Μπορεί κάποιοι να αμφισβητήσουν τη μεθοδολογία ή την πληρότητα των παραγόντων που συνυπολογίζονται για να διαμορφωθούν οι διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών αλλά κανείς δεν μπορεί να μην παίρνει χρήσιμα μηνύματα από τα στοιχεία που μας προσφέρουν. Η Ελληνική οικονομία λοιπόν έχει αρχίσει να κάνει θετικά βήματα βελτίωσης κρίσιμων μεταβλητών. Τι είναι αυτό όμως που δεν αποτυπώνεται ευκρινώς από τους συγκεκριμένους δείκτες;
Μεγάλη πληγή θεωρείται ακόμα η επισφαλής δημοσιονομική μας κατάσταση και η δυνατότητα βιωσιμότητας του χρέους. Μπορεί φαινομενικά οι μακροοικονομικές μας προοπτικές να μην είναι ακόμα πλήρως σταθεροποιημένες, η ολοκλήρωση όμως της δημοσιονομικής εξυγίανσης (αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα) και η αναμενόμενη νέα ελάφρυνση του χρέους που θα σημάνει και σημαντική δημοσιονομική βοήθεια με τον περιορισμό των ετήσιων τόκων, μπορούν να αλλάξουν σύντομα άρδην την εικόνα.
Η αμφισβήτηση για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος τελειώνει, με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης (ακόμα και μετά τη νέα αξιολόγηση της BlackRock) και τις επερχόμενες ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια. Οι τράπεζες αποκτούν ξανά πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, μειώνουν τα επιτόκια τους και επαναφέρουν σταδιακά τη ρευστότητα στην αγορά.
Όσο για την αγορά εργασίας, ακόμα κι αν οι αγκυλώσεις και οι μικροκομματικές διαθέσεις των ηγητόρων του συνδικαλιστικού κινήματος λειτουργούν αυτιστικά σε κάθε παρέμβαση με στόχο τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην εργασία, στοχεύοντας αποκλειστικά στη διατήρηση ρουσφετολογικών κεκτημένων, ο εξορθολογισμός με άνοιγμα επαγγελμάτων και αγορών συνεχίζεται.
Η τάση λοιπόν για τους παράγοντες στους οποίους εμφανίζουμε τη χειρότερη κατάσταση είναι εμφανώς προς τη θετική κατεύθυνση κι αυτό θα αποτυπώνεται όλο και πιο έντονα σε κάθε επόμενη αξιολόγηση. Ίσως όμως το πρόβλημα να βρίσκεται περισσότερο από όσο νομίζουμε σε τομείς που θεωρείται ότι βρισκόμαστε άνω του μέσου όρου.
Αν εξαιρέσουμε το θεσμικό θέμα που αποτελεί μια αυτόνομη κατηγορία και αποτυπώνει την αναξιοπιστία βασικών συλλογικών διαδικασιών, που μόνο με ρηξικέλευθες πολιτικές παρεμβάσεις συνταγματικών και κομματικών αλλαγών μπορεί να αναστραφεί, πολλά δομικά προβλήματα όπως η επιχειρηματική εξειδίκευση ή η καινοτομία στην παραγωγή προκύπτουν από την περιορισμένη αποτελεσματικότητα στη χρήση και το χαμηλό ρυθμό εκσυγχρονισμού κάποιων από των καλύτερων δεικτών μας.
Οι υποδομές, το εκπαιδευτικό σύστημα και η τεχνολογική ετοιμότητα είναι από τα θετικότερα στοιχεία μας. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποκρύπτει την διαχρονική καθυστέρηση στην προώθηση και ολοκλήρωση βασικών οδικών αξόνων, στην έλλειψη ορθής εκμετάλλευσης αεροδρομίων και λιμανιών και στη δημιουργία νέων σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς. Όπως δεν μπορεί να κατευνάσει τις ενστάσεις για τη λειτουργία της εκπαίδευσης, τη διασύνδεση της με την αγορά εργασίας και την απαιτούμενη εξειδίκευση, την παραγωγή ερευνητικού έργου. Ούτε φυσικά μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη η συνεχής προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις με ρυθμούς που να ανταποκρίνονται στην ταχύτητα τους.
Η χώρα άγγιξε τον ανταγωνιστικό πάτο λόγω του έντονου κρατικού-κομματικού παρεμβατισμού, της ανορθολογικής κατανομής πόρων που έβαζε σε δεύτερη μοίρα την ολοκλήρωση του υπόβαθρου για την ανάπτυξη της οικονομίας (υποδομές, μεταφορές, ενέργεια, άνοιγμα αγορών στον ανταγωνισμό), δεν δημιούργησε αδιάφθορους και μη γραφειοκρατικούς μηχανισμούς άσκησης της εξουσίας, αγνόησε τις εξελίξεις στη γνώση διαχειριζόμενη την εκπαίδευση με κοντόφθαλμη και τοπικιστική οπτική.
Ακόμα λοιπόν κι αν τα επόμενα χρόνια βελτιωθούν εντυπωσιακά κάποιοι πρόσκαιρα αρνητικότατοι δείκτες, όπως ήδη εξηγήσαμε, οι θεωρητικά θετικότεροι παράγοντες θα συνεχίζουν να αποτελούν πρόσκομμα για την πραγματική ανταγωνιστική εκτόξευση της Ελλάδας, αφού συντηρούν συνθήκες για την αργή εξέλιξη και άλλων δεικτών. Ίσως τελικά η απάντηση πέραν όλων των άλλων να βρίσκεται και στο «Back to the basics».
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια