Η δημόσια συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων σχετικά με τη φορολόγηση κάλυψε όλη τη γκάμα των προσεγγίσεων. Από τις πιο αναρχοφιλελεύθερες περί μηδενικής φορολόγησης της περιουσίας έως τις πιο «προλεταριακές» για επιβάρυνση της συνολικής περιουσίας (ακίνητα, καταθέσεις, ομόλογα, έργα τέχνης κλπ). Στο ενδιάμεσο η μάχη εκτυλίχθηκε ανάμεσα στο εύρος της συνεισφοράς των αγροτικών ακινήτων, στην ανταποδοτικότητα του φόρου και στις συγκρίσεις με αντίστοιχα μέτρα στον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως στην Ε.Ε. Χρειάζεται τελικά ένας φόρος κατοχής κι αν ναι, πως καθορίζεται το ύψος του;
Ο φόρος κατοχής ακινήτου είναι μια διαδεδομένη επιλογή με παραλλαγές που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις για την πρώτη κατοικία ή όσους έχουν επιδοτούμενο δάνειο, ειδική πρόβλεψη για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες αλλά και συντελεστές που συχνά είναι πολύ υψηλότεροι των εγχώριων. Η πραγματική επιβάρυνση κρίνεται τόσο με το ποσοστό του φόρου επί του ΑΕΠ (με το 1,4% είμαστε ξεκάθαρα κάτω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) αλλά και με το ποσοστό επί της αξίας της περιουσίας. Με την εμπορική αξία της συνολικής ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα να εκτιμάται πλέον στα 800 δις ευρώ, ο φόρος αγγίζει το 3 τοις χιλίοις (με άλλους εταίρους μας να κινούνται στο 4-7 τοις χιλίοις).
Ακόμα κι αν είχε προχωρήσει η σύσταση μιας μόνιμης επιτροπής στην ΤτΕ για τον ετήσιο καθορισμό των εμπορικών αξιών (που θα έφερνε μειώσεις σε ακριβές περιοχές αλλά κι αυξήσεις στις πολύ φθηνές και σε εκτός σχεδίου ακίνητα) η φορολόγηση θα υπολογιζόταν πάνω στα προαναφερθέντα 800 δις. Οπότε μπορεί να υπήρχε μια ανακατανομή, πιθανότατα δικαιότερη για τα περισσότερα αστικά ακίνητα, αλλά θα προέκυπταν και επιβαρύνσεις για ιδιοκτήτες σε αγροτικά και χαμηλών αξιών αστικά μέρη.
Η ιδιαιτερότητα μας εδράζεται στο ότι είχαμε υψηλότατο φόρο μεταβίβασης, η διασπορά κατοχής των ακινήτων έχει δομικές διαφορές με αρκετές χώρες (τεράστιο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, μικρο-ιδιοκτησία, περιορισμένη επενδυτική συμπεριφορά) και δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα των φόρων που να σχετίζεται με υπηρεσίες προσφερόμενες στον ιδιοκτήτη.
Το πρώτο ξεπερνιέται με την ανακοίνωση της μείωσης του σχετικού φόρου στο 3%. Όσον αφορά το θέμα της διασποράς το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποτελεί δικαιότερο τρόπο φορολόγησης αυτή να γίνεται επί της συνολικής ακίνητης περιουσίας και με κοινούς συντελεστές για κάθε είδος ακινήτου. Κάπου εδώ έρχεται το θέμα της ανταποδοτικότητας να διαμορφώσει την απάντηση στο παραπάνω θέμα.
Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στα περί αυτοτελούς φορολόγησης κάθε ακινήτου, στη λογική ότι ο μεγάλος κατακερματισμός της ιδιοκτησίας οδηγεί σε υπερβολική επιβάρυνση την πρώτη κατοικία σε σχέση πχ με τους κατόχους εμπορικών ακινήτων ή μεγάλων αξιοποιήσιμων εκτάσεων (κάτι που το ΦΑΠ για τους κατόχους ακινήτων αξίας άνω των 300χιλ ευρώ προσπάθησε να ισορροπήσει). Η επισήμανση Σαμαρά ότι ο φόρος ακινήτων θα περάσει στους δήμους λύνει σε μεγάλο βαθμό το γόρδιο δεσμών αυτών των παρατηρήσεων κι αναδεικνύει τη χρησιμότητα της ανά ακίνητο φορολόγησης σε μια τέτοια περίπτωση.
Αντικαθιστώντας την κρατική επιχορήγηση προς την τοπική αυτοδιοίκηση με τα έσοδα από την φορολόγηση των ακινήτων, η οποία θα έπρεπε να αναλάβει και την είσπραξη τους, μεταφέρει στους δήμους την ευθύνη για το ύψος του φόρου και την ανταποδοτικότητα του σε υπηρεσίες που στην ουσία βελτιώνουν την αξία τους. Το αποτέλεσμα θα είναι θετικό σε πολλαπλά επίπεδα.
Οι τοπικοί άρχοντες θα αναγκάζονται μακριά από λαϊκισμούς να καθορίσουν έναν φόρο που θα αντικατοπτρίζει τη σύσταση των ακινήτων που υπάρχουν στην περιοχή τους (αποφεύγοντας ανούσιες συγκρούσεις ανάμεσα σε αστικά και αγροτικά ακίνητα). Θα είναι επίσης υποχρεωμένοι να αποδεικνύουν συνεχώς ότι το επίπεδο του φόρου που θα επιλέξουν να επιβάλλουν ανταποκρίνεται στις υπηρεσίες που προσφέρουν, αυτοελεγχόμενοι όσον αφορά τις προτεραιότητες, το κόστος και γενικά τη διαχείριση τους.
Από την άλλη, οι πολίτες θα έχουν την άνεση να κρίνουν διαρκώς την ανταποδοτικότητα του φόρου και την ικανότητα όσων υπηρετούν την αυτοδιοίκηση να είναι αποδοτικοί και ρεαλιστικοί στους στόχους τους.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος