Η μνημονιακή συζήτηση στην Ελλάδα κινήθηκε από την πρώτη στιγμή σε
τέσσερα επίπεδα. Την τότε κυβερνητική λογική των Παπανδρέου –
Παπακωνσταντίνου για ένα απολύτως αποτελεσματικό σχέδιο που θα έβγαζε τη
χώρα στις αγορές το πολύ στις αρχές του 2012. Τη στάση της ΝΔ που δήλωνε τον
απόλυτο σεβασμό στις εθνικές υπογραφές κι αποδέχονταν πλήρως τους
στόχους του προγράμματος αναζητώντας όμως ταχύτερα αναπτυξιακά αντισταθμίσματα.
Την ξεκάθαρη θέση για έξοδο από το ευρώ που πέραν του ΚΚΕ πολλοί λίγοι
άλλοι ενστερνίζονταν και φυσικά την τσαμπουκοειδή προσέγγιση της μονομερούς
κατάργησης του μνημονίου και της επιβολής, στους εταίρους, με απροσδιόριστο
τρόπο, των δικών μας, ακόμα πιο απροσδιόριστων, προτάσεων!
Η πρώτη πολιτική επιλογή αποδείχτηκε στην πράξη κοντόφθαλμη όπως καταδεικνύουν και οι υποεκτιμήσεις για την ύφεση και την ανεργία που τουλάχιστον κατά 50% μπορούν να αποδοθούν στη δομή του προγράμματος (χρονοδιάγραμμα και μέρος των προτεραιοτήτων). Η δεύτερη αν και αναγκασμένη συνεχώς να προσαρμόζεται σε όλο και πιο στενά περιθώρια, λόγω της κλιμακωτής συσσώρευσης αρνητικών συνεπειών για την οικονομία και την κοινωνία, δεν παρέκκλινε των δυο βασικών της στόχων (παραμονή στο ευρώ και ανάσχεση της ύφεσης).
Η πρώτη πολιτική επιλογή αποδείχτηκε στην πράξη κοντόφθαλμη όπως καταδεικνύουν και οι υποεκτιμήσεις για την ύφεση και την ανεργία που τουλάχιστον κατά 50% μπορούν να αποδοθούν στη δομή του προγράμματος (χρονοδιάγραμμα και μέρος των προτεραιοτήτων). Η δεύτερη αν και αναγκασμένη συνεχώς να προσαρμόζεται σε όλο και πιο στενά περιθώρια, λόγω της κλιμακωτής συσσώρευσης αρνητικών συνεπειών για την οικονομία και την κοινωνία, δεν παρέκκλινε των δυο βασικών της στόχων (παραμονή στο ευρώ και ανάσχεση της ύφεσης).
Η «διαπλοκή» των άλλων δυο επιλογών, με θέσεις που κινούνται από τον
κυνισμό ως τη μυθοπλασία, αποτελεί το μόνιμο αποκούμπι του άκρατου
λαϊκισμού. Όσοι αρνούνται να αποδεχτούν τις συνέπειες μιας τουλάχιστον έντιμης
δραχμολογίας, προωθούν ευφάνταστα σενάρια του τύπου «θα κλείσουμε τους
Ευρωπαίους ηγέτες σε μια αίθουσα ώσπου να τους πείσουμε να αλλάξουν συνολικά
προσέγγιση».
Έτσι όμως αποφεύγουν αυτό που θα έπρεπε εξαρχής να έχουν επιχειρήσει και
που η κοινωνία δείχνει να αντιλαμβάνεται θεωρώντας πλέον σε συντριπτικό
ποσοστό, ιδιαίτερα μετά τις Κυπριακές εξελίξεις, ανέφικτη την πλήρη απεμπλοκή
από το μνημόνιο χωρίς την απόσχιση από την Ευρωζώνη (χωρίς να
αποκλείεται η συνέχιση μνημονιακών πολιτικών και εκτός αυτής!). Να συγκροτήσουν
δηλαδή, από την εποχή των ετερόκλητων Αγανακτισμένων, ένα μέτωπο που θα
στόχευε στη μοναχική πορεία της δραχμής αναλύοντας διεξοδικά πλεονεκτήματα και
μειονεκτήματα.
Όσο κι αν κανείς μπορεί να διαφωνεί δομικά με μια τέτοια προοπτική, όχι
μόνο για τις καταστροφικές οικονομικές συνέπειες αλλά και για σαφείς
γεωπολιτικούς λόγους, θα αποτελούσε έστω ένα διαυγές ιδεολογικό αντίβαρο
στην Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, από τη στιγμή που κάποιοι αδυνατούν να
αποδεχτούν τα πολιτικά δεδομένα και τα όρια των διαπραγματεύσεων.
Η ψευδαίσθηση της επιβολής (κι όχι της συνδιαλλαγής) στο Ευρωπαϊκό
κατεστημένο, με ανύπαρκτους συμμάχους και συνεργασίες, καθοδηγούσε συνεχώς την
κοινωνία στην άρνηση κάθε μεταρρύθμισης, στην αποφυγή κάθε διαρθρωτικής
αλλαγής. Όσο πιο γρήγορα καθαρίσει το τοπίο της αναπαραγωγής μιας
μικροπολιτικής φενάκης, τόσο η συζήτηση θα μετατοπιστεί στην ουσία των
θεμελιωδών ζητημάτων τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια