Μια φορολογική παρέμβαση από την οποία
προσδοκούνται σημαντικά οφέλη για τα κρατικά ταμεία είναι η αύξηση του ειδικού
φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης. Το πρόβλημα συνήθως με αυτές τις προσεγγίσεις,
ιδιαίτερα όταν γίνονται σε περίοδο κρίσης, είναι ότι υποεκτιμούνται οι
πραγματικές επιπτώσεις σε επίπεδο κατανάλωσης και οι αντιδράσεις μέρους της
αγοράς ως προς τη συνέχιση η μη. της λειτουργίας υπό αυτές τις φορολογικές
συνθήκες.
Η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης με αυτό του κίνησης, έρχεται ως προαπαιτούμενο μιας προληπτικής διαδικασίας για τη «σύλληψη» του λαθρεμπορίου στα καύσιμα. Αν και οι ειδικοί αυτής της αγοράς έχουν προκρίνει τη χρήση συστημάτων παρακολούθησης της ροής σε όλη τη διαδρομή, ως τον πιο ασφαλή τρόπο για τον περιορισμό του φαινομένου, είναι σίγουρο ότι και η φορολογική παρέμβαση θα έχει σημαντικά σχετικά αποτελέσματα.
Παραβλέπονται όμως δυο πολύ βασικά σημεία. Οι καταναλωτές
δεν λειτουργούν ως επιχειρήσεις και οι αποφάσεις τους είναι πολύ πιο
παρορμητικές και κάθετες. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά περίπου 50%
δεν θα οδηγήσει σε ισόποση η και μικρότερη μείωση της κατανάλωσης, με βάση τις
οικογενειακές ανάγκες αλλά όπως φαίνεται σε πλήρη κατάργηση ή αντικατάσταση
αυτού του τρόπου θέρμανσης. Η στατική ανάλυση για τα πιθανά κρατικά έσοδα
πιθανότατα θα απέχει πολύ από τη διαμορφωθείσα πραγματικότητα.
Ένα κεντρικό ερώτημα είναι γιατί, αφού ο στόχος
είναι η πάταξη του λαθρεμπορίου (και η από εκεί αύξηση εσόδων) κι όχι η
επιβάρυνση των καταναλωτών, δεν επιστρέφεται όλο το ποσό της αύξησης
στον μικρομεσαίο πολίτη. Ακόμα κι αν στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής
κατάστασης μπορούσε να υπάρξει ένα σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού
του ποσού που δικαιούται καθένας ανάλογα με γεωγραφικά, εισοδηματικά και άλλα
κριτήρια, αυτό δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να επιβαρύνει φορολογικά την πλειοψηφία
των μικρομεσαίων νοικοκυριών.
Δεν αποκλείεται λοιπόν μια φιλόδοξη παρέμβαση να
αποδειχτεί «γκάφα», από τη στιγμή που ούτε το θέμα του λαθρεμπορίου θα έχει
λυθεί πλήρως (από τη στιγμή που δεν προωθούνται ταυτόχρονα και οι λοιπές
σχετικές δράσεις) και φορολογικά έσοδα να μην υπάρξουν, τουλάχιστον στο
αναμενόμενο επίπεδο, με τον καταναλωτή να στρέφει την πλάτη του στην νέα
κατάσταση υποσκελίζοντας τις προβλέψεις συμπεριφοράς των οικονομετρικών
μοντέλων, στα οποία στηρίζονται οι επαΐοντες.
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια