Του Βασίλη Μπαλάφα
Από την εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΑ" του Σαββάτου, 2 Ιουνίου 2012, σελίδα 7 :
Έχουμε ήδη διανύσει μια πολύ μεγάλη περίοδο στην χώρα κατά την οποία ο κύριος πολιτικός διάλογος, προεκλογικά και μετεκλογικά, κινήθηκε στο πεδίο της γενικότητας χωρίς την ευθύνη όλων. Για αρκετό καιρό οι συζητήσεις παρασύρθηκαναπό τις εσωτερικές αναζητήσεις ενός πολιτικού φορέα, αποτελούμενου από ένα ψηφιδωτό συνιστωσών, παράπλευρων δυνάμεων, ημι – συνεργαζόμενων νεφελωδών μορφωμάτων, ετερόκλητων μεταξύ τους προσώπων, που κατά περιόδους, ακόμα και μέσα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, έπαιζαν το ρόλο των «επαναστατικών» μειοψηφιών.
Αν θυμάται κανείς παλαιότερα συνέδρια αυτού του κόμματος ή ψάξει να βρει πρακτικά από συνεδριάσεις, ακόμα και των κορυφαίων οργάνων του, θα εντοπίσει ότι δεν πρόκειται για ένα φορέα όπου κάποιοι άνθρωποι μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ πεδίο θέσεων και αρχών και από εκεί και πέρα να συνθέσουν απόψεις, αλλά πρόκειται για ένα σύνολο διαιρεμένο σε υποσύνολα τα οποία σε διάφορα θέματα τα χωρίζουν χάσματα.
Αυτό δυστυχώς φάνηκε και αποτυπώθηκε στο δημόσιο διάλογο που εξελίχθηκε μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Το είδαμε και σε άλλους σχηματισμούς που κατέβηκαν στις εκλογές και εκπρόσωποί τους κατά τις τηλεοπτικές συζητήσεις δήλωναν ότι διατηρούν τις προσωπικές τους αντιλήψεις επί σημαντικών θεμάτων, διαμόρφωναν όμως την ατζέντα της κάθε συζήτησης και την επόμενη ημέρα μπορούσε κανείς να ακούσει εκπρόσωπο από το ίδιο κόμμα να εκφέρει τελείως διαφορετικές απόψεις. Με τον τρόπο αυτό εξελίσσονταν οι συζητήσεις, χωρίς να μπορεί να βγει συμπέρασμα και να αποκρυσταλλωθούν οι θέσεις ολόκληρων κομματικών σχηματισμών οι οποίοι όμως ήθελαν και θέλουν να προτάξουν σχεδόν καταστροφικές επιλογές που μπορούν να καταστρέψουν ή να οδηγήσουν σε απόγνωση την Ελλάδα και το λαό της.
Αν μπορώ, με όση αντικειμενικότητα δύναμαι να εξετάσω τις καθημερινές συζητήσεις, σε κάτι να καταλήξω, είναι ότι αν μεθαύριο κάποιο από αυτά τα μορφώματα κυβερνήσει τη χώρα, στην περίπτωση που πάει κάτι στραβά, δεν θα μπορούμε με τίποτα να εντοπίσουμε ποια επιλογή ήταν η μοιραία και ποιος την εισηγήθηκε ή την πρότεινε. Δεν θα μπορούμε καν να διορθώσουμε αυτή την επιλογή διότι θα βρίσκεται πάντα πίσω από ένα νεφέλωμα ετερόκλητων απόψεων που πιθανώς να έχουν συμφωνήσει σε έναν πολύ ελάχιστο παρανομαστή. Και ενδεχομένως, αυτός οπαρανομαστής τελικά να είναι τόσο ελάχιστος, τόσο ανεδαφικός, τόσο λαϊκίστικος ή ακόμα και ακραίος, που θα αποτελεί από μόνος του μια άσκηση ορισμού της ουτοπίας ή του αόριστου.
Περί αυτών τελικά πρόκειται όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που διαγωνίζονται είτε στην διατύπωση ακραίων θεωριών και θεωρήσεων περί μιας ουτοπικής, αλλά πιθανώς ελκυστικής κατάστασης, είτε στην εκφορά δικανικών λογυδρίων που θα ήταν εξαιρετικά αν έστηναν μια προσομοίωση παγκόσμιας δίκης, σε φοιτητικό αμφιθέατρο, ενώπιον κάποιωνεξωγήινων όντων που οι ίδιοι θα είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν ότι τα αποδέχονται ως κριτές για την όποια υπόθεση. Και γράφω «εξωγήινων» γιατί είναι προφανές ότι άνθρωποι που αρέσκονται να θεωρούν τη δική τους προσωπική, γενική θεώρηση – και όχι απλώς άποψη – ως αυθεντία ή ως υπέρτατη, δεν θα μπορούσαν να καταδεχθούν κάτι «γήινο» ότι θα είχε την επάρκεια να αναλάβει το ρόλο του κριτή.
Την ώρα λοιπόν που σε ολόκληρη την Ευρώπη ο διάλογος αποκτά χαρακτηριστικά που ζητούν επειγόντως επίλυση, την ώρα που μεγάλες χώρες αντιμετωπίζουν το φάσμα ένταξής τους σε ένα γιγαντιαίο μηχανισμό στήριξης και εξυγίανσης, εμείς εδώ στην Ελλάδα προσπαθούμε ως σχεδόν παρατηρητές να συνδράμουμε στην προσπάθεια του Τσίπρα και των συντρόφων του να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Προσπαθούμε δηλαδή, είτε με διευκρινιστικές ερωτήσεις, είτε ακόμα και με τη μαιευτική μέθοδο, να κατανοήσουμε τί πραγματικά προτείνουν αυτοί οι άνθρωποι, σε τι στοχεύουν και ποια επί της ουσίας είναι η συνολική, πολιτική τους πρόταση διακυβέρνησης σε διάφορα θέματα και δεν περιορίζομαι μονάχα στα ζητήματα της οικονομίας.
Αυτό λοιπόν σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που παλεύει να κρατηθεί μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, το οποίο εν πολλοίς και η ίδια ενέπνευσε και του μετάγγισε οράματα και ελπίδες, σε μια χώρα με τεράστια οικονομικά και δομικά προβλήματα, δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Δεν είναι δυνατόν την ώρα που η Κύπρος σχεδόν παρακαλά να ενταχθεί στο EFSF, με δεδομένα τα βήματα που ήδη έχει κάνει για να εκμεταλλευτεί πλούτο που βρίσκεται στα «σωθικά» της, με δεδομένο το γεγονός ότι ήδη στράφηκε σε διακρατικό δανεισμό με τη Ρωσία (2 δις ευρώ) ο οποίος όμως πια δεν επαρκεί, εμείς στην Ελλάδα να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις πιθανές εκφάνσεις των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ και τις όποιες εσωτερικές ανησυχίες τους που ομοιάζουν με λογοτεχνικά δοκίμια ενδοψυχικών ή υπαρξιακών αναζητήσεων. Και το πράγμα τις προηγούμενες ημέρες έγινε ακόμη χειρότερο καθώς σε αυτό το ψηφιδωτό προστέθηκαν και άλλες επίδοξες συνιστώσες, και άλλες εν δυνάμει συνεργαζόμενες δυνάμεις που θέλουν κάποια στιγμή στο μέλλον να επηρεάσουν τις κεντρικές του πολιτικές επιλογές ή επιζητούν να αποτελέσουν ένα μελλοντικό πλειοψηφικό ρεύμα εντός του σχηματισμού που θα αναδείξει τη δική του «μοναδική» αλήθεια.
Είναι κρίσιμο να κινηθούμε το επόμενο χρονικό διάστημα στο «επί του πρακτέου». Να ξεκαθαρίσουμε πέρα από το γενικό «θέλουμε ή όχι να μείνουμε στο ευρώ» και τους ειδικούς όρους με τους οποίους μπορούμε αξιοπρεπώς να πορευτούμε ως κοινωνία και με δυσκολία να ανατάξουμε μια οικονομία που διψά για ρευστότητα και ανάπτυξη. Να μιλήσουμε για προτάσεις και για τα αποτελέσματά τους καθώς και για την ανάγκη λήψης αποφάσεων και όχι για «μουσαντένια» χαρτονομίσματα που θα τυπώνει ένας πολύγραφος μέσα σε κάθε σπίτι, έτσι όπως διατείνονται διάφοροι αφελείς και τελικά επικίνδυνοι για τις μεσαίες τάξεις κυρίως, που θα αποτελέσουν τον κύριο και κρίσιμο μοχλό υλοποίησης ενός σχεδίου ανόρθωσης. Κάποιοι σήμερα κοιτούν ακόμα και αυτές να τις εξαφανίσουν.
Νομίζω ότι οι 18 συγκεκριμένες προτάσεις – παρεμβάσεις που διατύπωσε και κατέθεσε στο δημόσιο διάλογο την Πέμπτη ο Σαμαράς κινούνται σε ακριβώς αυτό που περιέγραψα. Στο «επί του πρακτέου» που εντάσσεται μέσα στον τρέχοντα ευρωπαϊκό ρεαλισμό και διατηρεί τη χώρα στο τραπέζι του διαλόγου, έχοντας πλάι της τους συμμάχους που διαλέγει και όχι εκείνους που πιθανώς να αναζητήσει γονυπετής στο μέλλον. Όση κριτική και αν ασκήσει κανείς, σίγουρα δεν θα μπορέσει να τις εκμηδενίσει. Θα πρέπει, αν θέλει, να τις ανατρέψει με συγκεκριμένο πλάνο, αντιπρόταση ρεαλιστική και χωρίς επιλογές διεθνούς απομόνωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να προβληματιστούμε όλοι μας ενόψει των επερχόμενων εκλογών, αν βέβαια έχουμε την επιθυμία να κινηθούμε σε μια βάση ποιοτικών κοινών παρανομαστών και όχι σε μια θεώρηση εσωτερικής κατανάλωσης που μπορεί να ηχεί ευχάριστα, αλλά τελικά υποκρύπτει αβύσσους.
Ο Σαμαράς μίλησε για εκείνα που απασχολούν σήμερα την κοινωνία. Την ανάπτυξη, την καταπολέμηση της ανεργίας, τα δάνεια, τη «μετενέργεια», τους φόρους, τις συντάξεις, τους μισθούς, την περικοπή σπαταλών, τον «Τειρεσία», τον συμψηφισμό οφειλών από και προς το Δημόσιο, την ασφάλεια των πολιτών, τη λαθρομετανάστευση, τις αποκρατικοποιήσεις κ.α.. Αυτά νομίζω ότι μας καίνε σήμερα όλους. Σε αυτά θα πρέπει να αντιταχθούν αντιπροτάσεις καιόχι ανεφάρμοστα θεωρητικά μοντέλα ή αυτοκτονικές «μπλόφες» και λογικές του να γυρίσουμε τα τραπέζια ανάποδα. Ειδικά αυτό το τελευταίο μου θυμίζει κάποιον παλαιότερα που πήγαινε με τα μπιστόλια πάνω στα τραπέζια για να διαπραγματευτεί υποτίθεται. Δεν πιστεύω να τον ξεχάσατε …
ΠΗΓΗ: http://vbalafas.blogspot.gr/2012/06/blog-post.html
Από την εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΑ" του Σαββάτου, 2 Ιουνίου 2012, σελίδα 7 :
Έχουμε ήδη διανύσει μια πολύ μεγάλη περίοδο στην χώρα κατά την οποία ο κύριος πολιτικός διάλογος, προεκλογικά και μετεκλογικά, κινήθηκε στο πεδίο της γενικότητας χωρίς την ευθύνη όλων. Για αρκετό καιρό οι συζητήσεις παρασύρθηκαναπό τις εσωτερικές αναζητήσεις ενός πολιτικού φορέα, αποτελούμενου από ένα ψηφιδωτό συνιστωσών, παράπλευρων δυνάμεων, ημι – συνεργαζόμενων νεφελωδών μορφωμάτων, ετερόκλητων μεταξύ τους προσώπων, που κατά περιόδους, ακόμα και μέσα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, έπαιζαν το ρόλο των «επαναστατικών» μειοψηφιών.
Αν θυμάται κανείς παλαιότερα συνέδρια αυτού του κόμματος ή ψάξει να βρει πρακτικά από συνεδριάσεις, ακόμα και των κορυφαίων οργάνων του, θα εντοπίσει ότι δεν πρόκειται για ένα φορέα όπου κάποιοι άνθρωποι μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ πεδίο θέσεων και αρχών και από εκεί και πέρα να συνθέσουν απόψεις, αλλά πρόκειται για ένα σύνολο διαιρεμένο σε υποσύνολα τα οποία σε διάφορα θέματα τα χωρίζουν χάσματα.
Αυτό δυστυχώς φάνηκε και αποτυπώθηκε στο δημόσιο διάλογο που εξελίχθηκε μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Το είδαμε και σε άλλους σχηματισμούς που κατέβηκαν στις εκλογές και εκπρόσωποί τους κατά τις τηλεοπτικές συζητήσεις δήλωναν ότι διατηρούν τις προσωπικές τους αντιλήψεις επί σημαντικών θεμάτων, διαμόρφωναν όμως την ατζέντα της κάθε συζήτησης και την επόμενη ημέρα μπορούσε κανείς να ακούσει εκπρόσωπο από το ίδιο κόμμα να εκφέρει τελείως διαφορετικές απόψεις. Με τον τρόπο αυτό εξελίσσονταν οι συζητήσεις, χωρίς να μπορεί να βγει συμπέρασμα και να αποκρυσταλλωθούν οι θέσεις ολόκληρων κομματικών σχηματισμών οι οποίοι όμως ήθελαν και θέλουν να προτάξουν σχεδόν καταστροφικές επιλογές που μπορούν να καταστρέψουν ή να οδηγήσουν σε απόγνωση την Ελλάδα και το λαό της.
Αν μπορώ, με όση αντικειμενικότητα δύναμαι να εξετάσω τις καθημερινές συζητήσεις, σε κάτι να καταλήξω, είναι ότι αν μεθαύριο κάποιο από αυτά τα μορφώματα κυβερνήσει τη χώρα, στην περίπτωση που πάει κάτι στραβά, δεν θα μπορούμε με τίποτα να εντοπίσουμε ποια επιλογή ήταν η μοιραία και ποιος την εισηγήθηκε ή την πρότεινε. Δεν θα μπορούμε καν να διορθώσουμε αυτή την επιλογή διότι θα βρίσκεται πάντα πίσω από ένα νεφέλωμα ετερόκλητων απόψεων που πιθανώς να έχουν συμφωνήσει σε έναν πολύ ελάχιστο παρανομαστή. Και ενδεχομένως, αυτός οπαρανομαστής τελικά να είναι τόσο ελάχιστος, τόσο ανεδαφικός, τόσο λαϊκίστικος ή ακόμα και ακραίος, που θα αποτελεί από μόνος του μια άσκηση ορισμού της ουτοπίας ή του αόριστου.
Περί αυτών τελικά πρόκειται όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που διαγωνίζονται είτε στην διατύπωση ακραίων θεωριών και θεωρήσεων περί μιας ουτοπικής, αλλά πιθανώς ελκυστικής κατάστασης, είτε στην εκφορά δικανικών λογυδρίων που θα ήταν εξαιρετικά αν έστηναν μια προσομοίωση παγκόσμιας δίκης, σε φοιτητικό αμφιθέατρο, ενώπιον κάποιωνεξωγήινων όντων που οι ίδιοι θα είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν ότι τα αποδέχονται ως κριτές για την όποια υπόθεση. Και γράφω «εξωγήινων» γιατί είναι προφανές ότι άνθρωποι που αρέσκονται να θεωρούν τη δική τους προσωπική, γενική θεώρηση – και όχι απλώς άποψη – ως αυθεντία ή ως υπέρτατη, δεν θα μπορούσαν να καταδεχθούν κάτι «γήινο» ότι θα είχε την επάρκεια να αναλάβει το ρόλο του κριτή.
Την ώρα λοιπόν που σε ολόκληρη την Ευρώπη ο διάλογος αποκτά χαρακτηριστικά που ζητούν επειγόντως επίλυση, την ώρα που μεγάλες χώρες αντιμετωπίζουν το φάσμα ένταξής τους σε ένα γιγαντιαίο μηχανισμό στήριξης και εξυγίανσης, εμείς εδώ στην Ελλάδα προσπαθούμε ως σχεδόν παρατηρητές να συνδράμουμε στην προσπάθεια του Τσίπρα και των συντρόφων του να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Προσπαθούμε δηλαδή, είτε με διευκρινιστικές ερωτήσεις, είτε ακόμα και με τη μαιευτική μέθοδο, να κατανοήσουμε τί πραγματικά προτείνουν αυτοί οι άνθρωποι, σε τι στοχεύουν και ποια επί της ουσίας είναι η συνολική, πολιτική τους πρόταση διακυβέρνησης σε διάφορα θέματα και δεν περιορίζομαι μονάχα στα ζητήματα της οικονομίας.
Αυτό λοιπόν σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που παλεύει να κρατηθεί μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, το οποίο εν πολλοίς και η ίδια ενέπνευσε και του μετάγγισε οράματα και ελπίδες, σε μια χώρα με τεράστια οικονομικά και δομικά προβλήματα, δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Δεν είναι δυνατόν την ώρα που η Κύπρος σχεδόν παρακαλά να ενταχθεί στο EFSF, με δεδομένα τα βήματα που ήδη έχει κάνει για να εκμεταλλευτεί πλούτο που βρίσκεται στα «σωθικά» της, με δεδομένο το γεγονός ότι ήδη στράφηκε σε διακρατικό δανεισμό με τη Ρωσία (2 δις ευρώ) ο οποίος όμως πια δεν επαρκεί, εμείς στην Ελλάδα να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις πιθανές εκφάνσεις των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ και τις όποιες εσωτερικές ανησυχίες τους που ομοιάζουν με λογοτεχνικά δοκίμια ενδοψυχικών ή υπαρξιακών αναζητήσεων. Και το πράγμα τις προηγούμενες ημέρες έγινε ακόμη χειρότερο καθώς σε αυτό το ψηφιδωτό προστέθηκαν και άλλες επίδοξες συνιστώσες, και άλλες εν δυνάμει συνεργαζόμενες δυνάμεις που θέλουν κάποια στιγμή στο μέλλον να επηρεάσουν τις κεντρικές του πολιτικές επιλογές ή επιζητούν να αποτελέσουν ένα μελλοντικό πλειοψηφικό ρεύμα εντός του σχηματισμού που θα αναδείξει τη δική του «μοναδική» αλήθεια.
Είναι κρίσιμο να κινηθούμε το επόμενο χρονικό διάστημα στο «επί του πρακτέου». Να ξεκαθαρίσουμε πέρα από το γενικό «θέλουμε ή όχι να μείνουμε στο ευρώ» και τους ειδικούς όρους με τους οποίους μπορούμε αξιοπρεπώς να πορευτούμε ως κοινωνία και με δυσκολία να ανατάξουμε μια οικονομία που διψά για ρευστότητα και ανάπτυξη. Να μιλήσουμε για προτάσεις και για τα αποτελέσματά τους καθώς και για την ανάγκη λήψης αποφάσεων και όχι για «μουσαντένια» χαρτονομίσματα που θα τυπώνει ένας πολύγραφος μέσα σε κάθε σπίτι, έτσι όπως διατείνονται διάφοροι αφελείς και τελικά επικίνδυνοι για τις μεσαίες τάξεις κυρίως, που θα αποτελέσουν τον κύριο και κρίσιμο μοχλό υλοποίησης ενός σχεδίου ανόρθωσης. Κάποιοι σήμερα κοιτούν ακόμα και αυτές να τις εξαφανίσουν.
Νομίζω ότι οι 18 συγκεκριμένες προτάσεις – παρεμβάσεις που διατύπωσε και κατέθεσε στο δημόσιο διάλογο την Πέμπτη ο Σαμαράς κινούνται σε ακριβώς αυτό που περιέγραψα. Στο «επί του πρακτέου» που εντάσσεται μέσα στον τρέχοντα ευρωπαϊκό ρεαλισμό και διατηρεί τη χώρα στο τραπέζι του διαλόγου, έχοντας πλάι της τους συμμάχους που διαλέγει και όχι εκείνους που πιθανώς να αναζητήσει γονυπετής στο μέλλον. Όση κριτική και αν ασκήσει κανείς, σίγουρα δεν θα μπορέσει να τις εκμηδενίσει. Θα πρέπει, αν θέλει, να τις ανατρέψει με συγκεκριμένο πλάνο, αντιπρόταση ρεαλιστική και χωρίς επιλογές διεθνούς απομόνωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να προβληματιστούμε όλοι μας ενόψει των επερχόμενων εκλογών, αν βέβαια έχουμε την επιθυμία να κινηθούμε σε μια βάση ποιοτικών κοινών παρανομαστών και όχι σε μια θεώρηση εσωτερικής κατανάλωσης που μπορεί να ηχεί ευχάριστα, αλλά τελικά υποκρύπτει αβύσσους.
Ο Σαμαράς μίλησε για εκείνα που απασχολούν σήμερα την κοινωνία. Την ανάπτυξη, την καταπολέμηση της ανεργίας, τα δάνεια, τη «μετενέργεια», τους φόρους, τις συντάξεις, τους μισθούς, την περικοπή σπαταλών, τον «Τειρεσία», τον συμψηφισμό οφειλών από και προς το Δημόσιο, την ασφάλεια των πολιτών, τη λαθρομετανάστευση, τις αποκρατικοποιήσεις κ.α.. Αυτά νομίζω ότι μας καίνε σήμερα όλους. Σε αυτά θα πρέπει να αντιταχθούν αντιπροτάσεις καιόχι ανεφάρμοστα θεωρητικά μοντέλα ή αυτοκτονικές «μπλόφες» και λογικές του να γυρίσουμε τα τραπέζια ανάποδα. Ειδικά αυτό το τελευταίο μου θυμίζει κάποιον παλαιότερα που πήγαινε με τα μπιστόλια πάνω στα τραπέζια για να διαπραγματευτεί υποτίθεται. Δεν πιστεύω να τον ξεχάσατε …
ΠΗΓΗ: http://vbalafas.blogspot.gr/2012/06/blog-post.html
0 σχόλια