Υπάρχει μια τρομακτική ανάγκη να διακρίνουμε τη δημοσιονομική λιτότητα από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τα προγράμματα ατελείωτης λιτότητας που εφαρμόζονται στα κράτη GIIPS – Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία – απειλούν να συντρίψουν την οικονομία τους σε βαθμό που τα καθιστά κοινωνικά δυσβάστακτα. Αντιθέτως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, των αγορών απασχόλησης και άλλα ανάλογα μέτρα θα ήταν ευεργετικά για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Απαιτείται επιτέλους ένα μείγμα πολιτικής που θα δίνει την έμφαση στα διαρθρωτικά μέτρα και θα τραβά μια κόκκινη γραμμή στα μέτρα λιτότητας προκειμένου η κρίση του ευρώ να μη βγει εκτός ελέγχου.
Τα δύο τελευταία χρόνια οι Ευρωπαίοι εξοικειώθηκαν οικτρά με το καθοδικό σπιράλ της λιτότητας. Μια κυβέρνηση που πρέπει να μειώσει το δημόσιο έλλειμμά της υιοθετεί ένα πρόγραμμα αύξησης της φορολογίας και μείωσης των δημοσίων δαπανών. Το αποτέλεσμα είναι πως αυτή η δημοσιονομική σύσφιξη προκαλεί με τη σειρά της σύσφιγξη στην οικονομία – εν μέρει λόγω των άμεσων επιπτώσεων της απορρόφησης χρήματος από τον ιδιωτικό τομέα και εν μέρει επειδή ο ιδιωτικός τομέας χάνει την εμπιστοσύνη του. Οι πιέσεις στην πραγματική οικονομία σημαίνει ότι τα φορολογικά έσοδα δεν αυξάνονται όσο είχε προβλεφθεί.
Κατά συνέπεια το έλλειμμα δεν μειώνεται επαρκώς σαν ποσοστό του συρρικνούμενου ΑΕΠ. Τότε οι πιστωτές αυτού του κράτους, με επικεφαλής τη Γερμανία, ζητούν άλλον ένα γύρο λιτότητας προκειμένου να πετύχει το πρόγραμμα και να πιαστούν οι στόχοι. Να όμως που με κάθε γύρο λιτότητας το κόστος για τον πληθυσμό γίνεται όλο και μεγαλύτερο, ενώ παράλληλα μειώνεται η πεποίθηση ότι υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ και το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης εκμηδενίζεται.
Οι Έλληνες, οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι προσπαθούν να ανέβουν μια κυλιόμενη σκάλα ανάποδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ιταλία και η Ισπανία εισέρχονται τώρα σε τέτοια προγράμματα. Θα χρειαστούν όμως ατελείωτοι γύροι λιτότητας το 2012 αν αυτό το μείγμα πολιτικής μείνει ως έχει. Σε τελική ανάλυση τα δημόσια ελλείμματα του έτους 2011 παραμένουν στο 10% για την Ελλάδα και την Ιρλανδία, στο 7 - 8% για την Ισπανία και την Πορτογαλία (αν αγνοήσουμε τη δημιουργική λογιστική της Λισσαβόνας που μετέφερε τις μελλοντικές υποχρεώσεις των συνταξιοδοτικού των τραπεζών στο κράτος με αντάλλαγμα κάποια κεφάλαια για να κλείσει το έλλειμμα) και στο 4% για την Ιταλία.
Κάποια λιτότητα απαιτείται, δεδομένου του ότι οι δημόσιες δαπάνες βγήκαν εκτός ελέγχου στα χρόνια της ανάπτυξης και του ότι ορισμένα κράτη υιοθέτησαν δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας τους μετά τη χρεοκοπία των Lehman Brothers το 2008. Στην περίπτωση της Ελλάδας διαπιστώθηκε επίσης μια αδυναμία για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος που σήμανε απώλεια χρόνου και αξιοπιστίας. Αλλά οι ατελείωτοι γύροι λιτότητας συντρίβουν την οικονομία. Η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν η εφαρμογή ενός συμπαγούς προγράμματος που θα εφαρμοστεί σωστά και στη συνέχεια η επανεκκίνηση της οικονομίας σε αυτή τη βάση.
Βέβαια οι πιστωτές δεν είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τίποτα χωρίς κέρδη. Αλλά υπάρχει μια σημαντική σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στη λιτότητα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη. Και οι δύο απαιτούν πολιτικό θάρρος από μια κυβέρνηση και θυσίες από το λαό της. Αλλά η λιτότητα απλά συμπιέζει την οικονομία και οδηγεί σε ύφεση ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε ανάπτυξη – αν και μακροπρόθεσμα. Με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα ήταν δυνατή ακόμα και η έναρξη ενός ενάρετου κύκλου με αναζωογόνηση της οικονομίας, αύξηση φορολογικών εσόδων, μείωση του ελλείμματος και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα διαρθρωτικής μεταρρύθμισης. Μια συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση όχι μόνο μειώνει τις δημόσιες δαπάνες, ιδίως μακροπρόθεσμα, καθώς αυξάνονται οι αποταμιεύσεις χρόνο με το χρόνο αλλά και αυξάνει το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας μέσα από την αύξηση της εργατικής δύναμης. Το ίδιο ισχύει και για τη μεταρρύθμιση της αγοράς απασχόλησης. Όταν διευκολύνονται οι προσλήψεις και οι απολύσεις, ασκούνται καθοδικές πιέσεις στους μισθούς κι έτσι βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και μειώνεται η ανεργία – που με τη σειρά της σημαίνει μείωση των κρατικών δαπανών για την κοινωνική πρόνοια.
Αλλά και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, αύξηση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα και του δικαστικού σώματος – χρειάζονται και μπορούν να βελτιώσουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα να μειώνουν το δημόσιο χρέος. Το ίδιο κάνει και η πάταξη της φοροδιαφυγής.
Όλα τα κράτη των GIIPS έκαναν κάποια πράγματα στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, για παράδειγμα, αύξησαν την ηλικία συνταξιοδότησης. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν αργά και ενίοτε έγιναν με μισή καρδιά. Το χειρότερο παράδειγμα είναι η Ελλάδα: ελάχιστα έκανε σε ό,τι αφορά την πάταξη της φοροδιαφυγής και τις ιδιωτικοποιήσεις. Εν τω μεταξύ οι νέες κυβερνήσεις της Ρώμης και της Μαδρίτης δεν έχουν καταπιαστεί ακόμη με τη μεταρρύθμιση των αγορών απασχόλησης, αν και λένε ότι σύντομα θα το κάνουν.
Αν τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου μπορούσαν να πείσουν τους πιστωτές τους ότι έχουν πάρει στα σοβαρά το θέμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα κέρδιζαν πολλούς πόντους. Και θα βρίσκονταν σε καλύτερη θέση ώστε να αποφύγουν κι άλλους κύκλους λιτότητας. Σε τελική ανάλυση η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ θα μπορούσε να πείσει το λαό της ότι οι οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας εννοούν στα σοβαρά ότι κάνουν αλλαγές.
Και το πιο σημαντικό, θα επωφεληθούν και οι οικονομίες της Γερμανίας και των άλλων κρατών πιστωτών. Η λιτότητα του γείτονα, σε συνδυασμό με την απειλή ότι ολόκληρη η Ευρωζώνη μπορεί να εκραγεί, δεν ωφελεί την επιχειρηματικότητα. Αλλά για να αρχίσουμε αυτή τη διαδικασία, οι σχεδιαστές πολιτικής και οι αυθεντίες της Ευρωζώνης πρέπει να σταματήσουν να μιλάνε για λιτότητα και μεταρρύθμιση σαν να επρόκειτο για το ίδιο πράγμα.
ΠΗΓΗ: BANKSNEWS.GR
http://www.banksnews.gr/portal/home-page/124-top-story/4425-2012-01-10-22-17-09
Τα δύο τελευταία χρόνια οι Ευρωπαίοι εξοικειώθηκαν οικτρά με το καθοδικό σπιράλ της λιτότητας. Μια κυβέρνηση που πρέπει να μειώσει το δημόσιο έλλειμμά της υιοθετεί ένα πρόγραμμα αύξησης της φορολογίας και μείωσης των δημοσίων δαπανών. Το αποτέλεσμα είναι πως αυτή η δημοσιονομική σύσφιξη προκαλεί με τη σειρά της σύσφιγξη στην οικονομία – εν μέρει λόγω των άμεσων επιπτώσεων της απορρόφησης χρήματος από τον ιδιωτικό τομέα και εν μέρει επειδή ο ιδιωτικός τομέας χάνει την εμπιστοσύνη του. Οι πιέσεις στην πραγματική οικονομία σημαίνει ότι τα φορολογικά έσοδα δεν αυξάνονται όσο είχε προβλεφθεί.
Κατά συνέπεια το έλλειμμα δεν μειώνεται επαρκώς σαν ποσοστό του συρρικνούμενου ΑΕΠ. Τότε οι πιστωτές αυτού του κράτους, με επικεφαλής τη Γερμανία, ζητούν άλλον ένα γύρο λιτότητας προκειμένου να πετύχει το πρόγραμμα και να πιαστούν οι στόχοι. Να όμως που με κάθε γύρο λιτότητας το κόστος για τον πληθυσμό γίνεται όλο και μεγαλύτερο, ενώ παράλληλα μειώνεται η πεποίθηση ότι υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ και το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης εκμηδενίζεται.
Οι Έλληνες, οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι προσπαθούν να ανέβουν μια κυλιόμενη σκάλα ανάποδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ιταλία και η Ισπανία εισέρχονται τώρα σε τέτοια προγράμματα. Θα χρειαστούν όμως ατελείωτοι γύροι λιτότητας το 2012 αν αυτό το μείγμα πολιτικής μείνει ως έχει. Σε τελική ανάλυση τα δημόσια ελλείμματα του έτους 2011 παραμένουν στο 10% για την Ελλάδα και την Ιρλανδία, στο 7 - 8% για την Ισπανία και την Πορτογαλία (αν αγνοήσουμε τη δημιουργική λογιστική της Λισσαβόνας που μετέφερε τις μελλοντικές υποχρεώσεις των συνταξιοδοτικού των τραπεζών στο κράτος με αντάλλαγμα κάποια κεφάλαια για να κλείσει το έλλειμμα) και στο 4% για την Ιταλία.
Κάποια λιτότητα απαιτείται, δεδομένου του ότι οι δημόσιες δαπάνες βγήκαν εκτός ελέγχου στα χρόνια της ανάπτυξης και του ότι ορισμένα κράτη υιοθέτησαν δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας τους μετά τη χρεοκοπία των Lehman Brothers το 2008. Στην περίπτωση της Ελλάδας διαπιστώθηκε επίσης μια αδυναμία για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος που σήμανε απώλεια χρόνου και αξιοπιστίας. Αλλά οι ατελείωτοι γύροι λιτότητας συντρίβουν την οικονομία. Η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν η εφαρμογή ενός συμπαγούς προγράμματος που θα εφαρμοστεί σωστά και στη συνέχεια η επανεκκίνηση της οικονομίας σε αυτή τη βάση.
Βέβαια οι πιστωτές δεν είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τίποτα χωρίς κέρδη. Αλλά υπάρχει μια σημαντική σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στη λιτότητα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη. Και οι δύο απαιτούν πολιτικό θάρρος από μια κυβέρνηση και θυσίες από το λαό της. Αλλά η λιτότητα απλά συμπιέζει την οικονομία και οδηγεί σε ύφεση ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε ανάπτυξη – αν και μακροπρόθεσμα. Με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα ήταν δυνατή ακόμα και η έναρξη ενός ενάρετου κύκλου με αναζωογόνηση της οικονομίας, αύξηση φορολογικών εσόδων, μείωση του ελλείμματος και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα διαρθρωτικής μεταρρύθμισης. Μια συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση όχι μόνο μειώνει τις δημόσιες δαπάνες, ιδίως μακροπρόθεσμα, καθώς αυξάνονται οι αποταμιεύσεις χρόνο με το χρόνο αλλά και αυξάνει το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας μέσα από την αύξηση της εργατικής δύναμης. Το ίδιο ισχύει και για τη μεταρρύθμιση της αγοράς απασχόλησης. Όταν διευκολύνονται οι προσλήψεις και οι απολύσεις, ασκούνται καθοδικές πιέσεις στους μισθούς κι έτσι βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και μειώνεται η ανεργία – που με τη σειρά της σημαίνει μείωση των κρατικών δαπανών για την κοινωνική πρόνοια.
Αλλά και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, αύξηση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα και του δικαστικού σώματος – χρειάζονται και μπορούν να βελτιώσουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα να μειώνουν το δημόσιο χρέος. Το ίδιο κάνει και η πάταξη της φοροδιαφυγής.
Όλα τα κράτη των GIIPS έκαναν κάποια πράγματα στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, για παράδειγμα, αύξησαν την ηλικία συνταξιοδότησης. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν αργά και ενίοτε έγιναν με μισή καρδιά. Το χειρότερο παράδειγμα είναι η Ελλάδα: ελάχιστα έκανε σε ό,τι αφορά την πάταξη της φοροδιαφυγής και τις ιδιωτικοποιήσεις. Εν τω μεταξύ οι νέες κυβερνήσεις της Ρώμης και της Μαδρίτης δεν έχουν καταπιαστεί ακόμη με τη μεταρρύθμιση των αγορών απασχόλησης, αν και λένε ότι σύντομα θα το κάνουν.
Αν τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου μπορούσαν να πείσουν τους πιστωτές τους ότι έχουν πάρει στα σοβαρά το θέμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα κέρδιζαν πολλούς πόντους. Και θα βρίσκονταν σε καλύτερη θέση ώστε να αποφύγουν κι άλλους κύκλους λιτότητας. Σε τελική ανάλυση η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ θα μπορούσε να πείσει το λαό της ότι οι οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας εννοούν στα σοβαρά ότι κάνουν αλλαγές.
Και το πιο σημαντικό, θα επωφεληθούν και οι οικονομίες της Γερμανίας και των άλλων κρατών πιστωτών. Η λιτότητα του γείτονα, σε συνδυασμό με την απειλή ότι ολόκληρη η Ευρωζώνη μπορεί να εκραγεί, δεν ωφελεί την επιχειρηματικότητα. Αλλά για να αρχίσουμε αυτή τη διαδικασία, οι σχεδιαστές πολιτικής και οι αυθεντίες της Ευρωζώνης πρέπει να σταματήσουν να μιλάνε για λιτότητα και μεταρρύθμιση σαν να επρόκειτο για το ίδιο πράγμα.
ΠΗΓΗ: BANKSNEWS.GR
http://www.banksnews.gr/portal/home-page/124-top-story/4425-2012-01-10-22-17-09
0 σχόλια