Η χώρα βρέθηκε στη δίνη τεράστιων δημοσιονομικών και εμπορικών
ελλειμμάτων. Από τη μια ο υπερδανεισμός κι ο ανορθολογικός δημόσιος τομέας
κι από την άλλη ο παραγωγικός αφανισμός μιας ανάπτυξης που στηρίχτηκε κυρίως
στην κατανάλωση, δημιούργησαν τους δίδυμους πύργους της ανυποληψίας. Η ένταση
με την οποία επιχειρήθηκε να εξαλειφθούν έφερε μεν αποτελέσματα αλλά άφησε πίσω
της κοινωνικές συνέπειες η επούλωση των οποίων θα χρειαστεί αρκετά
χρόνια και συνεπή αλλαγή νοοτροπίας σε μια σειρά από ζητήματα. Σε αυτή την
πορεία όμως, που πολλοί αμφισβήτησαν ακόμα και τους βασικούς στόχους, το
επόμενο βήμα βάζει νέα, εξίσου κρίσιμα, διπλά διλήμματα.
Έως ότου η αριστερά αποδεχτεί την ανάγκη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών,
οι αριθμοί αντιμετωπίζονταν όχι ως αντανάκλαση της καθημερινότητας αλλά ως
τυχαίες κουκκίδες σε ένα κομμάτι χαρτί. Ακόμα και τώρα πίσω από τις τυπικές
δηλώσεις συμμόρφωσης σε κάποιους γενικούς κανόνες υποβόσκει η αντίληψη ότι το
δημόσιο μπορεί να ξοδεύει με σχετική άνεση αφού, όπως διαχρονικά υπόσχονται οι
αντιπολιτεύσεις, και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πατάξει πλήρως τη φοροδιαφυγή.
Να υπενθυμίσουμε απλώς ότι στην Ελλάδα του κατακερματισμένου ιδιωτικού
τομέα (33% αυτοαπασχολούμενοι, αντί του 16% στην Ε.Ε.) η καθημερινή φοροδιαφυγή
είναι δύσκολο να περιορισθεί πλήρως, όπως επίσης κι ότι η υπερφορολόγηση
έχει ήδη απομακρύνει μεγάλες επιχειρήσεις από τη χώρα κι ο στόχος δεν μπορεί να
είναι η περαιτέρω επιβάρυνση τους. Σε γενικό πλαίσιο ακόμα κι αν η παραοικονομία
μειωνόταν στους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους τα ετήσια οφέλη για τη χώρα δεν θα
ξεπερνούσαν στην καλύτερη περίπτωση τα 4-5 δις ευρώ.
Στο νέο δίλημμα λοιπόν, φορολογικές επιβαρύνσεις ή μειώσεις και
επενδυτικές διευκολύνσεις δεν υπάρχουν απαντήσεις με μισόλογα. Ή επιθυμείς τη
στήριξη της επιχειρηματικότητας ή φαντασιώνεσαι τη.. «δίωξη» του πλούτου! Ή
προσελκύεις κεφάλαια ή τα αποστρέφεσαι. Γενικές ενθαρρυντικές αναφορές που
καταλήγουν στη δαιμονοποίηση κάθε μεγάλης επιχειρηματικής δραστηριότητας δε
νοούνται. Εκτός κι αν κάποιοι οραματίζονται μια περιχαρακωμένη και
κλειστοφοβική Ελλάδα που θα αναπαράγει εσαεί την κρατικοδίαιτη δομή της
οικονομίας της.
Από την άλλη το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η πιο αξιόπιστη
εικόνα της παραγωγικής μας καχεξίας, αμφισβητείται ως δείκτης κυρίως από πιο
φιλελεύθερες φωνές. Ξεκινώντας από τον πρώην διοικητή της FED Μπερνάκε αναπτύχθηκε εντονότερα μια φιλολογία για
την διπλή ανάγνωση του συγκεκριμένου μεγέθους. Είναι γεγονός ότι υπάρχει
αντιστοιχία ανάμεσα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τη διαφορά
επενδύσεων με αποταμιεύσεις. Είναι άλλωστε λογικό μια χώρα με παραγωγική
αδυναμία να βρίσκεται σε άμεση ανάγκη για επενδυτικά κεφάλαια. Επίσης
επισημαίνεται ότι η εισδοχή ποσών από το εξωτερικό πχ για αγορά μετοχών
καταγράφεται τελικά αρνητικά στο ισοζύγιο πληρωμών δίνοντας συνολική στρεβλή
εικόνα.
Το ζήτημα είναι αν η ανάγνωση αυτού του δεδομένου μπορεί να είναι κοινή για
όλες τις χώρες ή τα συμπεράσματα θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με
την αναπτυξιακή φάση καθεμιάς. Ο προβληματισμός ότι από τη μια ελλείμματα
τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζουν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία κι η Αυστραλία, ενώ
από την άλλη μεγάλα πλεονάσματα αραβικές χώρες είναι λίγο παραπλανητικός.
Αντίστοιχα όμως ελλείμματα παρουσίαζε κι η Ελλάδα και πολλές άλλες σχετικά μικρές
οικονομίες, όπως πλεονάσματα έχουν διαχρονικά η Γερμανία και η Κίνα.
Η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στο μέγεθος, ούτε στην ισχύ ή την εικόνα μιας
χώρας. Σε ώριμες οικονομίες όπως των ΗΠΑ ή της Μεγάλης Βρετανίας οι
επενδύσεις κεφαλαίου που έρχονται ουσιαστικά να ισορροπήσουν το εμπορικό
έλλειμμα αντικατοπτρίζουν είτε τη συναλλαγματική σιγουριά ενός
αποθεματικού νομίσματος, είτε την επενδυτική σταθερότητα ανεπτυγμένων
χρηματοοικονομικών αγορών και σταθερών παραγωγικών διαδικασιών. Ακόμα κι
εκεί όμως, όσο το δημοσιονομικό πρόβλημα διευρύνεται τόσο το ελλειμματικό
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λειτουργεί ως επιπρόσθετη τροχοπέδη, στο βαθμό που οι αγορές
κι οι επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην προοπτική
σταθερότητας.
Σε υπό ανάπτυξη χώρες με ανορθολογικές δομές, όπως η δική μας, τα χρηματοοικονομικά
κεφάλαια που εισέρχονται μπορεί, κι έχει αποδειχτεί στο παρελθόν, πρόσκαιρα
κι απολύτως κερδοσκοπικά, ενώ ακόμα και οι πιο παραγωγικές ξένες επενδύσεις όταν
δεν συνδυάζονται με την ύπαρξη συνθηκών πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας
(φορολογικό, υποδομές, ενεργειακά, ψηφιακά) μπορεί να καταλήξουν παροδική
τοποθέτηση με σκοπό αποκλειστικά το μεταπωλητικό κέρδος.
Για να έχει νόημα η σύγκριση με περιπτώσεις όπως αυτή μεγάλων δυτικών
οικονομικών θα πρέπει να έχεις αποκτήσει την αξιόπιστη οντότητα που
κατέχουν οι ίδιες. Πρώτα λοιπόν θα χτίσεις την παραγωγική σου βάση, θα
ενισχύσεις τον εξωστρεφή προσανατολισμό σου και θα υπερβείς τις δομικές σου
αδυναμίες και μετά θα μπορείς να λοξοκοιτάζεις παραδείγματα όπου όντως το
έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να σηματοδοτεί έναν ισχυρό και μόνιμο επενδυτικό μαγνήτη
για ξένα, χρηματοοικονομικά και όχι μόνο, κεφάλαια.
Αλλιώς παίζεις ένα επικίνδυνο παιχνίδι ασταθούς ισορροπίας όπου
παριστάνεις κάτι που δεν είσαι και που δεν μπορείς να γίνεις, πιστεύοντας ότι
υπηρετείς μιας θεωρητικολογία που δεν σε αφορά κι επί της ουσίας δεν
αποκλείεται να οδηγήσει με ταχύτητα φωτός στην καταστροφή, μόλις ανακαλυφθούν
αλλού χαμηλότερες χρηματιστηριακές αποτιμήσεις οι ευκαιρίες γρήγορων
επενδυτικών υπερκερδών.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
0 σχόλια