Ο «άγνωστος» Σακελλαρίδης και η
«γνωστή» Δούρου αποτελούν τελικά τις κεντρικές αυτοδιοικητικές επιλογές του
ΣΥΡΙΖΑ για τις, συμβολικά και επικοινωνιακά, σημαντικότερες τοπικές μάχες (του
Δ.Αθηναίων και της Περιφέρειας Αττικής αντίστοιχα). Νέοι, ωραίοι λοιπόν χωρίς
ιδιαίτερη εμπειρία αλλά και δίχως σημαντική πολιτική φθορά. Κάπου εδώ όμως
τελειώνουν τα γενικής φύσης θετικά, που θα μπορούσε κανείς να βρει στις δυο
υποψηφιότητες, και αρχίζει η στυγνή πολιτική αξιολόγηση για την σημειολογία
και την πιθανή αποτελεσματικότητα τους.
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκρινε για αυτή την πρώτη
εκλογική σύγκρουση, μετά την εκτόξευση του από το 5% στο 27%, τα κορυφαία
στελέχη του δίνοντας ακόμα πιο πολιτική χροιά στην αντιπαράθεση. Από τη μια,
αυτά τα στελέχη προτιμούν να κρατηθούν στο απυρόβλητο των συνεπειών μιας
αποτυχίας που κάποιοι εσωκομματικά θα τους την χρεώσουν προσωπικά, στα
πλαίσια της άτυπης κούρσας για το υποτιθέμενο «επαναστατικό» υπουργικό
συμβούλιο μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές. Από την άλλη, ο Τσίπρας
επενδύει στην αντίστοιχη προσωπική του πορεία από την ανωνυμία, στην θετική
αυτοδιοικητική αποτύπωση και τελικά στην ανάδειξη στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές τόσο στην διαδρομή του Τσίπρα προς την
ηγεσία του κόμματος, όσο κυρίως και στις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες. Ο
Τσίπρας κατέγραψε ένα 10,5% στις δημοτικές εκλογές όταν η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ
στην Αθήνα ήταν ήδη στο 6,5%. Η προώθηση ενός άγουρου 30άρη αποτελούσε
εκείνη την περίοδο μια εντυπωσιακή διαφοροποίηση σε ένα αυτοδιοικητικό
περιβάλλον που κινούνταν στον αστερισμό της αντιπαράθεσης νυν και πρώην
υπουργών.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει 27% στην Αθήνα, με βάση τις προηγούμενες
εθνικές εκλογές, ο πήχης βρίσκεται πολύ ψηλά και το πιθανότερο είναι να μην
μπορέσει να καταγράψει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα. Η ηλιακή ανανέωση του
πολιτικού προσωπικού προχωρά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με κορυφαίο
γεγονός το ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διαθέτουν πλέον νεότατους γραμματείς.
Σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης που αγγίζει τον πυρήνα των αξιακών
ζητημάτων δεν αρκεί η ηλιακή φρεσκάδα για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των
πολιτών στις πολιτικές διεργασίες. Απαιτείται ανάλογη δροσιά και στις ιδέες,
τις προτάσεις, τη νοοτροπία. Όπως δεν αρκούν και τα κοινωνικώς άκαπνα
κομματικά ένσημα, που ανακυκλώνουν μια άτυπη, κλειστοφοβική επετηρίδα.
Απαιτούνται και εχέγγυα πετυχημένων προσωπικών διαδρομών, συμμετοχής στη φωτιά
της δημιουργίας, βιωματικής ενσυναίσθησης των καθημερινών προβλημάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει την επικοινωνιακή αξιοποίηση της ασαφούς ελαφρότητας
και της μιντιακής εικονοπλασίας . Ούτε ο νεαρός «κοσμοπολίτης
οικονομολόγος» (άραγε ποια είναι η θεωρητική συνδρομή του στην επιστήμη ή η
πρακτική ανάμειξη του με επιχειρηματικά πλάνα;), ούτε η νεαρά «κομματική
παράγοντας» (με όπλα το φύλο και τη συμμετοχή σε ένα... μιντιακό γεγονός βίας)
εκφράζουν αυτό για το οποίο διψά η κοινωνία. Ακηδεμόνευτη, αυτούσια παρουσία
δημιουργικών δυνάμεων με άποψη και δυναμισμό που πείθουν για τη διάθεση
πραγματικής επανάστασης στα πολιτικά δρώμενα.
Με επίγνωση της αυτοδιοικητικής αδυναμίας του ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε κάποιες δήθεν αντισυμβατικές λύσεις που θα του επιτρέψουν μια καλύτερη επικοινωνιακή διαχείριση της ήττας. Δεν θα αποκρύψουν όμως την ανικανότητα του αντιεξουσιαστικού πυρήνα του να μετατραπεί σε αξιόπιστο συνομιλητή των τοπικών κοινωνιών που προσβλέπουν στην ενίσχυση της ασφάλειας, την ποιότητα στην καθημερινότητα χωρίς επιπλέον επιβαρύνσεις, την αποτελεσματική διαχείριση πόρων για την αναπτυξιακή και εργασιακή άνθηση της περιοχής τους.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος –Ψυχολόγος
0 σχόλια