβλητη αντίδραση των
αγορών (κατάρρευση του χρηματιστηρίου, πάγωμα επενδύσεων, εκτόξευση των
επιτοκίων δανεισμού που μας αποκλείει από τις αγορές για το επόμενο διάστημα)
μας προϊδεάζουν για το σκηνικό που θα προκύψει στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ
αναλάβει να προχωρήσει σε μια σύγκρουση χωρίς να έχει ενημερώσει την κοινωνία
για το εναλλακτικό σχέδιο του σε περίπτωση αποτυχίας.
Σίγουρα όχι οι
πολίτες, που είναι πολύ πιθανό να βρεθούν αντιμέτωποι με καταστάσεις που
αδυνατούν ακόμα να αποδειχτούν γιατί πολλοί έχουν πεισθεί ότι δεν υπάρχουν μεγαλύτερες
αντιξοότητες και πληγές από αυτές που έχει ήδη βιώσει. Μακάρι να μην έρθει
η στιγμή που θα αναγκαστούμε να αναλογιστούμε ότι το αίμα και τα δάκρυα, για τα
οποία μας ειδοποιούσε ο Βαρουφάκης εξυμνώντας το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν
τίποτα άλλο παρά μια οριστική ταφόπλακα στην σταθερότητα και την ισορροπία
που φάνηκε να ανακτάται το τελευταίο διάστημα.
Σίγουρα όχι τα
μικρότερα κόμματα (η αριστερά της «ανευθυνότητας και η δεξιά της
συνωμοσιολογίας) που νομίζουν ότι η επιβίωση τους περνάει από την καιροσκοπική
πρόσδεση τους στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι μεν, κυριολεκτικά ανύπαρκτοι
εκλογικά, ακόμα κι αν απορροφηθούν από το ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένο ότι μετά
δυσκολίας θα εκλέξουν έστω και ένα βουλευτή αφού το κύμα των αδηφάγων Συριζαίων
και των αμετανόητων Πασόκων που διαγκωνίζονται για μια θέση στα ψηφοδέλτια
θα τους παρασύρει στα βράχια.
Οι δε,
προσβλέπουν σε μια κυβερνητική συνεργασία, όταν είναι αβέβαιη η παρουσία
τους στην επόμενη βουλή και είναι δεδομένο ότι δεν θα αποτελέσουν την πρώτη
επιλογή μετεκλογικής σύμπλευσης για το ΣΥΡΙΖΑ που θα εξαντλήσει κάθε
περιθώριο για εφεδρείες στήριξης από τα πιο αριστερά του (Ποτάμι, νέο
κόμμα Παπανδρέου ακόμα και το ΠΑΣΟΚ!).
Μήπως η πιο
ικανοποιημένη από την εκλογική αναταραχή είναι η τρόικα που σε περίπτωση μη
ομαλής εξέλιξης θα κατορθώσει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Θα
χρησιμοποιήσει την απομόνωση της Ελλάδας ως απευκταίο παράδειγμα προς
σημαντικότερες Ευρωπαϊκές δυνάμεις και θα σύρει το ΣΥΡΙΖΑ σε μια ακόμα
σκληρότερη συμφωνία αφού εν τω μεταξύ ο εκτροχιασμός του προϋπολογισμού και ο
δραστικός περιορισμός της προβλεπόμενης ανάπτυξης θα απαιτούν επιπλέον
δημοσιονομικά μέτρα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος