Δεν υπήρξα ποτέ
ένθερμος υποστηρικτής της χρήσης επιλεκτικών στιγμιότυπων της καθημερινής
δράσης των πολιτικών προσώπων, από αυτά τα αρκούντως γραφικά που κατά
καιρούς συμβαίνουν σε όλους μας, για να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την
διοικητική επάρκεια τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το τηλεοπτικό σκηνικό με τον
Φλαμπουράρη και το κλειστό καλαμάκι του φρέντο θα μπορούσε να εκληφθεί
ως ένα ευχάριστο, ευτράπελο γεγονός αν δεν ερχόταν ως ένας ακόμα κρίκος σε μια
ατελείωτη σειρά συμβάντων για να επιβεβαιώσει, για πολλοστή φορά, την χαλαρότητα
διαχείρισης ως θεωρητικό θέσφατο.
Από την πρώτη
στιγμή ανάληψης της εξουσίας, η κυβερνητική λογική «θα δούμε...» δεν ήταν μόνο
ένα εργαλείο διαπραγματευτικής αντίστασης στηριγμένο στο δημοσιονομικό
πλεόνασμα και τα ταμειακά διαθέσιμα αλλά μια εκτενέστατη αντίληψη απώθησης των
δύσκολων αποφάσεων στο αχανές μέλλον λες και με έναν μαγικό τρόπο θα
κατόρθωναν να εξαλειφθούν όλοι οι παράγοντες που εξαρχής δεν επέτρεπαν την
τροπή των εξελίξεων με βάση τις δικές μας επιθυμίες.
Από την δημιουργική
ασάφεια του Βαρουφάκη που φτάνει μέχρι τις παραλίες της Αίγινας και την
μονοδιάστατη ερμηνεία της συμφωνίας «γέφυρας» που μετά την μεταφράζουμε ως
Ευρωπαϊκό εκβιασμό έως την χρηματοδοτική στρατηγική του «βλέποντας και
κάνοντας» και την επάνοδο σε υφεσιακό περιβάλλον με νέα αύξηση ανεργίας, η
κυβέρνηση επέλεξε την χρονοτριβή, την καθυστέρηση, την αναβολή κάθε
δύσκολης απόφασης με πρόσχημα την «επαναστατική» ανελαστικότητα της ουτοπικής
περηφάνιας.
Η αναβλητικότητα
περιορίζεται σε οτιδήποτε αγγίζει τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής
ακριβώς επειδή το αρχικό πλάνο στηρίζονταν πρωτίστως στην εσωτερική
επικοινωνιακή διαχείριση προσπαθώντας να μεγιστοποιήσει τα οφέλη της πλατιάς συναισθηματικής
κοινωνικής εγρήγορσης. Εξαντλήθηκαν τα διαπραγματευτικά όρια χωρίς απτά
θετικά αποτελέσματα για να δημιουργηθεί ένα απόθεμα συγκρουσιακής ανοχής
από τους πολίτες τέτοιο που να επιτρέπει την ευκολότερη και ηρωικότερη αποδοχή
μιας σκληρής τελικής συμφωνίας.
Σε όλη την υπόλοιπη
θεματολογία (ασφάλεια, δικαιοσύνη, παιδεία, δημόσια διοίκηση) διοχετεύθηκε
η καταπιεσμένη ιδεολογική δυναμική παρασύροντας κάθε υπόνοια εκσυγχρονιστικής
παρέμβασης των τελευταίων δεκαετιών. Ο στόχος προφανής. Να καλυφθεί το κενό
«επαναστατικής» κουλτούρας στον χώρο της οικονομικής πολιτικής με
ακραιφνείς ιδεοληψίες επί όλων των άλλων ζητημάτων.
Κάπου εκεί
μπλέχτηκε η εκπαιδευτική εμμονή στα ‘80ς με τις εθνεγερτικές φιέστες των ‘60ς
και η δικαιοσύνη της ανομίας και της τρομοκρατίας με τις ρουσφετολογικές
κρατικές δομές και τον νεποτισμό. Το κλειστό καλαμάκι του φρέντο και η
άνεση με την οποία ο υπουργός δεν αναβάλει τη ρουφηξιά δροσιάς ούτε για χάρη
των τηλεοπτικών παραθύρων δεν αποτελεί πλέον ένα τυχαίο χιουμοριστικό διάλειμμα
αλλά παίρνει θέση συμβολικής παρέμβασης και λάβαρου απαξιωτικής νοοτροπίας.
Δημοκρατία της μπουρμπουλήθρας!
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Του Αλέξανδρου Κριτσίκη, Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ
Πολιτικά κόμματα και ρόλος τους στη σύγχρονη δημοκρατία.
Η εξέλιξη της σύγχρονης δημοκρατίας, είναι γεγονός, πως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την γένεση και εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων. Πολλοί ισχυρίζονται μάλιστα, πως η σύγχρονη δημοκρατία παρά τις επιμέρους θεσμικές διευθετήσεις, είναι «κομματική δημοκρατία»1. Ο εκδημοκρατισμός του νομικού μορφώματος το οποίο αποκαλείται Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως μετά από τη συμφωνία του Μάαστριχτ, έχει σε μεγάλο βαθμό στηριχθεί στη συγκρότηση και την προοπτική ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού συστήματος κομμάτων. Το γεγονός αυτό άλλωστε ενισχύεται από τη διάταξη 138Α της Συνθήκης του Μάαστριχτ στην οποία αναφέρεται, ότι «Τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την ολοκλήρωση στο πλαίσιο της Ένωσης. Συμβάλλουν στη δημιουργία ευρωπαϊκής συνείδησης και στην έκφραση της πολιτικής βούλησης των πολιτών της Ένωσης»
Η ύπαρξη λοιπόν των κομμάτων και ειδικότερα η γέννηση τους και η εξέλιξη τους είναι απαραίτητη προκειμένου να πραγματωθεί η πολιτική ελευθερία στα πλαίσια των αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με το συνταγματικό μάλιστα δίκαιο να χαρακτηρίζεται κατά τον καθηγητή Μαυριά ως το δίκαιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Περαιτέρω ο καθηγητής Κ. Χρυσόγονος συσχετίζει το πολίτευμα της δημοκρατίας με τα κόμματα και τον ρόλο αυτών μέσα σε αυτό υποστηρίζοντας πως δημοκρατία είναι το πολίτευμα εκείνο το οποίο ενώνει τα άτομα σε ομάδες, ήτοι τα πολιτικά κόμματα, τα οποία διαθέτουν υποδομή, οργάνωση, ιδεολογικό στίγμα και εκφράζουν πλουραλισμό ιδεών και συμφερόντων, ενώ το καθένα έχει ως αποστολή τη διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος, μίας πρότασης για την άσκηση εξουσίας. Στο ίδιο πλαίσιο ο ως άνω υποστηρίζει, πως τα πολιτικά κόμματα επιτελούν έναν στοιχειώδη ρόλο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, καθώς συνιστούν τον αναγκαίο διαμεσολαβητή μεταξύ κοινωνίας και κράτους. Διαπιστώνει μάλιστα πως είναι αδιανόητη η διενέργεια βουλευτικών εκλογών χωρίς αυτά. Το γεγονός ότι είναι αδιανόητη η διενέργεια βουλευτικών εκλογών χωρίς αυτά έχει ωθήσει πολλούς σήμερα να υποστηρίζουν, ότι το σύγχρονο κομματικό κράτος αποτελεί μια εκλογικευμένη μορφή εμφάνισης της άμεσης δημοκρατίας στο εξαπλωμένο γεωγραφικά κράτος της εποχής μας.
Κατά τον καθηγητή Μ. Σπουρδαλάκη αυτά συνιστούν θεσμούς με διττή φύση, αφού από τη μία μεριά είναι παράγοντες πολιτικής εκπροσώπησης, ενώ από την άλλη αποτελούν θεσμούς ελέγχου της εξουσίας. Στα κόμματα διακρίνονται τρία επίπεδα δράσης: α) το κόμμα στην εξουσία, β) το κόμμα στο κοινωνικό πεδίο με τα μέλη, τους ψηφοφόρους και τις οργανώσεις κινητοποίησης και γ) το κόμμα ως οργανωμένη παρουσία στους κοινωνικούς θεσμούς. Μια διάκριση πάλι ως προς τα κόμματα μπορεί να γίνει μεταξύ: α) κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία, β) κομμάτων (εξουσίας), που βρίσκονται στην αντιπολίτευση και ευελπιστούν ότι σύντομα θα ανέλθουν στην εξουσία και γ) μικρότερων κομμάτων, που δεν μετέχου νάμεσα στην άσκηση και διαχείριση της εξουσίας, αλλά την επηρεάζουν με έμμεσο κυρίως τρόπο.
Συμπεραίνεται λοιπόν πως τα κόμματα δεν είναι τίποτε άλλο από οργανώσεις οι οποίες σύμφωνα με τη γνώμη πολλών συνταγματολόγων δρουν ως ανεξάρτητοι μεσίτες ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και το κράτος, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να εκφραστεί ο λαός, ήτοι η λαϊκή ετυμηγορία, ή οποία είναι το θεμέλιο του πολιτεύματος κατά το Σύνταγμα μας. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν θα πρέπει να ταυτίσουμε τα κόμματα με το κράτος και να θεωρήσουμε αυτά ως μια μορφή πολιτειακών οργάνων. Κατά τον καθηγητή Κ. Χρυσόγονο η διαμεσολαβητική μεταξύ κοινωνίας και κράτους λειτουργία οφείλει κατά το Σύνταγμα να επιτελείται με αφετηρία την κοινωνία και προορισμό το κράτος, δηλαδή το κόμμα οφείλει να συνιστά μηχανισμό πολιτικής χειραφέτησης και όχι χειραγώγησης. Η δε Νομολογία ακολουθεί την γνώμη της θεωρίας ως προς αυτήν την κρίση. Ενδεικτική είναι η απόφαση του ΣτΕ όπου δια της 1282/1992 απόφασης του1 έκρινε, πως ούτε «από το άρθρο 29 Συντ. ούτε από καμία άλλη διάταξη του Συντάγματος μπορεί να συναχθεί, ότι στα πολιτικά κόμματα επιφυλάσσεται αρμοδιότητα πολιτειακού οργάνου όπως η αρμοδιότητα που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στο εκλογικό σώμα», καθώς και η απόφαση του ΣτΕ 944/1999 (ΤοΣ 1999 σ.614 επ.11) δια της οποίας αποφαίνεται ότι «Τα κόμματα είναι πολιτικές οργανώσεις σαφώς διακεκριμένες του κράτους και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι εκφράζουν τη βούληση αυτού.» Η εν λόγω βέβαια απόφαση προχωρεί ένα βήμα πάρα πέρα καθώς αποφαίνεται ότι «…Κατά ταύτα τα πολιτικά κόμματα δεν δύνανται να υποδεικνύουν μέλη συλλογικών διοικητικών οργάνων του κράτους…», μια κρίση για την οποία έχει γίνει πολλή συζήτηση στις μέρες μας τόσο από πολιτικούς, κομματικούς παράγοντες, δημοσιογράφους κ.α.
Υπό τα γερμανικά αυτήν τη φορά δεδομένα τα κόμματα δεν ανήκουν πάντως στα ανώτατα κρατικά όργανα. Αντίθετα, είναι ελεύθερα σχηματισμένες ομάδες με ρίζες στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, που καλούνται να συμβάλουν στο σχηματισμό της πολιτικής βούλησης του λαού και να επιδράσουν στο επίπεδο της θεσμοποιημένης υπόστασης του κράτους, για το λόγο ότι τα ίδια δεν ανήκουν στο επίπεδο αυτό1. Η ταύτιση ενός κόμματος με κρατικό όργανο αρμόζει μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως πχ το άρθρο 6 του σοβιετικού Συντάγματος του 1977, το οποίο ανακήρυσσε το Κουμμουνιστικό Κόμμα σε πυρήνα του πολιτικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Προσδιορίζοντας ετυμολογικά τώρα τη λέξη "πολιτικό κόμμα" θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως πολιτικό κόμμα «κάθε συλλογικότητα η οποία εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα ή συμφέροντα κάποιας κοινωνικής ομάδας, έχει πρόγραμμα βασισμένο στην ικανοποίηση των συμφερόντων της κοινωνικής τάξης ή/και της κοινωνικής ομάδας στην οποία αναφέρεται, δρα με πολιτική τακτική και στρατηγική και σαν στόχο έχει την εφαρμογή του προγράμματος του, δια μέσω άσκησης της κεντρικής εξουσίας».
Στο ίδιο πλαίσιο κατά τον καθηγητή και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ε. Βενιζέλο η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας προϋποθέτει την πολιτική οργάνωση του εκλογικού σώματος, ο δε δημοκρατικός μάλιστα χαρακτήρας του πολιτεύματος είναι συνυφασμένος με την ύπαρξη και δράση των πολιτικών κομμάτων, ήτοι τον λεγόμενο πολυκομματισμό. Το κόμμα μάλιστα προέκυψε κατά αυτόν στην κοινοβουλευτική και εκλογική πρακτική ως αναγκαία συνέπεια του αντιπροσωπευτικού συστήματος αποκτώντας τη σημερινή του μορφή μετά την κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας. Υποστηρίζει μάλιστα, πως η έννομη τάξη αντιμετώπισε καταρχήν το κόμμα ως παράνομο και εχθρικό φαινόμενο, που αποτελούσε αντικείμενο μάλλον του ποινικού παρά του συνταγματικού δικαίου, στη συνέχεια το αντιμετώπισε απλώς «ύποπτο», αλλά πάντως αναγκαίο και πολύ αργότερα αναγκάστηκε να το αποδεχτεί και να το ρυθμίσει στο επίπεδο της κοινής εκλογικής νομοθεσίας και του κανονισμού της Βουλής, γιατί ούτε οι εκλογικές διαδικασίες, ούτε η λειτουργία του κοινοβουλίου μπορούσαν να οργανωθούν χωρίς να ληφθεί υπόψη ως βασική μονάδα πολιτικής οργάνωσης το κόμμα.
Συμπεραίνουμε εκ των ως άνω, ότι σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπως αυτή, που ισχύει σήμερα στη χώρα μας, τα πολιτικά κόμματα, τα οποία όπως αναφέρθηκε είναι κοινωνικοί οργανισμοί διαφορετικοί από το κράτος, επιτελούν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία των πολιτειακών θεσμών εκφράζοντας πάνω από όλα την λαϊκή ετυμηγορία, δηλ τη βούληση του κυρίαρχου λαού.
Το δικαιώμα ίδρυσης κομμάτων και συμμετοχής σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία.
Κατά το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. ά του Συντάγματος : «Οι Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.». Δυνάμει αυτής της συνταγματικής διάταξης κατοχυρώνεται το δικαίωμα ελεύθερης ίδρυσης πολιτικών κομμάτων και ελεύθερης συμμετοχής σε αυτά και έχει ως υποκείμενο τον κάθε Έλληνα πολίτη που έχει το εκλογικό δικαίωμα. Ως προς τη φύση του δε είναι πολιτικό δικαίωμα, δηλαδή δικαίωμα ενεργητικής συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας (status activus) 17. Κατά τον Ε. Βενιζέλο το πολιτικό αυτό δικαίωμα αφενός εξειδικεύει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος στην οποία διασφαλίζεται το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής, ενώ εμμέσως θεωρείται ως προϋπόθεση ουσιαστικής και αποτελεσματικής άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Αυτό συνάγεται και από το εδάφιο β της παρ. 1 του άρθρου 29 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο׃ «πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν(προφανώς επειδή δεν συμπλήρωσαν το όριο της εκλογικής ηλικίας) μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων.» Το Σύνταγμα λοιπόν από τη μια μεριά αναγνωρίζει και τυποποιεί τις κομματικές νεολαίες, από την άλλη αποσυνδέει τη λειτουργία και την άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής στα πολιτικά κόμματα από την απλή και τυπική άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Περαιτέρω στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται υπό την αρνητική της όψη η ελευθερία της μη συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα.
Μεγάλη συζήτηση στη θεωρία έχει προκαλέσει το γεγονός ότι εφόσον το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος με το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, αν ωστόσο αυτά δεσμεύονται να τηρούν εσωκομματική δημοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι ο συντακτικός νομοθέτης αποφεύγει όσο γίνεται περισσότερο τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εμφάνιση, την οργάνωση και τη λειτουργία των κομμάτων, αποφεύγοντας κάθε επέμβαση στην ελευθερία τους και γι’ αυτό δεν υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη νόμου για τη ρύθμιση της εσωκομματικής οργάνωσης και λειτουργίας.
Αντικείμενο λοιπόν αυτού του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δεν είναι απλώς η αποχή του κράτους από επεμβάσεις, όπως συμβαίνει με τα ατομικά-αμυντικά δικαιώματα στα πλαίσια μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης σφαίρας δικαιωμάτων, αλλά η διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής του πολίτη στο σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης. Καθίσταται προφανές ότι δια του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα ο πολίτης έχει έμμεσα τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις κρίσιμες διαδικασίες ανάδειξης άμεσων κρατικών οργάνων (βουλή- κυβέρνηση) και κατά συνέπεια να συμμετάσχει στη χάραξη της πολιτικής του κράτους και άσκησης εξουσίας. Τα κόμματα λοιπόν επιτελούν λειτουργία διαμεσολαβητική μεταξύ κοινωνίας και κράτους, καθώς και μεταξύ διαφορετικών κρατικών οργάνων, όπως είναι το εκλογικό σώμα και η Βουλή, προκειμένου δε να επιτύχουν τον ρόλο τους αυτό απολαμβάνουν κρατικών χρηματοδοτήσεων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 29 του Συντάγματος. Ενδεικτικά αναφέρω, πως το Σύνταγμα αναθέτει ρητά στα κόμματα καθοριστικό ρόλο για το σχηματισμό της κυβέρνησης (άρθρα 37 παρ. 2-3), ενώ ρυθμίζει και εσωκομματικά ζητήματα για την περίπτωση που κάποιο κόμμα δεν είναι σε θέση να αναλάβει τις σχετικές ευθύνες του λόγω προβλήματος ηγεσίας (άρθρα 37 παρ.4 και 38 παρ. 2).
Ο ρόλος των κομμάτων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία κατοχυρώνεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως τα άρθρα 68 παρ. 3 (σύνθεση επιτροπών και τμημάτων Βουλής ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων) και 73 παρ. 4 (ειδικά διαδικαστικά δικαιώματα για τους αρχηγούς ή εκπροσώπους των κομμάτων). Γενικότερα δεν νοούνται σήμερα καν βουλευτικές εκλογές χωρίς κόμματα.
Να σημειωθεί δε ότι το σημερινό άρθρο 29 είχε συμπεριληφθεί αρχικά στο άρθρο 12 του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος, δηλαδή στις διατάξεις σχετικά με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (αμέσως μετά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο οποίο αναφερόταν το άρθρο 11 του σχεδίου) και τελικά μεταφέρθηκε όχι τυχαία στο τρίτο μέρος του Συντάγματος (Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας) και ειδικότερα στο Α Τμήμα (Σύναξη της Πολιτείας) με τη σημερινή αρίθμηση.
Το δικαίωμα λοιπόν κατά το άρθρο 29 παρ.1 του Συντάγματος ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα κατοχυρώνει θεσμικά αυτά με το να τα αναγάγει κατά τον καθηγητή Χρυσόγονο σε «συνταγματικό θεσμό». Όπως ήδη σημειώθηκε τα πολιτικά κόμματα διαμεσολαβούν και εκφράζουν τη θέληση του λαού, ενώ συγχρόνως συμμετέχουν στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Η θεσμική αυτή λειτουργία των κομμάτων υπηρετεί εξ’ ορισμού την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο το Σύνταγμα δεν περιέχει ορισμό του πολιτικού κόμματος, ούτε επιβάλλει συνταγματικούς περιορισμούς ή δικαστικά ελεγχόμενους σκοπούς στα πολιτικά κόμματα, ενώ δεν υιοθετεί τη δυνατότητα της δικαστικής απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, η οποία απασχόλησε τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 29 στο πλαίσιο της Ε Αναθεωρητικής Βουλής, ερχόμενο σε αντίθεση προς το γερμανικό πρότυπο, που αναθέτει τη σχετική αρμοδιότητα στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Οι λόγοι που προφανώς αυτό συμβαίνει είναι κατά τον Ε. Βενιζέλο κυρίως ιστορικοί και αναφέρονται στο γεγονός, ότι η ελληνική νομοθεσία και η ελληνική ιστορική εμπειρία έχουν να επιδείξουν μια μακροχρόνια εχθρότητα απέναντι στο φαινόμενο του πολιτικού κόμματος με αποκορύφωμα τη μετεμφυλιακή απαγόρευση του Κ.Κ.Ε, η οποία μόλις το 1974 ήρθη κατόπιν πρωτοβουλίας του Κων. Καραμανλή με την πτώση της δικτατορίας του 1967-1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει σε αντίθεση με άλλα συνταγματικά κείμενα δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η συνταγματική δημοκρατία θα ερχόταν σε αντίθεση με το ιστορικό, πολιτικό και φιλοσοφικό νόημα της ίδιας της δημοκρατικής ιδεολογίας, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία σκέψης και έκφρασης των «αντιφρονούντων»28, αλλά και τη δυνατότητα εναλλαγής των πολιτικών δυνάμεων. Άλλωστε κατά τον καθ. Αντ. Μανιτάκη στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες τα Συντάγματα έχουν αναλάβει την αποστολή να θέτουν και να εγγυώνται τους όρους της δυνατότητας κοινής συμβίωσης και όχι όπως παλιά την πραγματοποίηση ενός προκαθορισμένου σχεδίου πολιτικής συμβίωσης, που ήταν επιδίωξη και στόχος της εκάστοτε κυρίαρχης πολιτικής δύναμης, ενώ ακόμη και στην περίπτωση που αντανακλούν την πολιτική ιδεολογία της κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, όπως ακριβώς συνέβη με το Σύνταγμα του 1975 και την αναθεώρηση του το 1986, τα Συντάγματα στην πράξη εξασφαλίζουν την ειρηνική συνύπαρξη μέσα στην κοινωνία ανταγωνιστικών δυνάμεων, συμφερόντων και ιδεών.
Ας δούμε στο σημείο αυτό τη στάση της νομολογίας απέναντι στο δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, που συμφωνεί με τη θεωρία όπως αναπτύχθηκε ως άνω. Ενδεικτικά αναφέρω την υπ’ αρ. 590/2009 απόφασης του ΑΠ (δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ), όπου στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρονται μεταξύ άλλων «…Περαιτέρω, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος "Έλληνες πολίτες, που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και δράση τους οφείλει και εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος". Από την πιο πάνω διάταξη, στην οποία τελικά δεν περιλήφθηκε η υπάρχουσα στο αρχικό σχέδιο του Συντάγματος πρόβλεψη για την έκδοση νόμου ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων, διαφαίνεται η πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία τους. Αυτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους … Για τους ίδιους λόγους, αποκλείεται αναμφίβολα η εφαρμογή στα πολιτικά κόμματα του άρθρου 12 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος και του άρθρου 105 του Αστικού Κώδικα για τη δικαστική διάλυση σωματείων κλπ. και επομένως είναι ανεπίτρεπτη η αναγκαστική διάλυση και με νόμο ή δικαστική απόφαση πολιτικού κόμματος. Από τις πιο πάνω όμως διατάξεις δεν αποκλείεται να διαλύεται ένα κόμμα πολιτικό εκούσια με απόφαση του αρμόδιου καταστατικού οργάνου του, το οποίο θα ορίσει και τις αναγκαίες διαδικασίες "εκκαθάρισης"…» Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και άλλες αποφάσεις στη Νομολογία όπως η 1535/2009 του ΣτΕ, η 4656/1999 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η 131/1988 ΜΠρΛαρ, δια των οποίων προκύπτει, πως στα ελληνικά δικαστήρια επικρατεί η άποψη, ότι τα κόμματα αν και δεν έχουν νομική προσωπικότητα, λογίζονται ως φορείς πολιτικής δραστηριότητας, κρίνοντας μάλιστα η νομολογία πως πρόκειται για ιδιόμορφα νομικά πρόσωπα.
Συμπεραίνουμε, ότι η Γ Ελληνική Δημοκρατία είναι κομματική δημοκρατία, διότι τα κόμματα απέτρεψαν άλλες μορφές κοινωνικής εκπροσώπησης και επιτελούσαν την καθοριστική λειτουργία κοινωνικής ενσωμάτωσης, η οποία δεν είναι πια η βία των κατασταλτικών μηχανισμών της προ του 74 περιόδου, αλλά η πελατειακή διανομή προνομίων (για την οποία ευελπιστώ γίνει εκτενής αναφορά σε άλλο άρθρο μου).
Όλες οι παραπομπές του κειμένου παρατίθενται στον ακόλουθο σύνδεσμο:
http://www.constitutionalism.gr/site/wp-content/uploads/2015/05/Kritsikis_politika-kommata.pdf
Πολιτικά κόμματα και ρόλος τους στη σύγχρονη δημοκρατία.
Η εξέλιξη της σύγχρονης δημοκρατίας, είναι γεγονός, πως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την γένεση και εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων. Πολλοί ισχυρίζονται μάλιστα, πως η σύγχρονη δημοκρατία παρά τις επιμέρους θεσμικές διευθετήσεις, είναι «κομματική δημοκρατία»1. Ο εκδημοκρατισμός του νομικού μορφώματος το οποίο αποκαλείται Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως μετά από τη συμφωνία του Μάαστριχτ, έχει σε μεγάλο βαθμό στηριχθεί στη συγκρότηση και την προοπτική ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού συστήματος κομμάτων. Το γεγονός αυτό άλλωστε ενισχύεται από τη διάταξη 138Α της Συνθήκης του Μάαστριχτ στην οποία αναφέρεται, ότι «Τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την ολοκλήρωση στο πλαίσιο της Ένωσης. Συμβάλλουν στη δημιουργία ευρωπαϊκής συνείδησης και στην έκφραση της πολιτικής βούλησης των πολιτών της Ένωσης»
Η ύπαρξη λοιπόν των κομμάτων και ειδικότερα η γέννηση τους και η εξέλιξη τους είναι απαραίτητη προκειμένου να πραγματωθεί η πολιτική ελευθερία στα πλαίσια των αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με το συνταγματικό μάλιστα δίκαιο να χαρακτηρίζεται κατά τον καθηγητή Μαυριά ως το δίκαιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Περαιτέρω ο καθηγητής Κ. Χρυσόγονος συσχετίζει το πολίτευμα της δημοκρατίας με τα κόμματα και τον ρόλο αυτών μέσα σε αυτό υποστηρίζοντας πως δημοκρατία είναι το πολίτευμα εκείνο το οποίο ενώνει τα άτομα σε ομάδες, ήτοι τα πολιτικά κόμματα, τα οποία διαθέτουν υποδομή, οργάνωση, ιδεολογικό στίγμα και εκφράζουν πλουραλισμό ιδεών και συμφερόντων, ενώ το καθένα έχει ως αποστολή τη διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος, μίας πρότασης για την άσκηση εξουσίας. Στο ίδιο πλαίσιο ο ως άνω υποστηρίζει, πως τα πολιτικά κόμματα επιτελούν έναν στοιχειώδη ρόλο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, καθώς συνιστούν τον αναγκαίο διαμεσολαβητή μεταξύ κοινωνίας και κράτους. Διαπιστώνει μάλιστα πως είναι αδιανόητη η διενέργεια βουλευτικών εκλογών χωρίς αυτά. Το γεγονός ότι είναι αδιανόητη η διενέργεια βουλευτικών εκλογών χωρίς αυτά έχει ωθήσει πολλούς σήμερα να υποστηρίζουν, ότι το σύγχρονο κομματικό κράτος αποτελεί μια εκλογικευμένη μορφή εμφάνισης της άμεσης δημοκρατίας στο εξαπλωμένο γεωγραφικά κράτος της εποχής μας.
Κατά τον καθηγητή Μ. Σπουρδαλάκη αυτά συνιστούν θεσμούς με διττή φύση, αφού από τη μία μεριά είναι παράγοντες πολιτικής εκπροσώπησης, ενώ από την άλλη αποτελούν θεσμούς ελέγχου της εξουσίας. Στα κόμματα διακρίνονται τρία επίπεδα δράσης: α) το κόμμα στην εξουσία, β) το κόμμα στο κοινωνικό πεδίο με τα μέλη, τους ψηφοφόρους και τις οργανώσεις κινητοποίησης και γ) το κόμμα ως οργανωμένη παρουσία στους κοινωνικούς θεσμούς. Μια διάκριση πάλι ως προς τα κόμματα μπορεί να γίνει μεταξύ: α) κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία, β) κομμάτων (εξουσίας), που βρίσκονται στην αντιπολίτευση και ευελπιστούν ότι σύντομα θα ανέλθουν στην εξουσία και γ) μικρότερων κομμάτων, που δεν μετέχου νάμεσα στην άσκηση και διαχείριση της εξουσίας, αλλά την επηρεάζουν με έμμεσο κυρίως τρόπο.
Συμπεραίνεται λοιπόν πως τα κόμματα δεν είναι τίποτε άλλο από οργανώσεις οι οποίες σύμφωνα με τη γνώμη πολλών συνταγματολόγων δρουν ως ανεξάρτητοι μεσίτες ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και το κράτος, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να εκφραστεί ο λαός, ήτοι η λαϊκή ετυμηγορία, ή οποία είναι το θεμέλιο του πολιτεύματος κατά το Σύνταγμα μας. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν θα πρέπει να ταυτίσουμε τα κόμματα με το κράτος και να θεωρήσουμε αυτά ως μια μορφή πολιτειακών οργάνων. Κατά τον καθηγητή Κ. Χρυσόγονο η διαμεσολαβητική μεταξύ κοινωνίας και κράτους λειτουργία οφείλει κατά το Σύνταγμα να επιτελείται με αφετηρία την κοινωνία και προορισμό το κράτος, δηλαδή το κόμμα οφείλει να συνιστά μηχανισμό πολιτικής χειραφέτησης και όχι χειραγώγησης. Η δε Νομολογία ακολουθεί την γνώμη της θεωρίας ως προς αυτήν την κρίση. Ενδεικτική είναι η απόφαση του ΣτΕ όπου δια της 1282/1992 απόφασης του1 έκρινε, πως ούτε «από το άρθρο 29 Συντ. ούτε από καμία άλλη διάταξη του Συντάγματος μπορεί να συναχθεί, ότι στα πολιτικά κόμματα επιφυλάσσεται αρμοδιότητα πολιτειακού οργάνου όπως η αρμοδιότητα που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στο εκλογικό σώμα», καθώς και η απόφαση του ΣτΕ 944/1999 (ΤοΣ 1999 σ.614 επ.11) δια της οποίας αποφαίνεται ότι «Τα κόμματα είναι πολιτικές οργανώσεις σαφώς διακεκριμένες του κράτους και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι εκφράζουν τη βούληση αυτού.» Η εν λόγω βέβαια απόφαση προχωρεί ένα βήμα πάρα πέρα καθώς αποφαίνεται ότι «…Κατά ταύτα τα πολιτικά κόμματα δεν δύνανται να υποδεικνύουν μέλη συλλογικών διοικητικών οργάνων του κράτους…», μια κρίση για την οποία έχει γίνει πολλή συζήτηση στις μέρες μας τόσο από πολιτικούς, κομματικούς παράγοντες, δημοσιογράφους κ.α.
Υπό τα γερμανικά αυτήν τη φορά δεδομένα τα κόμματα δεν ανήκουν πάντως στα ανώτατα κρατικά όργανα. Αντίθετα, είναι ελεύθερα σχηματισμένες ομάδες με ρίζες στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, που καλούνται να συμβάλουν στο σχηματισμό της πολιτικής βούλησης του λαού και να επιδράσουν στο επίπεδο της θεσμοποιημένης υπόστασης του κράτους, για το λόγο ότι τα ίδια δεν ανήκουν στο επίπεδο αυτό1. Η ταύτιση ενός κόμματος με κρατικό όργανο αρμόζει μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως πχ το άρθρο 6 του σοβιετικού Συντάγματος του 1977, το οποίο ανακήρυσσε το Κουμμουνιστικό Κόμμα σε πυρήνα του πολιτικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Προσδιορίζοντας ετυμολογικά τώρα τη λέξη "πολιτικό κόμμα" θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως πολιτικό κόμμα «κάθε συλλογικότητα η οποία εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα ή συμφέροντα κάποιας κοινωνικής ομάδας, έχει πρόγραμμα βασισμένο στην ικανοποίηση των συμφερόντων της κοινωνικής τάξης ή/και της κοινωνικής ομάδας στην οποία αναφέρεται, δρα με πολιτική τακτική και στρατηγική και σαν στόχο έχει την εφαρμογή του προγράμματος του, δια μέσω άσκησης της κεντρικής εξουσίας».
Στο ίδιο πλαίσιο κατά τον καθηγητή και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ε. Βενιζέλο η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας προϋποθέτει την πολιτική οργάνωση του εκλογικού σώματος, ο δε δημοκρατικός μάλιστα χαρακτήρας του πολιτεύματος είναι συνυφασμένος με την ύπαρξη και δράση των πολιτικών κομμάτων, ήτοι τον λεγόμενο πολυκομματισμό. Το κόμμα μάλιστα προέκυψε κατά αυτόν στην κοινοβουλευτική και εκλογική πρακτική ως αναγκαία συνέπεια του αντιπροσωπευτικού συστήματος αποκτώντας τη σημερινή του μορφή μετά την κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας. Υποστηρίζει μάλιστα, πως η έννομη τάξη αντιμετώπισε καταρχήν το κόμμα ως παράνομο και εχθρικό φαινόμενο, που αποτελούσε αντικείμενο μάλλον του ποινικού παρά του συνταγματικού δικαίου, στη συνέχεια το αντιμετώπισε απλώς «ύποπτο», αλλά πάντως αναγκαίο και πολύ αργότερα αναγκάστηκε να το αποδεχτεί και να το ρυθμίσει στο επίπεδο της κοινής εκλογικής νομοθεσίας και του κανονισμού της Βουλής, γιατί ούτε οι εκλογικές διαδικασίες, ούτε η λειτουργία του κοινοβουλίου μπορούσαν να οργανωθούν χωρίς να ληφθεί υπόψη ως βασική μονάδα πολιτικής οργάνωσης το κόμμα.
Συμπεραίνουμε εκ των ως άνω, ότι σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπως αυτή, που ισχύει σήμερα στη χώρα μας, τα πολιτικά κόμματα, τα οποία όπως αναφέρθηκε είναι κοινωνικοί οργανισμοί διαφορετικοί από το κράτος, επιτελούν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία των πολιτειακών θεσμών εκφράζοντας πάνω από όλα την λαϊκή ετυμηγορία, δηλ τη βούληση του κυρίαρχου λαού.
Το δικαιώμα ίδρυσης κομμάτων και συμμετοχής σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία.
Κατά το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. ά του Συντάγματος : «Οι Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.». Δυνάμει αυτής της συνταγματικής διάταξης κατοχυρώνεται το δικαίωμα ελεύθερης ίδρυσης πολιτικών κομμάτων και ελεύθερης συμμετοχής σε αυτά και έχει ως υποκείμενο τον κάθε Έλληνα πολίτη που έχει το εκλογικό δικαίωμα. Ως προς τη φύση του δε είναι πολιτικό δικαίωμα, δηλαδή δικαίωμα ενεργητικής συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας (status activus) 17. Κατά τον Ε. Βενιζέλο το πολιτικό αυτό δικαίωμα αφενός εξειδικεύει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος στην οποία διασφαλίζεται το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής, ενώ εμμέσως θεωρείται ως προϋπόθεση ουσιαστικής και αποτελεσματικής άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Αυτό συνάγεται και από το εδάφιο β της παρ. 1 του άρθρου 29 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο׃ «πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν(προφανώς επειδή δεν συμπλήρωσαν το όριο της εκλογικής ηλικίας) μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων.» Το Σύνταγμα λοιπόν από τη μια μεριά αναγνωρίζει και τυποποιεί τις κομματικές νεολαίες, από την άλλη αποσυνδέει τη λειτουργία και την άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής στα πολιτικά κόμματα από την απλή και τυπική άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Περαιτέρω στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται υπό την αρνητική της όψη η ελευθερία της μη συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα.
Μεγάλη συζήτηση στη θεωρία έχει προκαλέσει το γεγονός ότι εφόσον το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος με το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, αν ωστόσο αυτά δεσμεύονται να τηρούν εσωκομματική δημοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι ο συντακτικός νομοθέτης αποφεύγει όσο γίνεται περισσότερο τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εμφάνιση, την οργάνωση και τη λειτουργία των κομμάτων, αποφεύγοντας κάθε επέμβαση στην ελευθερία τους και γι’ αυτό δεν υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη νόμου για τη ρύθμιση της εσωκομματικής οργάνωσης και λειτουργίας.
Αντικείμενο λοιπόν αυτού του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δεν είναι απλώς η αποχή του κράτους από επεμβάσεις, όπως συμβαίνει με τα ατομικά-αμυντικά δικαιώματα στα πλαίσια μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης σφαίρας δικαιωμάτων, αλλά η διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής του πολίτη στο σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης. Καθίσταται προφανές ότι δια του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα ο πολίτης έχει έμμεσα τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις κρίσιμες διαδικασίες ανάδειξης άμεσων κρατικών οργάνων (βουλή- κυβέρνηση) και κατά συνέπεια να συμμετάσχει στη χάραξη της πολιτικής του κράτους και άσκησης εξουσίας. Τα κόμματα λοιπόν επιτελούν λειτουργία διαμεσολαβητική μεταξύ κοινωνίας και κράτους, καθώς και μεταξύ διαφορετικών κρατικών οργάνων, όπως είναι το εκλογικό σώμα και η Βουλή, προκειμένου δε να επιτύχουν τον ρόλο τους αυτό απολαμβάνουν κρατικών χρηματοδοτήσεων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 29 του Συντάγματος. Ενδεικτικά αναφέρω, πως το Σύνταγμα αναθέτει ρητά στα κόμματα καθοριστικό ρόλο για το σχηματισμό της κυβέρνησης (άρθρα 37 παρ. 2-3), ενώ ρυθμίζει και εσωκομματικά ζητήματα για την περίπτωση που κάποιο κόμμα δεν είναι σε θέση να αναλάβει τις σχετικές ευθύνες του λόγω προβλήματος ηγεσίας (άρθρα 37 παρ.4 και 38 παρ. 2).
Ο ρόλος των κομμάτων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία κατοχυρώνεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως τα άρθρα 68 παρ. 3 (σύνθεση επιτροπών και τμημάτων Βουλής ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων) και 73 παρ. 4 (ειδικά διαδικαστικά δικαιώματα για τους αρχηγούς ή εκπροσώπους των κομμάτων). Γενικότερα δεν νοούνται σήμερα καν βουλευτικές εκλογές χωρίς κόμματα.
Να σημειωθεί δε ότι το σημερινό άρθρο 29 είχε συμπεριληφθεί αρχικά στο άρθρο 12 του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος, δηλαδή στις διατάξεις σχετικά με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (αμέσως μετά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο οποίο αναφερόταν το άρθρο 11 του σχεδίου) και τελικά μεταφέρθηκε όχι τυχαία στο τρίτο μέρος του Συντάγματος (Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας) και ειδικότερα στο Α Τμήμα (Σύναξη της Πολιτείας) με τη σημερινή αρίθμηση.
Το δικαίωμα λοιπόν κατά το άρθρο 29 παρ.1 του Συντάγματος ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα κατοχυρώνει θεσμικά αυτά με το να τα αναγάγει κατά τον καθηγητή Χρυσόγονο σε «συνταγματικό θεσμό». Όπως ήδη σημειώθηκε τα πολιτικά κόμματα διαμεσολαβούν και εκφράζουν τη θέληση του λαού, ενώ συγχρόνως συμμετέχουν στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Η θεσμική αυτή λειτουργία των κομμάτων υπηρετεί εξ’ ορισμού την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο το Σύνταγμα δεν περιέχει ορισμό του πολιτικού κόμματος, ούτε επιβάλλει συνταγματικούς περιορισμούς ή δικαστικά ελεγχόμενους σκοπούς στα πολιτικά κόμματα, ενώ δεν υιοθετεί τη δυνατότητα της δικαστικής απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, η οποία απασχόλησε τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 29 στο πλαίσιο της Ε Αναθεωρητικής Βουλής, ερχόμενο σε αντίθεση προς το γερμανικό πρότυπο, που αναθέτει τη σχετική αρμοδιότητα στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Οι λόγοι που προφανώς αυτό συμβαίνει είναι κατά τον Ε. Βενιζέλο κυρίως ιστορικοί και αναφέρονται στο γεγονός, ότι η ελληνική νομοθεσία και η ελληνική ιστορική εμπειρία έχουν να επιδείξουν μια μακροχρόνια εχθρότητα απέναντι στο φαινόμενο του πολιτικού κόμματος με αποκορύφωμα τη μετεμφυλιακή απαγόρευση του Κ.Κ.Ε, η οποία μόλις το 1974 ήρθη κατόπιν πρωτοβουλίας του Κων. Καραμανλή με την πτώση της δικτατορίας του 1967-1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει σε αντίθεση με άλλα συνταγματικά κείμενα δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η συνταγματική δημοκρατία θα ερχόταν σε αντίθεση με το ιστορικό, πολιτικό και φιλοσοφικό νόημα της ίδιας της δημοκρατικής ιδεολογίας, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία σκέψης και έκφρασης των «αντιφρονούντων»28, αλλά και τη δυνατότητα εναλλαγής των πολιτικών δυνάμεων. Άλλωστε κατά τον καθ. Αντ. Μανιτάκη στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες τα Συντάγματα έχουν αναλάβει την αποστολή να θέτουν και να εγγυώνται τους όρους της δυνατότητας κοινής συμβίωσης και όχι όπως παλιά την πραγματοποίηση ενός προκαθορισμένου σχεδίου πολιτικής συμβίωσης, που ήταν επιδίωξη και στόχος της εκάστοτε κυρίαρχης πολιτικής δύναμης, ενώ ακόμη και στην περίπτωση που αντανακλούν την πολιτική ιδεολογία της κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, όπως ακριβώς συνέβη με το Σύνταγμα του 1975 και την αναθεώρηση του το 1986, τα Συντάγματα στην πράξη εξασφαλίζουν την ειρηνική συνύπαρξη μέσα στην κοινωνία ανταγωνιστικών δυνάμεων, συμφερόντων και ιδεών.
Ας δούμε στο σημείο αυτό τη στάση της νομολογίας απέναντι στο δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, που συμφωνεί με τη θεωρία όπως αναπτύχθηκε ως άνω. Ενδεικτικά αναφέρω την υπ’ αρ. 590/2009 απόφασης του ΑΠ (δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ), όπου στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρονται μεταξύ άλλων «…Περαιτέρω, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος "Έλληνες πολίτες, που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και δράση τους οφείλει και εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος". Από την πιο πάνω διάταξη, στην οποία τελικά δεν περιλήφθηκε η υπάρχουσα στο αρχικό σχέδιο του Συντάγματος πρόβλεψη για την έκδοση νόμου ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων, διαφαίνεται η πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη να αποφευχθεί κάθε επέμβαση νομοθετική ή δικαστική στη λειτουργία τους. Αυτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους … Για τους ίδιους λόγους, αποκλείεται αναμφίβολα η εφαρμογή στα πολιτικά κόμματα του άρθρου 12 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος και του άρθρου 105 του Αστικού Κώδικα για τη δικαστική διάλυση σωματείων κλπ. και επομένως είναι ανεπίτρεπτη η αναγκαστική διάλυση και με νόμο ή δικαστική απόφαση πολιτικού κόμματος. Από τις πιο πάνω όμως διατάξεις δεν αποκλείεται να διαλύεται ένα κόμμα πολιτικό εκούσια με απόφαση του αρμόδιου καταστατικού οργάνου του, το οποίο θα ορίσει και τις αναγκαίες διαδικασίες "εκκαθάρισης"…» Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και άλλες αποφάσεις στη Νομολογία όπως η 1535/2009 του ΣτΕ, η 4656/1999 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η 131/1988 ΜΠρΛαρ, δια των οποίων προκύπτει, πως στα ελληνικά δικαστήρια επικρατεί η άποψη, ότι τα κόμματα αν και δεν έχουν νομική προσωπικότητα, λογίζονται ως φορείς πολιτικής δραστηριότητας, κρίνοντας μάλιστα η νομολογία πως πρόκειται για ιδιόμορφα νομικά πρόσωπα.
Συμπεραίνουμε, ότι η Γ Ελληνική Δημοκρατία είναι κομματική δημοκρατία, διότι τα κόμματα απέτρεψαν άλλες μορφές κοινωνικής εκπροσώπησης και επιτελούσαν την καθοριστική λειτουργία κοινωνικής ενσωμάτωσης, η οποία δεν είναι πια η βία των κατασταλτικών μηχανισμών της προ του 74 περιόδου, αλλά η πελατειακή διανομή προνομίων (για την οποία ευελπιστώ γίνει εκτενής αναφορά σε άλλο άρθρο μου).
Όλες οι παραπομπές του κειμένου παρατίθενται στον ακόλουθο σύνδεσμο:
http://www.constitutionalism.gr/site/wp-content/uploads/2015/05/Kritsikis_politika-kommata.pdf
Μια συμφωνία που αφήνει
πίσω της την προοπτική τμηματικών καταβολών και περνά στο μαστίγο ενός νέου
μνημονίου με φορολογικές επιβαρύνσεις, ύφεση και ανεργία.
Μια Βουλή των
προπηλακισμών, των θεσμικών παρεκτροπών και μια οικονομία ταυτόχρονα χωρίς...
γκαρσόνια και αφεντικά!
Μια κοινωνία
ανάμεσα στην αγωνία για την εκτέλεση του Ρουβά στον «Άξιον Εστί» και την
αποφυλάκιση του εκτελεστή Ξηρού με τα «θεολογικά» φορτισμένα βραχιολάκια.
Το «Φρενοκομείο»
με τον Κώστα Μανίκα κι αυτή την Παρασκευή 1-3 μμ στον iD Radio αναλαμβάνει την ανάρρωση από τα πλήγματα
του παραλογισμού.
Κακώς βιαστήκαμε
να περιγελάσουμε το σαρδάμ του πρωθυπουργού με τον νεποτισμό. Ο τρόπος
με τον οποίο η κυβερνητική πλειοψηφία σπεύδει να αποδείξει ότι εξουσία και
ρουσφέτι είναι σύμφυτες έννοιες, συνδυάζεται ομαλά με έναν νεολογισμό όπως ο
νε(ο)ποτισμός που εκστόμισε προεκλογικά ο Τσίπρας. Είναι τόσο νεοπαγές το μοντέλο
τακτοποίησης ημετέρων σε δημόσια αξιώματα που δικαιολογεί την εξεύρεση ενός
καινούριου ορισμού για να περιγράψει το φαινόμενο.
Ένα από τα βασικά
σημεία κριτικής για όλη την πορεία της μεταπολίτευσης ήταν η γενικευμένη
αναξιοκρατία. Η επιλογή στελεχών στο στενό κυβερνητικό χώρο αλλά και στην
ευρύτερη δημόσια διοίκηση γίνονταν από μια περιορισμένου εύρους «γυάλα»
κομματικών στελεχών, πολιτευτών και συγγενικών ή φιλικών προσώπων που κάποια
από αυτά δεν διέθεταν ούτε τα ελάχιστα απαραίτητα γνωστικά και εμπειρικά
προσόντα για να καλύψουν τις ανάγκες των αρμοδιοτήτων τους.
Είχαμε συνηθίσει
τόσες δεκαετίες οι «τακτοποιήσεις» να αφορούν κυρίως την προσπάθεια των παλαιότερων
να εισάγουν την επόμενη γενιά (παιδιά, ανίψια) στη δημόσια διαχείριση.
Αυτή την περίοδο βιώσαμε εκτός από το αντίστροφο (παιδικά «δώρα» προς τους
γονείς, τύπου Ζωής Κωνσταντοπούλου!) και μια θερμή προσωπική συντροφικότητα
που δεν φείδεται αξιωμάτων και παράβλεψης της νομοτυπίας για να αποδείξει το
βάθος και το εύρος της!
Δεν έχουν συμβεί
ποτέ στην ελληνική ιστορία τόσο μαζικές τοποθετήσεις ζευγαριών στον
κρατικό μηχανισμό. Δεν υπάρχει προηγούμενο τόσων πολλών παραχωρήσεων δημοσίων
θώκων ελέω ενδοοικογενειακής στήριξης. Τη στιγμή μάλιστα που με την
απαγόρευση, από τον Σαμαρά, της τοποθέτησης συγγενών ως συμβούλων των βουλευτών
και με την λειτουργία της ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ, από τον Παπανδρέου, είχαν αρχίσει με
καθυστέρηση και νωχελικότητα να μπαίνουν οι βάσεις για ακόμα πιο τολμηρά βήματα
προς την αποδέσμευση από τον νεποτισμό.
Βήματα που πολλοί
ανέμεναν ότι μια καινούρια κυβέρνηση που διατείνονταν ότι δεν διαθέτει τις συνηθισμένες
αγκυλώσεις του συστήματος θα τα έκανε με γοργό ρυθμό. Αποδείχτηκε όμως για
πολλοστή φορά ότι ο στίχος της Λίνας Νικολακοπούλου «στο βάθος το ζηλεύουμε
αυτό που ρεζιλεύουμε» βρίσκει στο εγχώριο υποκριτικό πολιτικό σκηνικό
την μέγιστη εκπλήρωση του.
Η κατάκτηση της
εξουσίας μπορεί να προβάλλεται ως το μέσο για την ανατροπή δομών και συμπεριφορών
αλλά καθυποτάσσεται στην ακόρεστη ανάγκη για αξιοποίηση της ώστε να αποκομίσει
τα μεγαλύτερα οφέλη ένας στενός πυρήνας καρεκλοκένταυρων και ο περίγυρος
του. Άλλωστε μια «επανάσταση» για να είναι επιτυχημένη πρέπει να προασπίσει
πρώτα απ’ όλα την συνοχή και την αποτελεσματικότητα της «ομάδας κρούσης»!
Μόνο οι ταγμένοι
να... ματώσουν για τον υψηλό σκοπό δύναται να σταθούν στο ύψος των
περιστάσεων. Γι’ αυτό και μπρος στην «θρησκευτική» υπηρέτηση του κοινού στόχου
η αξιοκρατία περνά σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει να είμαστε ταγμένοι στον αγώνα
με... οικογενειακή προσήλωση όλοι όσοι θα υπηρετήσουμε το καθεστώς. Και ποιος
διαθέτει αυτή την «γενετική» ιδεολογική ταύτιση καλύτερα από την φυσική
οικογένεια; Με μητέρα την εξουσία και πατέρα τον ωφελιμισμό έρχονται τα παιδιά
της «σύγκρουσης» να μας σώσουν!
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος