Μετά
από 24 συναπτά τρίμηνα αρνητικής παραγωγικής πορείας η Ελλάδα βρέθηκε
στο 3ο τρίμηνο του 2014 να επανακάμπτει με τον σημαντικό, και πάνω από κάθε
πρόβλεψη, ρυθμό ανάπτυξης του 1,7%. Ήδη βέβαια η θετική στροφή είχε επέλθει από το 2ο τρίμηνο με 0,4%. Παραβλέποντας τις αφόρητα λαϊκίστικες
προσεγγίσεις που περιγράφουν μια αναμφισβήτητη επιτυχία ως «μίασμα»,
επειδή προήλθε με πολιτικές στο αρχικό σχέδιο των οποίων περιέχονταν και
υπερβολές ή μονομέρειες που πλέον γίνεται συγκροτημένη προσπάθεια να
ανασχεθούν, αυτό που αξίζει να αφουγκραστεί κανείς είναι την αγωνία της
κοινωνίας για να μετασχηματισθεί το γρηγορότερο αυτή η θετική εξέλιξη σε απτό
όφελος για τον κάθε πολίτη.
Τα
νούμερα που πολλοί τα δαιμονοποιούν δεν είναι παρά η αποτύπωση της
κοινωνικής πραγματικότητας μόνο που η αρχή κάθε αλλαγής στην τάση, είτε
θετική είτε αρνητική, δεν εξαφανίζει τις συνέπειες τις προηγούμενες περιόδου ως
δια μαγείας. Για τον ίδιο λόγο που για κάποιους το 1,7% ανάπτυξη δεν σημαίνει
ακόμα κάτι συγκεκριμένο για τη βελτίωση της ζωής τους, έτσι κι όταν η χώρα έμπαινε στην
ύφεση κι η «ορχήστρα» στο κατάστρωμα έπαιζε τη μουσική της ευδαιμονίας όλοι μας θεωρούσαμε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που να μας αφορά. Η αρχική στροφή από την
ευρύτατη διάχυση μιας αλλαγής απαιτεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Ακόμα
κι έτσι όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που βίωσαν το τέλος της ανεργίας μετά
από μεγάλο διάστημα σκληρής προσωπικής απαξίωσης. Η μείωση του σχετικού δείκτη
κατά 2,1% σημαίνει ότι πάνω από 100 χιλιάδες συμπολίτες μας επανήλθαν στη
δημιουργική διαδικασία. Συγκεκριμένοι κλάδοι που αύξησαν σημαντικά τους κύκλους
εργασιών τους, όπως ο τουρισμός, βρίσκονται σε φάση συνεχών νέων
επενδύσεων κι αναβάθμισης των υπηρεσιών τους.
Άλλοι
πάλι αξιοποίησαν τη συγκυρία για να αποκτήσουν πιο εξωστρεφή προσανατολισμό
όπως τα αγροτικά προϊόντα και η μεταποίηση τους ή τα logistics. Έστω κι αν συνολικά οι εξαγωγές δεν
έχουν αποκτήσει την έντονη θετική προοπτική που θα αναμένονταν (για λόγους
ελλειπούς χρηματοδότησης και αδύναμης παραγωγικής αναπροσαρμογής), σε ένα
αποπληθωριστικό κλίμα ακόμα κι αν τα ονομαστικά έσοδα υπολείπονται η αλλαγή
τάσης παραμένει.
Ενώ
λοιπόν το ζητούμενο πλέον είναι οι τρόποι αναθέρμανσης της παραγωγικής
μηχανής (φιλικό επενδυτικό περιβάλλον με φορολογικές, γραφειοκρατικές,
ενεργειακές και άλλες διευκολύνσεις, επαρκής ρευστότητα) η αναδιάταξη δυνάμεων
ακόμα και με μετατόπιση υπερβαλλόντων κεφαλαίων από ένα κομμάτι του χώρου των
υπηρεσιών προς πιο σταθερές ή πιο καινοτόμες δραστηριότητες, ορισμένοι
λειτουργούν με τυφλωτικές παρωπίδες στείρας μικροκομματικής αντιπαράθεσης και ιδεολογικών
σοφιστειών.
Το
ισχυρό τους όπλο, σε μια σύγκρουση που δεν θα γινόταν με συναισθηματικούς
τιμωρητικούς όρους για το πολιτικό παρελθόν αλλά με βλέμμα στην ταχύτερη
ανάταξη των συνεπειών των μνημονιακών μονομερειών μέσα από μια εύρωστη
πραγματική οικονομία, θα έπρεπε να αποτελεί η ανάδειξη προτάσεων που προωθούν
την επιχειρηματικότητα, ενισχύουν την απασχόληση χωρίς να δημιουργούν νέα
δημόσια χρέη. Έτσι δεν ξαναγεμίζει η τσέπη των ανθρώπων απλά δημιουργούνται
οι προϋποθέσεις για μελλοντικούς φόρους που θα καλύψουν τα νέα ελλείμματα.
Αντί
να επιχειρήσουν να πείσουν την κοινωνία για τις ρεαλιστικές θέσεις τους που θα
μπορούν (;) να «φουσκώσουν» περαιτέρω τις προβλέψεις για τους
αναπτυξιακούς ρυθμούς των επόμενων ετών καλύπτοντας ταχύτερα την συσσωρευμένη
πτώση 25% στο ΑΕΠ και να «τσακίσουν» τους δείκτες της ανεργίας, επιδίδονται στο
επικοινωνιακό κυνήγι της ουράς τους αναζητώντας στο θυμικό των πολιτών την
εξιλέωση ή την αναβάπτιση. Τα όποια λάθη του παρελθόντος δεν εξαλείφονται
με ακόμα μεγαλύτερα νέα λάθη. Η πρόσκαιρη ανακούφιση της «τιμωρίας» γρήγορα
ακολουθείται από τη συνειδητοποίηση της κούφιας έκρηξης.
Κων/νος
Μανίκας
Οικονομολόγος
– Ψυχολόγος