Από το ευτράπελο
στο δραματικό. Από το τραγελαφικό στο υπερεπείγον. Από το ασαφές στο πιο
συγκεκριμένο (;). Ο κατατρεγμένος Γιάνης (λέγε με Ρούσβελτ) που εκτός από το ν
της νηφαλιότητας απώλεσε και το σ της σοβαρότητας και τα μετέτρεψε με
δημιουργική ασάφεια στο ν του ναρκισσισμού και το σ του στρουθοκαμηλισμού.
Ο διαπραγματευτής Ευκλείδης που φορτώνεται με το βάρος της ταχύτατης εύρεσης
ενός θεωρήματος που δεν θα γκρεμίζεται κάτω από το βάρος της υποτείνουσας ενώ
θα επιτυγχάνει εκθετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Όταν ο
παραλληλισμός με κορυφαίες ιστορικές προσωπικότητες αποτελεί το έσχατο
καταφύγιο της έπαρσης δεν μπορεί παρά να μετατρέπεται στη σταγόνα που
ξεχειλίζει το ποτήρι της πολιτικής ανοχής. Η ασάφεια δεν διεύρυνε δημιουργικά
το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως στένεψε απελπιστικά το περιθώριο
επικοινωνίας ειδικά επειδή χρησιμοποιήθηκε με ισχυρές δόσεις ειρωνικής
επιβολής και υποτίμησης των συνομιλητών.
Ο Ρούσβελτ
εκφώνησε πριν 8 δεκαετίες έναν λόγο καταπέλτη κατά των πολεμοχαρών της εποχής
του και όσων αντιδρούσαν στο New Deal που σχεδίασε. Μόνο που ο Αμερικανός Πρόεδρος
διέθετε δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία, το ευρύτερο οικονομικό
περιβάλλον κινούνταν μέσα σε ένα κλειστό μοντέλο μακριά από το σημερινό
παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, οι αποφάσεις του ήταν απλές κυβερνητικές
επιλογές όχι η κατάληξη των αντιθέσεων των διευρυμένων δυσλειτουργικών σχημάτων
ενός κοινού νομίσματος.
Ο Βαρουφάκης, συνεπής
στον κυβερνητικό μικρομεγαλισμό, ταυτίζει ένα διαφορετικό πρόβλημα, σε μια
ιστορική περίοδο άλλων πολιτικών και οικονομικών χαρακτηριστικών από τις
σημερινές και τοποθετεί τον εαυτό του σε κοινή θέση με τον ηγέτη μιας
υπερδύναμης που είχε τη δυνατότητα να εκτελέσει το πρόγραμμα του με βάση την
λαϊκή εντολή. Ολοκλήρωσε την εικόνα του κατατρεγμένου, «αποκαλύπτοντας» ότι
υπέγραψε μια συμφωνία στην οποία του υποσχέθηκαν προφορικά ενισχυμένη
τραπεζική ρευστότητα ενώ στο επίσημο κείμενο διευκρινίζεται πλήρως ότι οι
όποιες οικονομικές διευκολύνσεις συνδυάζονται με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης
του ελληνικού προγράμματος.
Η «επαναστατική»
περηφάνια λύγισε. Ο «έντιμος» συμβιβασμός ξεκίνησε από τον παραγκωνισμό του
Γιάνη. Η συνεννόηση με τους εταίρους πέρασε μέσα από την επιβολή κυβερνητικών
αλλαγών. Ο ρητορικά και διανοητικά ευφάνταστος Βαρουφάκης, παραχωρεί τα
διαπραγματευτικά σκήπτρα σε κάποιον λιγότερο προκλητικά οξυδερκή και εξόφθαλμα,
περίτεχνα συγκρουσιακό.
Ο Τσακαλώτος
υποτίθεται ότι εκπροσωπεί μια πιο συμβατή, με τις Ευρωπαϊκές απαιτήσεις,
πολιτική παρουσία επειδή δεν διαθέτει το θηριώδες ταμπεραμέντο του Βαρουφάκη.
Διακατέχεται όμως από γνήσιες μαρξιστικές ιδέες, δεν απορρίπτει ακραίες
επιλογές ούτε φυσικά έρχεται να υπηρετήσει διαφορετικές προτεραιότητες.
Βέβαια η τελική
συμφωνία θα κριθεί σε υψηλότατο πολιτικό επίπεδο και αυτό που μοιάζει να αρκεί
προς το παρόν είναι η επικοινωνιακή αποφόρτιση. Μήπως όμως έχει φτάσει
κι αυτή σε τέτοιο επίπεδο ώστε να επηρεάζει καταλυτικά και τα όρια ενός χρονικά
πιεστικού τελικού αποτελέσματος;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Ο σαδομαζοχισμός
και η απόλαυση που κάποιοι αποκομίζουν από αυτόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί κι
ως μια άναρθρη προσπάθεια αυτοτιμωρίας. Ειδικά στην πολιτική οι αναφορές
σε υπομονετικούς υπερασπιστές ενός ιδεολογήματος που δηλώνουν διατεθειμένοι να
υποστούν κάθε οδυνηρή συνέπεια στο όνομα του «Ευαγγελίου» θα είχε μια
ενδιαφέρουσα ρομαντική διάσταση αν δεν υπέκρυπτε ότι οι επιπτώσεις κάθε
απόφασης αφορούν κυρίως τις ζωές των πολλών και πολύ λιγότερο αυτές των εξουσιαστών.
Την ίδια στιγμή
που παριστάνουν τους ηρωικά ανεκτικούς στον μαρτυρικό πόνο για το όνομα
της «αποκαλυπτικής» αλήθειας βιάζονται να κρυφτούν πίσω από την λαϊκή συναίνεση
που συνήθως υποκλέπτουν με ισχυρές δόσεις συναισθηματικού εξαναγκασμού και μελλοντικής
παραδεισολογίας που καθαγιάζει κάθε πρόσκαιρη κακουχία. Η αξιοπρέπεια του
πόνου αλείφεται με επαρκείς δόσεις δογματισμού και ο ρεαλισμός
εξοστρακίζεται ως νοσηρό μικρόβιο «επιζήμιας» αναμόχλευσης της ορθολογικής
αφύπνισης.
Η κυβέρνηση, μετά
από ασίγαστες περιπλανήσεις σε πιθανές εναλλακτικές επιλογές, στην περίπτωση παροδικής
ή οριστικής ρήξης με τους εταίρους, κατέληξε σε μια ολίγον σαδομαζοχιστική
προσέγγιση που ποντάρει στον πιθανό πόνο που θα προκληθεί και στους άλλους από
τη δική σου δεδομένη θυσία. Το Plan B της τελευταίας στιγμής έχει να κάνει αποκλειστικά
με την ιώβεια υπομονή που θα πρέπει να υποδείξουμε στις κακουχίες όσο,
υποτίθεται, θα γενικεύονται οι αντίστοιχες πληγές στα σώματα και των τιμωρών
μας.
Όσο
αποτελεσματική θα φάνταζε μια τέτοια παράτολμη επιλογή στις αρχές του 2010, με
τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες τρομοκρατημένες από την έκθεση τους
στα ελληνικά ομόλογα, άλλο τόσο ανεδαφική μοιάζει η αναμονή μιας ευρωπαϊκής
κατάρρευσης στις σημερινές συνθήκες. Οι αγορές έχουν λίγο, πολύ
προεξοφλήσει ένα Grexit οπότε οι όποιες αναταραχές θα είναι
πρόσκαιρες και ελεγχόμενες. Το χρέος μας είναι πλέον κυρίως διακρατικό άρα και
απαιτητό με πλειάδα τρόπων ανεξαρτήτως προθέσεων μονομερής διαγραφής
του.
Η ΕΚΤ αξιοποιεί
την ποσοτική χαλάρωση για να εκμηδενίσει το κόστος δανεισμού των
περισσότερων μελών της Ευρωζώνης οπότε μια μικρή αύξηση τους δεν θα φέρει
σοβαρές επιπτώσεις σε κανέναν. Το υποτιμημένο ευρώ ενισχύει τον
εξαγωνικό προσανατολισμό της Ε.Ε. και η παγκόσμια οικονομία όσο κι αν
ταρακουνηθεί από την αποδοχή ότι τα κοινά νομίσματα δεν είναι άτρωτα δεν
πρόκειται να καταρρεύσει κάτω από την περιθωριοποίηση της Ελλάδας.
Ίσως πιο ισχυρό
θα μπορούσε να αποδειχτεί το γεωστρατηγικό χαρτί αλλά κατορθώσαμε κι
αυτό να το εντάξουμε στη συνολική σαδομαζοχιστική αντίληψη. Αντί να κάνουμε
κατανοητά τα αμοιβαία πλεονεκτήματα και να δώσουμε υποσχέσεις για την ενίσχυση
της υπάρχουσας συμμαχικής θέσης μας, προτιμήσαμε μια εχθρική αντιμετώπιση
συνδυάζοντας την ανυπακοή με την αναζήτηση νέων ετεροβαρών και ασύνδετων
μεταξύ τους συμμαχιών.
Η αρχική ασάφεια
που διέπονταν από τη λογική του «δεν βαριέσαι, θα δούμε τι θα γίνει»,
αντικαταστάθηκε από την σαφή αλλά ανυπολόγιστα πιο μαζοχιστική στάση «θα
πονέσουμε αλλά θα πονέσουν κι άλλοι». Ο ηδονισμός του πόνου όσο υπαρκτό
κεφάλαιο κι αν αποτελεί στην ερωτική φιλολογία άλλο τόσο ανύπαρκτη τεχνική
είναι στο πολιτικό παιχνίδι. Εκτός αν κάποιοι θέλουν ηθελημένα να μπλέξουν τα
δυο πεδία!
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Είτε χρεοκοπήσεις
με ηρωικό παρορμητισμό, είτε συμβιβαστείς με τον Ευρωπαϊκό καταναγκασμό,
το εκπαιδευτικό μοντέλο που ως χώρα θα επιλέξεις να προωθήσεις θα προσδιορίσει
το αξιακό μονοπάτι στο οποίο θα κινηθείς τα επόμενα χρόνια. Οι
εκπαιδευτικές επιλογές θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος, την ισχύ και τη
μονιμότητα της θεσμικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Τα πρώτα
δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης δίνουν την εντύπωση ενός εντυπωσιακού
πισωγυρίσματος, μιας ιδεολογικής νοσταλγίας που επιχειρεί να επαναφέρει τις βασικές
εκπαιδευτικές αρχές στο «επαναστατικό» 1982…
Το 1982
σηματοδοτούσε το ξετύλιγμα μιας καταπιεσμένης «προοδευτικότητας» και
συνδυάστηκε με έναν εκπαιδευτικό νόμο που μετέτρεπε το Πανεπιστήμιο σε οχυρό
ιδεοληπτικών μειοψηφιών, ορμητήριο αντιεξουσιαστών, έρμαιο μπαχαλάκηδων. Η
κοινωνική ανοχή, ακόμα και η γενικευμένη συμπάθεια προς μια νεολαία – δυναμικό
αμφισβητία, μετέτρεψε το άσυλο σε εκκολαπτήριο ανομίας και τρομοκρατικών
σχεδιασμών. Ο συντεχνιασμός, φοιτητικός και καθηγητικός, καταδυνάστευε κάθε
δημιουργική πρωτοβουλία.
Τι κι αν εκείνη
την περίοδο οι φιλελεύθερες ιδέες κέρδιζαν σιγά, σιγά την φοιτητική πλειοψηφία;
Το διοικητικό σύστημα, όπως αυτό είχε δομηθεί από τον τότε εκπαιδευτικό
νόμο, και το φοιτητικό κατεστημένο που έλεγχαν τις λειτουργικές δομές επέβαλαν
επί δεκαετίες το αξιακό τους πλαίσιο και δημιουργούσαν τις συνθήκες για την
ανυπαρξία κάθε ουσιαστικού εκσυγχρονισμού σε όλα τα επίπεδα (διοικητικά,
μαθησιακά, ερευνητικά).
Χρειάστηκαν
τριάντα χρόνια και μια πρωτοφανώς διευρυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία
για να επιτευχθούν θεμελιώδη ρήγματα σε μια απρόσβλητη φιλοσοφία από τις
συνήθεις κυβερνητικές πλειοψηφίες. Το άσυλο επανήλθε στην εξυπηρέτηση του
αρχικού του σκοπού, η εκλογή των Πρυτανικών αρχών αποσυνδέθηκε από τη
συνδικαλιστική διαπλοκή διδασκόντων – διδασκόμενων, η διοίκηση μεταφέρθηκε σε πιο
επαρκή γνωστικά συμβούλια, απαλείφθηκε η παγκόσμια πρωτοτυπία της
αιωνιότητας της ιδιότητας του φοιτητή.
Δυστυχώς στην
κρίσιμη χρονική καμπή, που τίθεται επιτακτικά το ερώτημα της συνέχισης της
Ευρωπαϊκής μας παρουσίας, βρέθηκε στα ηνία του υπ. Παιδείας ένας ακραιφνής
εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του 1982. Δίχως να χάσει χρόνο επανέφερε όλες
τις ρυθμίσεις που είχαν καταργηθεί, αναβιώνοντας ένα περιβάλλον συμβατό με την αντι-αριστεία
που εξαρχής μας έδειξε ότι πρεσβεύει.
Επιπρόσθετα
εκδήλωσε την πρόθεση να καταργήσει τα αγγλόφωνα τμήματα των ΑΕΙ. Ποιος
έχει ανάγκη, σε μια ανταγωνιστική, παγκοσμιοποιημένη κατάσταση να εκμεταλλευτεί
τα πλεονεκτήματα του και να προσελκύσει τον μέγιστο αριθμό φοιτητών από το
εξωτερικό; Εμείς δεν θα γίνουμε δέσμιοι της αγγλοσαξονικής εκπαιδευτικής
εμπορευματοποίησης, ούτε θα προσαρμόσουμε τα προγράμματα μας στις σύγχρονες
απαιτήσεις! Άλλωστε για αυτό δεν προτιμούμε να σπρώχνουμε στην μετανάστευση
προς Δυσμάς χιλιάδες φοιτητές μας αντί να παραδεχτούμε την προσφορά της
ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;
Η νέα εποχή
που όλοι προσδοκούμε για αυτή τη χώρα δεν πρόκειται να προκύψει από ένα σύστημα
Παιδείας που αναπαράγει ότι πιο πεπαλαιωμένο, πιο αναχρονιστικό, πιο
αντιδραστικό. Η αχαλίνωτη ελευθεριότητα, η μαθησιακή χαλαρότητα, η
διοικητική κομματοκρατία μόνο ως στοιχεία ρήξης με το σαθρό παρελθόν, που
έχτισε το τείχος της κρίσης που τώρα γκρεμίζεται απειλώντας να μας συνθλίψει,
δεν μπορεί να εκληφθεί. Ποια γενικότερη ελπίδα αναζητούμε με την Παιδεία
να οδεύει πίσω στο 1982;
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος