Οι πρόσφατες δηλώσεις Παπανδρέου όπου παραδεχόταν την αποτυχία του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου (ιδιαίτερα με τη μορφή που πήρε τη δεκαετία του ΄90) και πρότεινε την εξεύρεση ενός καινούριου 4ου δρόμου προς μια παγκόσμια διακυβέρνηση, ανοίγει και πάλι τη συζήτηση για το ποια είναι τα όρια του διεθνισμού, τι ρόλο οφείλουν να κατέχουν στη ρύθμιση των κανόνων ή την επιλογή κοινών πολιτικών οι διεθνείς οργανισμοί, ποια η ιδιαίτερη θέση της κάθε χώρας σε αυτό το πρότυπο διαχείρισης. Αυτό που προφανώς παρέλειψε να αναφέρει ο κ.Παπανδρέου είναι ο ίδιος υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της «εκσυγχρονιστικής» σχολής που αποτέλεσε την μετουσίωση, στη χώρα μας, του γενικότερου σοσιαλδημοκρατικού πνεύματος. Μετά άλλωστε την παραδοχή της αποτυχίας του λαϊκίστικου, κρατικοδίαιτου μεταπολιτευτικού μοντέλου όπως αναδείχθηκε τη δεκαετία του ΄80, η ουσιαστική καταδίκη και της εκσυγχρονιστικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ, οδηγεί πέρα από την ευθεία αυτοαναίρεση του πρωθυπουργού και το ιστορικό τέλος στην ίδια την ύπαρξη του κινήματος (αν εξαιρέσουμε την τυπική διατήρηση του τίτλου του!!)
Ο 3ος δρόμος προς το σοσιαλισμό, το συναισθηματικό αντίδοτο στα αδιέξοδα της γραφειοκρατικής κομμουνιστικής διαχείρισης αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα την αυταπάτη των κεντροαριστερών δυνάμεων για την θεωρητική «εκμετάλλευση» της αγοράς προς όφελος της κοινωνίας. Επί τους ουσίας αυτό που κατόρθωσε αρχικά ήταν να μετατρέψει την ιδιωτική οικονομία εξαρτώμενη από το κράτος, σε σημαντικό βαθμό, αφού οι δημόσιες προμήθειες και η διαπλεκόμενη λογική χορήγησης τους, εξέθρεψαν και διόγκωσαν την εξάρτηση των κορυφαίων επιχειρηματιών από τη συναλλαγή με το πολιτικό κατεστημένο. Η μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή λογική διατηρήθηκε με το κράτος να στρεβλώνει τον υγιή ανταγωνισμό με τις παρεμβάσεις του και την σχεδόν παρασιτική σε πολλές φορές λειτουργία, λόγω υπερχρέωσης και έλλειψης ποιοτικής διαχείρισης, των κρατικών επιχειρήσεων.
Το επόμενο βήμα του 3ου δρόμου, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν η μεγαλύτερη προσχώρηση σε νεοφιλελεύθερες λύσεις και χρηματοοικονομικά εργαλεία (συχνά άκριτα και με σαφείς κερδοσκοπικές τάσεις) χωρίς όμως να απεμπολήσει τη δυνατότητα ευρύτατης κρατικής παρέμβασης στην παραγωγική διαδικασία. Ταυτόχρονα ειδικά στην Ευρώπη επενδύθηκαν πολλά στην νομισματική ενοποίηση που αποδείχθηκε ότι με τους ασφυκτικούς όρους και τη γενικότερη στρεβλή οικονομική θεώρηση που εξυπηρετούσε ουσιαστικά την ανάπτυξη των ισχυρών εξαγωγικά οικονομιών (ακόμα και σήμερα η Γερμανία, παρά την ύφεση, αυξάνει εντυπωσιακά τις εξαγωγές της) οδήγησε σε πρωτοφανή αδιέξοδα και διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Συχνά αναφερόμαστε στην ανάγκη περισσότερης συνεργασίας στην Ε.Ε. μέσω κεντρικότερης πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Αυτό το σκεπτικό αναφέρεται στην απαίτηση για ουσιαστική Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση που θα θέτει συγκεκριμένους, ξεκάθαρους κανόνες λειτουργίας των αγορών που θα αποτρέπουν την άκρατη κερδοσκοπία, την ανάδειξη της ΕΚΤ σε ουσιαστικό διαχειριστή της νομισματικής πολιτικής κι όχι απλό εντολοδόχο των εκάστοτε επιταγών των ισχυρών, την ύπαρξη κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής αλλά κυρίως στην δυνατότητα διαμόρφωσης των πολιτικών ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε εθνικής οικονομίας, έτσι ώστε η συσσώρευση πλεονασμάτων σε μια χώρα να μην λειτουργεί ως παράγοντας «συρρίκνωσης» μιας άλλης.
Η πρόταση όμως του κ.Παπανδρέου δεν αναφέρεται καν σε αυτή την προοπτική. Παραδόξως μάλιστα, τη στιγμή που υποτίθεται ότι ο ίδιος αναφερόταν σε αυτή λίγους μήνες πριν, όταν περιόδευε στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ζητώντας την πολιτική και τελικά την οικονομική στήριξη των εταίρων μας. Η σημερινή του θεώρηση αποτελεί το δρόμο προς τον μετασοσιαλισμό. Σε μια πλήρως διεθνιστική αντίληψη αυτό που προτάσσει είναι η ανάδειξη σε κυρίαρχο διαχειριστή των εξελίξεων, οργανισμών που αντικειμενικά δεν έχουν αποδώσει βάσει των θεωρητικών προσδοκιών τους ούτε το ελάχιστο δυνατό.
Ο ΟΗΕ έχει επιδοθεί σε μια απολύτως ισορροπιστική αντιμετώπιση των ζητημάτων, αδυνατώντας να επιβάλλει οποιαδήποτε αίσθηση δικαιοσύνης, περιοριζόμενος σε έκδοση διφορούμενων ανακοινώσεων ή την παραπομπή των θεμάτων σε ατέρμονες, αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις. Οι σύνοδοι των G20 ενός διευρυμένου οργανισμού ώστε να περιλαμβάνονται και οι δυναμικά αναπτυσσόμενες οικονομίες (Βραζιλία, Τουρκία, Ν.Αφρική κλπ) έχουν δείξει σε πολλά κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής και του περιορισμού των εκπομπών ρύπων, της χαλιναγώγησης της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, την αδυναμία τους να προτείνουν κοινά αποδεκτές εφαρμόσιμες λύσεις. Είναι προφανές ότι αν πολλοί αμφιβάλουν για την ικανότητα της Ε.Ε. να συγκεράσει τις αντιφάσεις και τις ιδιαιτερότητες των μελών της, που είναι σημαντικά μικρότερες και καλύτερα διαχειρίσιμες, οι δυνατότητες αυτών των διεθνών οργανισμών να προσφέρουν απτό, θετικό έργο είναι εξ’ ορισμού ανύπαρκτες αφού τα μέλη τους δεν έχουν την ελάχιστη πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική ομοιογένεια.
Είναι ακριβώς αυτή η μοναδικότητα των λαών που δεν επιτρέπει, προς το παρόν την επίτευξη της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» όπως φαίνεται να την ονειρεύεται ο πρωθυπουργός. Είναι αυτή η μοναδικότητα που για κάποιους επιβάλλεται να εκμηδενιστεί είτε για οικονομικούς λόγους (μείωση διαχειριστικού κόστους πολυεθνικών εταιρειών, ευκολία χρηματοοικονομικής διακίνησης) είτε για πολιτικούς λόγους (επιβολή κοινών πολιτικών, περιορισμό κοινωνικού κράτους), χρησιμοποιώντας επιλεκτικά ως επιπρόσθετο μέσο πίεσης και το «φάντασμỨτης τρομοκρατίας.
Ο κ.Παπανδρέου ξετυλίγοντας τις σκέψεις του για το όραμα του όσον αφορά το μέλλον της χώρας έθεσε ξεκάθαρα το δίλημμα που θα πρέπει να κληθεί να απαντήσει κάθε Έλληνας στις επόμενες εκλογές. Ονειρεύεται ένα αύριο με παραχώρηση διαχειριστικών αλλά κυρίως κεντρικού σχεδιασμού αποφάσεων σε διεθνείς οργανισμούς που θεωρητικά θα θέτουν όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας των χωρών (άραγε με ποιες προτεραιότητες και με ποιες «αξιόπιστες» διαδικασίες λήψης τους!!) ή μια χώρα που αναζητεί στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών προοπτικών της, την συνδημιουργία ενός νέου κοινού οράματος που με σεβασμό στα ξεχωριστά εθνικά χαρακτηριστικά θα επιτρέπει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του φυσικού και ανθρώπινου εθνικού πλούτου;
Ο σύγχρονος κοινωνικός φιλελευθερισμός, όπως έχει περιγραφεί από τον Αντώνη Σαμαρά, αναδεικνύει όλα αυτά τα μοναδικά στοιχεία και στοχεύει στην επίτευξη ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που θα δίνει άπλετες δυνατότητες εκμετάλλευσης όλων των εθνικών πόρων και στήριξης της επινοητικότητας και της δημιουργικότητας του Έλληνα πολίτη. Η επιλογή θα είναι δική μας και οι συνέπειες των αποφάσεων μας για το μέλλον του τόπου, εξαιρετικά κρίσιμες, μέσα σε αυτή την ξεχωριστή συγκυρία.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυοχλόγος
Ο 3ος δρόμος προς το σοσιαλισμό, το συναισθηματικό αντίδοτο στα αδιέξοδα της γραφειοκρατικής κομμουνιστικής διαχείρισης αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα την αυταπάτη των κεντροαριστερών δυνάμεων για την θεωρητική «εκμετάλλευση» της αγοράς προς όφελος της κοινωνίας. Επί τους ουσίας αυτό που κατόρθωσε αρχικά ήταν να μετατρέψει την ιδιωτική οικονομία εξαρτώμενη από το κράτος, σε σημαντικό βαθμό, αφού οι δημόσιες προμήθειες και η διαπλεκόμενη λογική χορήγησης τους, εξέθρεψαν και διόγκωσαν την εξάρτηση των κορυφαίων επιχειρηματιών από τη συναλλαγή με το πολιτικό κατεστημένο. Η μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή λογική διατηρήθηκε με το κράτος να στρεβλώνει τον υγιή ανταγωνισμό με τις παρεμβάσεις του και την σχεδόν παρασιτική σε πολλές φορές λειτουργία, λόγω υπερχρέωσης και έλλειψης ποιοτικής διαχείρισης, των κρατικών επιχειρήσεων.
Το επόμενο βήμα του 3ου δρόμου, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν η μεγαλύτερη προσχώρηση σε νεοφιλελεύθερες λύσεις και χρηματοοικονομικά εργαλεία (συχνά άκριτα και με σαφείς κερδοσκοπικές τάσεις) χωρίς όμως να απεμπολήσει τη δυνατότητα ευρύτατης κρατικής παρέμβασης στην παραγωγική διαδικασία. Ταυτόχρονα ειδικά στην Ευρώπη επενδύθηκαν πολλά στην νομισματική ενοποίηση που αποδείχθηκε ότι με τους ασφυκτικούς όρους και τη γενικότερη στρεβλή οικονομική θεώρηση που εξυπηρετούσε ουσιαστικά την ανάπτυξη των ισχυρών εξαγωγικά οικονομιών (ακόμα και σήμερα η Γερμανία, παρά την ύφεση, αυξάνει εντυπωσιακά τις εξαγωγές της) οδήγησε σε πρωτοφανή αδιέξοδα και διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Συχνά αναφερόμαστε στην ανάγκη περισσότερης συνεργασίας στην Ε.Ε. μέσω κεντρικότερης πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Αυτό το σκεπτικό αναφέρεται στην απαίτηση για ουσιαστική Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση που θα θέτει συγκεκριμένους, ξεκάθαρους κανόνες λειτουργίας των αγορών που θα αποτρέπουν την άκρατη κερδοσκοπία, την ανάδειξη της ΕΚΤ σε ουσιαστικό διαχειριστή της νομισματικής πολιτικής κι όχι απλό εντολοδόχο των εκάστοτε επιταγών των ισχυρών, την ύπαρξη κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής αλλά κυρίως στην δυνατότητα διαμόρφωσης των πολιτικών ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε εθνικής οικονομίας, έτσι ώστε η συσσώρευση πλεονασμάτων σε μια χώρα να μην λειτουργεί ως παράγοντας «συρρίκνωσης» μιας άλλης.
Η πρόταση όμως του κ.Παπανδρέου δεν αναφέρεται καν σε αυτή την προοπτική. Παραδόξως μάλιστα, τη στιγμή που υποτίθεται ότι ο ίδιος αναφερόταν σε αυτή λίγους μήνες πριν, όταν περιόδευε στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ζητώντας την πολιτική και τελικά την οικονομική στήριξη των εταίρων μας. Η σημερινή του θεώρηση αποτελεί το δρόμο προς τον μετασοσιαλισμό. Σε μια πλήρως διεθνιστική αντίληψη αυτό που προτάσσει είναι η ανάδειξη σε κυρίαρχο διαχειριστή των εξελίξεων, οργανισμών που αντικειμενικά δεν έχουν αποδώσει βάσει των θεωρητικών προσδοκιών τους ούτε το ελάχιστο δυνατό.
Ο ΟΗΕ έχει επιδοθεί σε μια απολύτως ισορροπιστική αντιμετώπιση των ζητημάτων, αδυνατώντας να επιβάλλει οποιαδήποτε αίσθηση δικαιοσύνης, περιοριζόμενος σε έκδοση διφορούμενων ανακοινώσεων ή την παραπομπή των θεμάτων σε ατέρμονες, αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις. Οι σύνοδοι των G20 ενός διευρυμένου οργανισμού ώστε να περιλαμβάνονται και οι δυναμικά αναπτυσσόμενες οικονομίες (Βραζιλία, Τουρκία, Ν.Αφρική κλπ) έχουν δείξει σε πολλά κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής και του περιορισμού των εκπομπών ρύπων, της χαλιναγώγησης της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, την αδυναμία τους να προτείνουν κοινά αποδεκτές εφαρμόσιμες λύσεις. Είναι προφανές ότι αν πολλοί αμφιβάλουν για την ικανότητα της Ε.Ε. να συγκεράσει τις αντιφάσεις και τις ιδιαιτερότητες των μελών της, που είναι σημαντικά μικρότερες και καλύτερα διαχειρίσιμες, οι δυνατότητες αυτών των διεθνών οργανισμών να προσφέρουν απτό, θετικό έργο είναι εξ’ ορισμού ανύπαρκτες αφού τα μέλη τους δεν έχουν την ελάχιστη πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική ομοιογένεια.
Είναι ακριβώς αυτή η μοναδικότητα των λαών που δεν επιτρέπει, προς το παρόν την επίτευξη της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» όπως φαίνεται να την ονειρεύεται ο πρωθυπουργός. Είναι αυτή η μοναδικότητα που για κάποιους επιβάλλεται να εκμηδενιστεί είτε για οικονομικούς λόγους (μείωση διαχειριστικού κόστους πολυεθνικών εταιρειών, ευκολία χρηματοοικονομικής διακίνησης) είτε για πολιτικούς λόγους (επιβολή κοινών πολιτικών, περιορισμό κοινωνικού κράτους), χρησιμοποιώντας επιλεκτικά ως επιπρόσθετο μέσο πίεσης και το «φάντασμỨτης τρομοκρατίας.
Ο κ.Παπανδρέου ξετυλίγοντας τις σκέψεις του για το όραμα του όσον αφορά το μέλλον της χώρας έθεσε ξεκάθαρα το δίλημμα που θα πρέπει να κληθεί να απαντήσει κάθε Έλληνας στις επόμενες εκλογές. Ονειρεύεται ένα αύριο με παραχώρηση διαχειριστικών αλλά κυρίως κεντρικού σχεδιασμού αποφάσεων σε διεθνείς οργανισμούς που θεωρητικά θα θέτουν όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας των χωρών (άραγε με ποιες προτεραιότητες και με ποιες «αξιόπιστες» διαδικασίες λήψης τους!!) ή μια χώρα που αναζητεί στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών προοπτικών της, την συνδημιουργία ενός νέου κοινού οράματος που με σεβασμό στα ξεχωριστά εθνικά χαρακτηριστικά θα επιτρέπει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του φυσικού και ανθρώπινου εθνικού πλούτου;
Ο σύγχρονος κοινωνικός φιλελευθερισμός, όπως έχει περιγραφεί από τον Αντώνη Σαμαρά, αναδεικνύει όλα αυτά τα μοναδικά στοιχεία και στοχεύει στην επίτευξη ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που θα δίνει άπλετες δυνατότητες εκμετάλλευσης όλων των εθνικών πόρων και στήριξης της επινοητικότητας και της δημιουργικότητας του Έλληνα πολίτη. Η επιλογή θα είναι δική μας και οι συνέπειες των αποφάσεων μας για το μέλλον του τόπου, εξαιρετικά κρίσιμες, μέσα σε αυτή την ξεχωριστή συγκυρία.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος - Ψυοχλόγος
O koinwnikos filelef8erismos prepei na e3hgh8ei kalytera apo ta stelexh ths ND.
Δεν διαφωνώ. Καιρός είναι να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα όσον αφορά τις θεωρίες και τις πράξεις κάθε παράταξης. Αρκετή εκμετάλλευση έχει υπάρξει από κάποιους και στο ζήτημα του πατριωτισμού και στο ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής.