Είναι αναγκαίο σε αυτή τη χώρα η συλλογική συνειδητοποίηση να έρχεται μέσα από την πιο ακραία τραγικότητα και το πέπλο των μύθων να μουσκεύει με αίμα; Η ανάκτηση του ρεαλισμού και της λογικής, Ιφιγένειες στο βωμό ενός εθνικού διπολικού συνδρόμου, έχουν ως προαπαιτούμενο την ανθρωποθυσία; Καμιά ανάλυση πάνω στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής δεν πρόκειται να δώσει πλήρως πειστικές απαντήσεις για την εξέλιξη του, αν δεν επικεντρωθεί σε στοιχεία του ψυχισμού μας που όσο τα αποκρύπτουμε, τόσο τα γιγαντώνουμε.
Συνήθως οι εξηγήσεις για την αύξηση της επιρροής της Χρυσής Αυγής παραπέμπουν στην οικονομική κρίση και την ανεργία, την οργή για το υπάρχον πολιτικό σκηνικό, τις συνέπειες της λαθρομετανάστευσης και της αύξησης της εγκληματικότητας. Παραπλεύρως γίνονται αναφορές και στη διαχρονική κοινωνική ανοχή απέναντι στη βία (ακόμα και η τρομοκρατία εισέπραξε μια αρχική συμπάθεια!) αλλά και στο χαλαρό θεσμικό πλαίσιο που δεν έθετε πιο σαφή όρια προστασίας του δημοκρατικού κεκτημένου.
Καθένα από αυτά τα επιχειρήματα όντως περιλαμβάνει κι ένα μέρος της αλήθειας. Παραβλέπουν όμως ότι σχεδόν μέχρι τα τέλη του 2011 η Χρυσή Αυγή ήταν δημοσκοπικά ανύπαρκτη. Οι επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης ήταν εμφανείς πολύ νωρίτερα κι η λαθρομετανάστευση ήταν ένα προϋπάρχον πρόβλημα. Το εκρηκτικό μίγμα που της έδωσε την απρόσμενη ώθηση μοιάζει να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην πλατεία της αγανάκτησης του καλοκαιριού του 2011 και στην πλήρη απασφάλιση του εθνικού διπολικού συνδρόμου.
Η δυναμική της πλατείας που ξεκίνησε ως μιμητισμός ανάλογων Ισπανικών πρωτοβουλιών δεν μπόρεσε τελικά να εκπληρώσει ούτε καν τον αρχικό σκοπό της, την απολύτως θεμιτή αυθόρμητη και ακηδεμόνευτη έκφραση της πίεσης μιας κοινωνίας που βίωνε απότομες έως και δραματικές αλλαγές στον τρόπο διαβίωσης. Χάθηκε κάπου ανάμεσα στις αντιφάσεις των πιο προβεβλημένων (και συνήθως πιο ακραίων εκφραστών της) που ενδεδυμένοι με την ένταση της μαζικότητας δεν επέτρεπαν την άρθρωση ρεαλιστικών προτάσεων και μετατρέπονταν σε κύρια έκφραση του κινήματος (η συναισθηματική φόρτιση αναζητούσε το μέγιστο όριο εκτόνωσης) εθίζοντας πλατειά στρώματα στην εύκολη επιχειρηματολογία.
Νέοι αστέρες, αυτοδίδακτοι οικονομολόγοι και συνταγματολόγοι, προέβαλαν και οι ένθεν κακείθεν «επαναστάτες» (με περικεφαλαίες ή κόκκινα πλακάτ) δεν μπορούσαν να αρκεστούν στην τήρηση των υπογραφών του κράτους και τη σταδιακή διαπραγμάτευση για πιο αναπτυξιακές πολιτικές (άλλωστε η ΝΔ δεν ξεπέρασε ποτέ το 32% στις τότε δημοσκοπήσεις). Χρειάζονταν δραστικές λύσεις που όσο πιο ακραίες ήταν τόσο περισσότερο θα ικανοποιούσαν το θυμικό, ακόμα κι αν ενδόμυχα γνώριζαν ότι θα οδηγούσαν σε απείρως μεγαλύτερο χάος.
Η πολιτική κριτική και η αντιπρόταση συμπαρασύρθηκε γρήγορα από το μηδενισμό, τον αντικοινοβουλευτισμό, την τάση για αυτοδικία απέναντι σε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα αλλά και σε όποιον διατύπωνε πιο μετριοπαθείς και πραγματιστικές θέσεις. Η θεμιτή προσωπική οργή έγινε εύπλαστο υλικό στα χέρια όσων οραματίζονταν την κατάλυση της δημοκρατίας. Η ισχυρή κοινωνική θέληση για ριζικές θεσμικές αλλαγές σχεδόν ταυτίστηκε με μια ασαφή ανατροπή με ακόμα πιο ασαφές ακραίο τιμωρητικό πλαίσιο και ανύπαρκτες δομικές προτάσεις.
Το διπολικό σύνδρομο του εξωστρεφούς «Μεγ.Αλέξανδρου» και του εσωστρεφούς «Ξανθόπολου» αφού έχασε την πρότερη έκφραση του (εγωιστική επίπλαστη ευμάρεια - προστασία του κράτους), οδηγήθηκε σε νέα μονοπάτια (ανέξοδος πολιτικός τσαμπουκάς – πλήρης μετάθεση ευθυνών). Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί αυτό το σκεπτικό μετατόπισε σημαντική μερίδα της κοινωνίας προς τη Χρυσή Αυγή. Όσο πιο έντονο είναι το πλαίσιο εκδήλωσης ενός συνδρόμου τόσο πιο πολύ θα αναπτύσσεται προς τις πιο ακραίες εκφάνσεις του. Αν συνδυαστεί και με λίγη καπήλευση πατριωτικών αξιών, πολιτισμικής κληρονομιάς και εθνικών συμβόλων τότε μπορεί ακόμα και να παριστάνουμε ότι λησμονούμε το δεδηλωμένο ναζιστικό παρελθόν ορισμένων.
Αν σε κάτι ευθύνεται το πολιτικό σύστημα είναι ότι δεν υπήρξε απόλυτα συνεπές στην επιβολή της νομιμότητας προς όλες τις πλευρές, δεν προώθησε ταχύτατα θεσμικές παρεμβάσεις περαιτέρω εκδημοκρατισμού και κοινωνικής διαδραστικότητας σε κοινοβουλευτικό και κομματικό επίπεδο, δεν ήταν πιο γενναίο στην ανανέωση σε δομές και πρόσωπα σηματοδοτώντας τη μετάβαση στη Νέα Μεταπολίτευση και άφησε θολά και αδιευκρίνιστα σημεία για το παραγωγικό όραμα της επόμενης μέρας.
Ο Σαμαράς έκανε μια πολύ σημαντική αναφορά μιλώντας σε νέους του Ευρωπαϊκού Νότου, προτρέποντας τους στο σπάσιμο της αδράνειας. Ούτε η στατικότητα της μυθοπλασίας και του εσωτερικής καύσης τσαμπουκά, ούτε η στασιμότητα ενός κλειστοφοβικού πολιτικού συστήματος ανοίγουν δρόμους δημιουργίας. Όσο εκκωφαντικά πρέπει να καταρρίπτονται τα υποστυλώματα του συλλογικού διπολικού μας συνδρόμου, άλλο τόσο έντονα θα πρέπει να δημιουργούνται και οι συνθήκες για τον επανακαθορισμό του πολιτικού γίγνεσθαι.
Ο πρωθυπουργός μας ξαναθύμισε με αυτή του την παρέμβαση τους λόγους της ανατροπής στην εσωκομματική εκλογή του 2009. Το παράθυρο συμμετοχικότητας που άνοιξε η προσφυγή στη βάση ήταν το ρήγμα στην αδράνεια που έδωσε στον απλό πολίτη τη δυνατότητα να γκρεμίσει τη λειτουργία του συστήματος. Με τον ίδιο τρόπο η διαχρονική αδράνεια κομμάτων και θεσμών δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την εκπεφρασμένη θέληση της κοινωνίας, αν δεν υπάρξει κι ένα νέο παράθυρο διάχυσης της εξουσίας, ενδυνάμωσης της αξιοκρατικής παρεμβατικότητας.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος