Αφού η κοινωνία απέκτησε επαφή με τους οικονομικούς
και δημοσιονομικούς όρους, έρχεται εσχάτως να αναρωτηθεί ποια η χρησιμότητα
μιας ρήτρας στο πρόγραμμα προσαρμογής. Όχι μόνο αυτής που προτείνει η Τρόικα ως
αυτόματο αντιστάθμισμα σε οποιαδήποτε απόκλιση στην αποδοτικότητα των
εκτελούμενων μέτρων αλλά κι αυτή που χαρακτηρίζεται ως ρήτρα «ανάπτυξης» και θα αφαιρεί μέτρα ανάλογα με την πέραν των αναμενόμενων θετική εξέλιξη στα
οικονομικά μεγέθη. Η αλήθεια είναι ότι και οι δυο, οδηγούν στην ανάληψη ενός
ρίσκου που μπορεί να έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που
υποτίθεται ότι προσπαθεί να προστατέψει.
Όπως περιγράψαμε και στο «Πως αυτά τα επώδυνα μέτρα θα είναι τα τελευταία...», εάν αυτά συνεχίσουν να έχουν την χαμηλή
αποδοτικότητα που υπήρξε την περίοδο Παπανδρέου (γύρω στο 35%) είναι δεδομένο
ότι δεν αρκούν για να προσεγγίσουμε το 3% στο έλλειμμα, μέχρι το 2016. Αν δεν
υπάρξει τόνωση της αγοράς κι ένα διαρκές αναπτυξιακό σοκ, δεν μπορεί να
αποκλειστεί ο δημοσιονομικός βραχνάς να προκύψει ξανά.
Όση βελτίωση κι αν υπάρξει στη διαδικασία ανάδειξης
ενός σύγχρονου επενδυτικού προφίλ της χώρας είναι δεδομένο ότι κεντρικές
παρεμβάσεις όπως το ευρωομόλογο έργου θα αποτελούσαν μια πρόσθετη κρίσιμη
ανάσα. Επίσης άμεση αποφόρτιση στα δημοσιονομικά μεγέθη θα ήταν και ο
περιορισμός του κονδυλίου για τόκους που απαιτεί μια νέα Ευρωπαϊκή
πολιτική απόφαση για τη διαχείριση του χρέους. Αν η απόκλιση από τους στόχους
θεωρηθεί ότι μπορεί να καλυφθεί με αυτόματη μείωση εισοδημάτων, το
κίνητρο για την προώθηση αυτών των πολιτικών μοιάζει να περιορίζεται.
Από την άλλη, η φαινομενικά ευεργετική ρήτρα
«ανάπτυξης» μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά στην ολοκλήρωση των
διαρθρωτικών αλλαγών, παρόλο που θεωρητικά θα έπρεπε να οδηγεί στο ακριβώς
αντίθετο. Αυτό μπορεί να προκύψει λόγω της συνήθους αναβλητικότητας απέναντι
στην «αναστάτωση» που αυτές προκαλούν σε συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα,
με το πρόσχημα ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής θα προσφέρει περισσότερα από τα
αναμενόμενα αποτελέσματα.
Το διπλό ρίσκο που πιθανότατα θα προκύψει από την υιοθέτηση οποιασδήποτε από τις δυο ρήτρες είναι η έμμεση χρήση τους ως άλλοθι
για τη μη προώθηση απαραίτητων κινήσεων, τόσο σε κεντρικό Ευρωπαϊκό
επίπεδο, όσο και στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο.
Όταν είναι αποδεδειγμένο ότι η έξοδος από την
κρίση παρατείνεται επειδή οι αναγκαίες παρεμβάσεις καθυστερούν κρυμμένες
πίσω από ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι
περαιτέρω λόγους για να αποφεύγονται τα αυτονόητα.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια