Η μετεκλογική ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ να διαχειριστεί αποτελεσματικά την πρωτοφανή δημοσιονομική κρίση, θέτοντας άμεσα σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με σαφή προσανατολισμό στην περικοπή των δαπανών αλλά και τη διασφάλιση της αναπτυξιακής ανάσας που επιζητεί η αγορά, περιόρισε περαιτέρω την ήδη τρωθείσα διεθνή αξιοπιστία μας. Είναι κοινό μυστικό ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές πρωτίστως επηρεάζονται από την γενικότερη ψυχολογία και τις προοπτικές που οι σημερινές συνθήκες διαμορφώνουν. Όσο κι αν σε μια ελεύθερη, ανοικτή αγορά, οι προσωπικοί στόχοι των συμμετεχόντων, η χειραγώγηση από οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και συχνά η ακόρεστη δίψα για πρόσκαιρο κέρδος, μπορούν να επηρεάσουν καίρια τις εξελίξεις, επιδεινώνοντας δραστικά το κόστος δανεισμού μιας χώρας αφού κάποιοι επενδύουν ουσιαστικά στην κατάρρευση της, η αδυναμία κατάλληλης προετοιμασίας και ανάληψης συγκεκριμένων κινήσεων προς θωράκιση απέναντι σε αυτούς τους γνωστούς, μόνιμους κινδύνους, παραμένει ο καταλυτικός παράγοντας διαμόρφωσης και διατήρησης του τόσο ευμετάβλητου και επίπλαστου σκηνικού.
Επειδή οι χώρες δεν χρεοκοπούν με την κοινή έννοια, απλά αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ως προς τις πληρωμές, η Ελλάδα πιθανότατα βρίσκεται κοντά σε αυτή τη φάση αφού αναγκάζεται να περικόψει μισθούς και επιδόματα αλλά και να προχωρήσει σε πρόταση για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων. Η κινδυνολογία όμως για κατάρρευση της χώρας κυρίως λόγω της απότομης αύξησης του κόστους δανεισμού άρα και της δυσκολίας εξυπηρέτησης του τεράστιου δημόσιου χρέους, που ξεκίνησε από κερδοσκοπικούς χρηματιστηριακούς κύκλους, βασιζόμενοι σε περισπούδαστες δηλώσεις επιφανών οικονομολόγων και τις καθυστερήσεις και αντιφάσεις στην ακολουθούμενη πολιτική από την κυβέρνηση, αποδεικνύεται μακριά από την πραγματικότητα. Ακόμα και με κόστος μια παρατεταμένη ύφεση, μεγαλύτερη των Ευρωπαίων εταίρων μας, και τη δραστική αύξηση της ανεργίας με τις προφανείς κοινωνικές επιπτώσεις, η έστω και νωχελική, ανασφαλής προσέγγιση της κυβέρνησης στη διαχείριση της δημόσιας σπατάλης, θα επιφέρει μια κάποια σταδιακή βελτίωση των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών μέσα στα πλαίσια της εμμονής στη μονεταριστική αντίληψη της οικονομίας που μας επιβάλλει η Ε.Ε.
Το κύριο ζήτημα όμως γύρω από τις πιθανότητες πτώχευσης της Ελλάδας αλλά και την ανάδειξη παρόμοιων προβλημάτων με εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού κυρίως για Ισπανία και Πορτογαλία και λιγότερο για Ιταλία και Βέλγιο, είναι η εμμονή της Ε.Ε. σε ένα οικονομικό μοντέλο που δείχνει να έχει ξεπεραστεί από τις απρόσμενες, διεθνείς εξελίξεις και η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζεται η προοπτική ουσιαστικής στήριξης των χωρών που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα, σχεδόν παραβλέποντας την άμεση επίπτωση τους στην πορεία της ισοτιμίας του ευρώ. Κι αν η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόλις το 1,5% της Ευρωπαϊκής οικονομίας, οπότε οι όποιες επιπτώσεις από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό μας στη συνολική κατάσταση είναι περιορισμένες και σχετικά ευκολότερα αντιμετωπίσιμες και ανατάξιμες, η Ισπανική οικονομία αποτελεί αντίστοιχα το 11% και οι εκτενείς οικονομικές ανισορροπίες της μπορούν να αποτελέσουν μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του ούτως ή άλλως πολιτικά και διοικητικά αδύναμου Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η επιβολή και ενδελεχής παρακολούθηση από την Ε.Ε. της εκτέλεσης ενός προγράμματος αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, στις χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα κρίνεται απαραίτητη, τα οφέλη τους όμως θα φανούν μεσοπρόθεσμα. Ταυτόχρονα όμως οι Ευρωπαίοι εταίροι θα μπορούσαν να προσφέρουν μια πρόσκαιρη προστασία του επιπέδου δανεισμού μιας χώρας, δίνοντας της τη δυνατότητα ταχύτερων ρυθμών πραγματοποίησης των αλλαγών και αυξημένη ρευστότητα στην εσωτερική αγορά για περιορισμό της ύφεσης και της ανεργίας. Στα πλαίσια αυτά ακόμα και μια μορφή αντισταθμιστικής ανταπόδοσης, σε βάθος χρόνου, του κέρδους που είχε η προστατευόμενη χώρα, θα μπορούσε να συζητηθεί.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι και πριν την εκτεταμένη οικονομική κρίση, η ουσιώδης Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είχε αρχίσει να αποτελεί μάλλον μακρινό όνειρο, ελέω τόσο της συνεχιζόμενης διεύρυνσης με την δυσκολία προσαρμογής και αφομοίωσης τόσων ετερόκλητων χαρακτηριστικών, αλλά και λόγω της αδυναμίας & ανικανότητας των Κοινοτικών επιτελών να επεξεργαστούν και προτείνουν ένα συγκροτημένο, οραματικό πλαίσιο για το μέλλον της Ε.Ε. (πλήρης αποτυχία στην προσπάθεια προώθησης ενός λειτουργικού ενιαίου συντάγματος). Κανείς όμως δεν έδειχνε να ανησυχεί από τις αρνητικές προοπτικές που διαγράφονταν για το τόσο φιλόδοξο αρχικό εγχείρημα της χάραξης κοινής οικονομικής και πολιτικής πορείας των χωρών της Ευρώπης. Κάποιοι (Αγγλία, Ιταλία & αρκετές πρώην Ανατολικές χώρες) για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, έδειχναν να προτιμούν μια πιο χαλαρή πολιτική διασύνδεση, επαναπαυμένοι στα οφέλη των ευκαιριών που δίνουν οι κοινοί κανόνες μιας τόσο ευρείας αγοράς.
Ιδιαίτερα τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης έδειξαν να αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η συνολική προσπάθεια τους κάτω από τις σφιχτές, μονεταριστικές επιταγές των όρων του Συμφώνου της Λισσαβόνας, της ΕΚΤ και της Κομισιόν, όταν οι κερδοσκοπικές πιέσεις κατά τις Ελλάδας εντάθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που έφεραν τη χώρα μας στα πρόθυρα της πτώχευσης και αφέθηκε να πλανάται η υποψία της πιθανής εμπλοκής της Κίνας στη διαχείριση του δημοσίου χρέους μας. Οι αντιδράσεις από το φόβο σταδιακής αποδόμησης του ευρώ και της διαφαινόμενης ανάδειξης του ρυθμιστικού ρόλου της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, έδωσαν το έναυσμα για μια σειρά δηλώσεων και υπονοούμενων σχετικά με σενάρια πιο άμεσης στήριξης της Ελλάδας (από προεξόφληση κοινοτικών επιδοτήσεων έως έκδοση ευρωομολόγου). Αυτές οι σκέψεις και κινήσεις εντάθηκαν χαρακτηριστικά τις τελευταίες ημέρες με την εμπλοκή στα «παιχνίδια» ανόδου των spreads, σημαντικών πυλώνων της Ευρωπαϊκής οικονομίας όπως η Ισπανία, γεγονός που προφανώς θορύβησε τους αξιωματούχους της Κομισιόν και τους ανησύχησε για τις σοβαρές συνέπειες από τη συνέχιση αυτής της κατάστασης. Η δήλωση ότι μια σχετική υποτίμηση του ευρώ (ήδη έφθασε στο 10%) μπορεί να αποβεί ευεργετική για την ανταγωνιστικότητα των κοινοτικών προϊόντων σε καιρό ύφεσης, δείχνει την μερική στροφή στην προσέγγιση του προσανατολισμού που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια.
Οι σκληροί «παίχτες» της εμμονής στα περιοριστικά κριτήρια της Λισσαβόνας παραμένουν κυρίως οι Γερμανοί, κυρίως λόγω μεγαλύτερης δυναμικής και όγκου της οικονομίας τους αλλά πιθανότατα και λόγω εθνικού εγωισμού και συγκυριών (συγκυβέρνησης με τους φιλελεύθερους). Παρόλα αυτά όμως έχουν αρχίσει να ακούγονται μεμονωμένες φωνές διερεύνησης της μετάβασης σε ένα πιο ευέλικτο οικονομικό πλάνο που πέρα από τη μονομανία στην τιθάσευση πληθωρισμό θα αντιλαμβάνεται ότι μακροπρόθεσμα η συνεχιζόμενη ύφεση, η απότομη άνοδος της ανεργίας και η διατάραξη της συνοχής του κοινωνικού ιστού που συνεπάγονται, μπορεί να έχουν πολλαπλασιαστικά αρνητικό αποτέλεσμα στο μέλλον της Ε.Ε. Άλλωστε, ανεξάρτητα από την επιμέρους θεμιτή κριτική που μπορεί να τους γίνει, οι πολιτικές πρωτοβουλίες του Μ.Ομπάμα αλλά σε μεγάλο βαθμό και του Γ.Μπράουν (σημαντική ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, προσπάθεια ρύθμισης των αγορών) έχουν συμβάλλει θετικά στην ανίχνευση των πρώτων σημαδιών φωτός προς την έξοδο των χωρών τους από τη κρίση.
Ίσως ήρθε λοιπόν και η ώρα, ειδικά για τα μέλη της Ευρωζώνης, να κατανοήσουν ότι θα ήταν εξαιρετικά οξυδερκές και διορατικό να απαγκιστρωθούν από τα δεσμά του μονεταρισμού που κυρίως οι Σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’90 της φόρτωσαν (οι Κεντροδεξιές την πλειοψηφία τους ακολούθησαν ασμένως) και να υιοθετήσουν ένα πιο δημιουργικό, πιο αναπτυξιακό σχέδιο που θα δίνει προτεραιότητα στην ευημερία των πολιτών κι όχι στην πρόσκαιρη, στυγνή αποτύπωση αριθμών. Ταυτόχρονα, οφείλουν να ανακαλύψουν από την αρχή τον τρόπο μιας βαθύτερης, αποδοτικότερης πολιτικής ενοποίησης, πάντοτε με σεβασμό στην πολιτισμική, ιστορική διαδρομή κάθε χώρας και τις ιδιαιτερότητες της αλλά με βασικό στόχο την πιο εύρυθμη διοίκηση της Ε.Ε. (εκσυγχρονισμό των δομών της, κοινή εξωτερική πολιτική, λειτουργικό Σύνταγμα). Ιδανικό δε, θα ήταν όλα αυτά να προχωρήσουν πριν βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να βιώσουν δραματικές συνέπειες (όπως η χρεωκοπία μιας χώρας - μέλος) ή έστω την πλήρη αδυναμία να αντισταθούν στα κερδοσκοπικά παιχνίδια κάποιων που τα επιχειρούν ακριβώς επειδή μπορούν εύκολα να διαγνώσουν το πόσο διάτρητο κι ανυπεράσπιστο παραμένει το Ευρωπαϊκό μας οικοδόμημα και σε αυτές τις πρακτικές.
Άγκυρα και Μόσχα δρουν σε βάρος των εθνικών συμφερόντων
Πριν από 8 ώρες
Πλήρη ενημέρωση αποδίδεται με το παρόν άρθρο αν και θα προτιμούσα μία πιο συρικνωμένη ανάλυση με περισσότερα οικονομικά στοιχεία, δείκτες (πχ. ρίσκου χώρας με άλλες Ευρωπαικές στην ίδια και λίγο καλύτερη μοίρα από την Ελλάδα).
πολύ σωστό το σχόλιο σου αλλά προσπαθώ να μην χρησιμοποιώ πολλά τεχνικά στοιχεία. Θέλω να είναι τα άρθρα όσο πιο κατανοητά γίνεται στο ευρύτερο δυνατό κοινό.