Όσο κι αν κάποιοι στρουθοκαμηλίζουν, προσποιούμενοι ότι δεν αντιλαμβάνονται τις εξελίξεις, είναι γεγονός ότι είμαστε πολύ κοντά στην επίτευξη ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων. Το κωμικό της υπόθεσης είναι ότι αυτοί που αρνούνται την ύπαρξη τους, τα χρησιμοποιούν ως θεωρητικό εργαλείο ενίσχυσης της «επαναστατικής» διαπραγματευτικής γραμμής τους και άρνησης της άτεγκτης στάσης της τρόικας ως προς τον επισταμένο έλεγχο των δημοσιονομικών μας στοιχείων, τον οποίο οι ίδιοι «επαναστάτες» σκιαγραφούν με τα μελανότερα χρώματα.
Η προσέγγιση αυτού του σημαντικού στόχου δεν χρησιμοποιείται ως μέσο εξιδανίκευσης των περιορισμών των μνημονιακών θεωριών. Αποδείχτηκαν στην πράξη όσα εξαρχής περιγράφαμε για την αδυναμία ισόρροπης εσωτερικής υποτίμησης λόγω εγγενών προβλημάτων στην καθετοποίηση της παραγωγής, για την αναμενόμενη έκρηξη σε ύφεση και ανεργία από τη στιγμή που η μεταφορά πόρων από τον εύπλαστα «πήλινο» τομέα των υπηρεσιών στην πραγματική παραγωγή έγινε όχι με σταδιακό αλλά με βίαιο τρόπο, τέτοιον που άφηνε έναν μεγάλο χρονικό κενό ανάμεσα στην καταστροφή του παλιού και τη δημιουργία του νέου.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και την διαχρονική απέχθεια του πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, σε κάθε δομική αλλαγή και μεταρρύθμιση, με διαρκή επωδό τη διατήρηση κάθε ρουσφετολογικού κεκτημένου, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί το τίμημα της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν δυσανάλογο μεγάλο.
Το ποτήρι όμως είναι πλέον μισογεμάτο για όσους δεν θέλουν να μένουν μόνο στη θεωρητική συζήτηση για τις αρχικές λάθος εκτιμήσεις. Κάτι οι εξαιρετικές φετινές επιδόσεις του τουρισμού και των εξαγωγών, κάτι η επιπλέον συγκράτηση μέρους της κρατικής σπατάλης, ο βασικός στόχος επιτυγχάνεται ανοίγοντας το δρόμο, όχι μόνο για δραστικές παρεμβάσεις στον τρόπο αποπληρωμής τους χρέους, με άμεσα επιπρόσθετα δημοσιονομικά οφέλη από τον περιορισμό και την μετακύλιση τόκων και χρεολυσίων αλλά και για στοχευμένες δράσεις εξομάλυνσης κοινωνικών αδικιών.
Με τις φετινές δημοσιονομικές επιδόσεις να ξεπερνούν τα αναμενόμενα και τις Ευρωπαϊκές προθέσεις για κινήσεις τόσο όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους αλλά και τη στήριξη της απασχόλησης, δεν είναι υπεραισιόδοξο να περιμένουμε επιβεβαίωση των προβλέψεων για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος τα επόμενα χρόνια. Αν λοιπόν αθροίσει κάποιος τα ποσά που προκύπτουν ως πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια θα καταλήξει σε ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα.
Σε περίπτωση που αυτή η κυβέρνηση περάσει το σκόπελο των προεδρικών εκλογών στις αρχές του 2015 και εξαντλήσει την τετραετία, τα συσσωρευμένα πλεονάσματα που θα είναι διαθέσιμα ως κοινωνικό μέρισμα θα ξεπερνούν τις εισοδηματικές περικοπές που επέβαλε με την ανάληψη της εξουσίας, κάτω από την πίεση της προηγούμενης κυβερνητικής αναξιοπιστίας που δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αποδοχή περισσότερων εναλλακτικών προτάσεων από την τρόικα. Οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί φθάνουν αθροιστικά τα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2016, στο 8% με πολλές πιθανότητες να αγγίξουν και το 10%.
Αναφερόμαστε λοιπόν σε ένα ποσό που θα κινείται από τα 15 έως τα 19 δις ευρώ, με τα διαθέσιμα στο κράτος χρήματα για επιλεκτική εισοδηματική ενίσχυση, στήριξη της απασχόλησης, δημόσιες επενδύσεις, περιορισμό φόρων, να κυμαίνονται γύρω στα 10 – 13 δις ευρώ.
Κρίσιμος θα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων για τη διαχείριση αυτών των πόρων. Θα είναι δύσκολη εξίσωση η ισορροπία ανάμεσα στην άμεση ανακούφιση ευπαθών κοινωνικών ομάδων που είναι δεδομένο ότι θα κατευθυνθούν στην κατανάλωση (ελπίζοντας φυσικά σε βελτίωση του καταναλωτικού προτύπου που δεν θα διευρύνει με τους ίδιους ρυθμούς το εμπορικό έλλειμμα) και την στροφή σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες με άμεσο αντίκτυπο στη μείωση της ανεργίας. Μακάρι όμως να ήταν όλα τα διλήμματα τόσο δημιουργικά.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος