Του Κωνσταντίνου Μανίκα,
Οικονομολόγου - Ψυχολόγου
Αν κάποιος δηλώνει έκπληκτος από την απόφαση του ΣτΕ για τον νόμο Παππά τότε μάλλον δεν είχε κατανοήσει τον συνταγματικά καταχωρημένο ρόλο του ΕΣΡ που ποδοπατήθηκε από τον κυβερνητικό αυταρχισμό στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης μάχης με την διαπλοκή που αναλώνονταν σε κοκορομαχίες και αναδιανομή της τηλεοπτικής πίτας προς όφελος ημετέρων. Το ΣτΕ έδωσε στην αυθαιρεσία το ισχυρό θεσμικό ράπισμα που αναμένονταν. Μέχρι τελευταία στιγμή δεν αποκλείονταν μια έμμεση αποδοχή της συνταγματικότητας με πρόφαση της επικύρωση από ένα νεοσύστατο ΕΣΡ αλλά θεωρήθηκε πολύ χαλαρή αυτή η ερμηνεία του συντάγματος.
Όμως μάλλον αυταπατόμαστε αν νομίζουμε ότι η συγκεκριμένη απόφαση προασπίζεται την πολυφωνία και δεν περιορίζεται στην ανάγκη τυπικής συμμόρφωσης για τον τρόπο χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι αν η αντιπολίτευση είχε συναινέσει στην σύσταση του ΕΣΡ, η όλη διαδικασία θα χαρακτηρίζονταν και πάλι αντισυνταγματική από το ΣτΕ. Ούτε βέβαια θα αποκλείονταν η επανάληψη του ίδιου καρναβαλιού με τον πολυήμερο εγκλεισμό των εκπροσώπων των καναλιών, αν η συγκρότηση του ΕΣΡ δεν πέρναγε πλέον από την υποχρέωση για συναινετικές διαθέσεις.
Το σημαντικότερο από το πως θα διαμορφωθεί το νέο τηλεοπτικό περιβάλλον, που από ότι φαίνεται οδεύει προς αυτό ακριβώς που απεύχονταν η κυβέρνηση δηλαδή ένα ανοιχτό πεδίο προς όποιον πληρεί βασικές προϋποθέσεις και δύναται να καταβάλει ένα εύλογο τίμημα το οποίο μένει να δούμε πως θα καθοριστεί με αξιοπιστία, είναι το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μετά τον αντισυνταγματικό καθεστωτισμό που εκφράστηκε και μέσα από την διαχείριση του θέματος των συχνοτήτων.
Η απέχθεια για τους δικαστικούς και τις επιλογές τους που δεν συνάδουν με το κυβερνητικό αφήγημα και η κήρυξη ταξικού πολέμου απέναντι σε όσους τολμούν να αμφισβητούν τις προθέσεις του, υπήρξαν οι πρώτες... τρομοκρατικές, για την αστική συνείδηση, αντιδράσεις. Πρόκειται απλά για μια ακόμη επικοινωνιακή υπερβολή στο βωμό της θυμικής υποδαύλισης ενός μέρους της κοινωνίας που αρέσκεται σε ρητορικές επαναστατικές ασκήσεις; Μήπως όμως στην οξύτητα αυτών των τοποθετήσεων κρύβονται οι αληθινές επιδιώξεις ενός καθεστώτος που αναζητεί στις, κάθε τύπου, ακρότητες το τελευταίο ανάχωμα διατήρησης μιας όποιας απήχησης.
Αν έχουμε να κάνουμε με το προανάκρουσμα μιας επιθετικότερης στάσης σε θέματα θεσμικής σταθερότητας και την επίδειξη μιας συγκρουσιακής επιμονής που δεν φείδεται μέσων και μεθόδων για την επίτευξη των στόχων, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα φάση της κυβερνητικής πορείας. Μιας φάσης όπου πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν, εντονότερα από ποτέ, στοιχεία έμμεσης κατάλυσης συνταγματικών προσταγμάτων σε όλα τα επίπεδα προτάσσοντας λαϊκίστικες προτεραιότητες που μπορεί να ικανοποιήσουν και να συσπειρώσουν μέρος του δυσαρεστημένου εκλογικού του κοινού.
Ο Τσίπρας βρίσκεται μπροστά στο τελευταίο δίλημμα του. Ή θα προσχωρήσει πλήρως σε αυτή την εθνικά αδιέξοδη αλλά ίσως εκλογικά επωφελή στάση ή θα επιδιώξει (αν το επιθυμεί!) την οριστική στροφή προς έστω μιας μορφής ορθολογισμού διαταράσσοντας ξανά τις εσωκομματικές ισορροπίες με κίνδυνο ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα. Μόνο που όσο πιο οριακές γίνονται οι κυβερνητικές θέσεις τόσο ενισχύεται η συσπείρωση όσων αντιλαμβάνονται ότι, πέρα από επιμέρους διαφοροποιήσεις, κύριο μέλημα του αστικού κόσμου είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη απομάκρυνση αυτού του ιδιότυπου ολοκληρωτισμού.
0 σχόλια