Η χώρα κινείται
ανάμεσα σε δημοσιονομικές δεσμεύσεις, μεταρρυθμιστικές απαιτήσεις,
επενδυτικές διαθέσεις, από τη μια, και συζητήσεις για νέα απομείωση του χρέους
και αρχική έξοδο στις αγορές εντός του 2014. Κι όσο αν το πρώτο σκέλος
εξαρτάται κυρίως από τις δικές μας επιλογές και τη συνεπή στάση, το
δεύτερο, που μπορεί να έρχεται ως επιστέγασμα του πρώτου, εξαρτάται, για τη
μορφή και την έκταση που θα πάρει, από τις προθέσεις και την θετική
προαίρεση των δανειστών μας.
Το περιβόητο πρωτογενές πλεόνασμα δεν αποτελεί απλά έναν στόχο δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά και το βασικό όχημα για την αναμόχλευση των σχεδίων ενός νέου «κουρέματος», όπως και η μεταρρυθμιστική ολοκλήρωση δεν είναι απλά το υπόβαθρο ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου αλλά και το μέσο για την άρση των δικαιολογιών για τις συνέπειες της «ασύμμετρης» εσωτερικής υποτίμησης σε μια αγορά με ανορθολογική κάθετη παραγωγική δομή.
Το περιβόητο πρωτογενές πλεόνασμα δεν αποτελεί απλά έναν στόχο δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά και το βασικό όχημα για την αναμόχλευση των σχεδίων ενός νέου «κουρέματος», όπως και η μεταρρυθμιστική ολοκλήρωση δεν είναι απλά το υπόβαθρο ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου αλλά και το μέσο για την άρση των δικαιολογιών για τις συνέπειες της «ασύμμετρης» εσωτερικής υποτίμησης σε μια αγορά με ανορθολογική κάθετη παραγωγική δομή.
Όσον αφορά την ελάφρυνση
του χρέους είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει απευθείας
μείωση των απαιτήσεων του επίσημου τομέα γιατί θα θεωρηθεί νέα χρηματοδότηση,
κάτι που οι εταίροι μας θα ήθελαν να αποφύγουν κυρίως για το μήνυμα που δίνει
σχετικά με την αξιοπιστία (όποια έχει απομείνει!) της Ε.Ε.
Μπορούν όμως να
αποδεχτούν την μεταφορά των κεφαλαίων (ή έστω ενός μέρους αυτών) για την ανακεφαλαιοποίηση των
ελληνικών τραπεζών στον ESM και την
«εξαντλητική» επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των πακέτων στήριξης με
ουσιαστικό μηδενισμό των επιτοκίων. Η μια δράση θα επιφέρει άμεση μείωση έως και 50 δις
ευρώ στο χρέος και η δεύτερη θα επιτρέψει τον περαιτέρω περιορισμό των ετήσιων
τόκων κατά περίπου 2 δις.
Εδώ να
διευκρινίσουμε σχετικά με το ύψος του χρέους που παρά τα προηγούμενα
«κουρέματα» παραμένει στα 305 δις, ότι προφανώς ορισμένοι λησμονούν ότι τα ελλείμματα
της τελευταίας τετραετίας μας έχουν φορτώσει με άλλα 70 δις (περίπου τα 25
δις εκ των οποίων πρωτογενή!). Όπως επίσης παραβλέπεται η μακροπρόθεσμη
επίδραση με τον περιορισμό της ετήσιας επιβάρυνσης για τόκους που
μειώνει το συνολικό τελικό καταβαλλόμενο ποσό.
Εκτός κι αν η
συζήτηση γίνεται για να καταλήξουμε στα γνωστά μυθεύματα για την... «αναίμακτη»
μονομερή διαγραφή του «επαχθούς» χρέους, όσων ξέθαψαν αυτούς τους
βαρύγδουπους όρους όταν προέκυψε η αδυναμία δανεισμού ενώ επί δεκαετίες
περιφέρονταν περιχαρείς για την κοινωνική πολιτική με τα δανεικά του 17%
επιτόκιο!
Αντίστοιχα υποκριτική και μικρόψυχη είναι και η προσέγγιση ορισμένων για
την προοπτική εξόδου στις αγορές. Μια χώρα που το δεκαετές της ομόλογο
βρέθηκε να αποτιμάται με 32% επιτόκιο, επανήλθε σε μονοψήφια νούμερα (πέριξ του
8% πλέον) μετατρέποντας σε υπαρκτή την πιθανότητα να αποταθούμε σε
ιδιώτες επενδυτές, που μέχρι πριν ένα χρόνο έμοιαζε με παραμύθι.
Δεν χρειάζεται όμως να συγχέουμε την πρώτη απόπειρα έκδοσης μάλλον ενός ετήσιου
εντόκου γραμματίου, η επιτυχία της οποίας θα είναι κυρίως σε επίπεδο
συμβολισμού και ψυχολογίας, με την πλήρη επάνοδο στις αγορές που είναι δεδομένο
ότι αργεί και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αναπτυξιακές επιδόσεις
των επομένων ετών. Πρέπει να μάθουμε τα εκτιμούμε τα αργά αλλά σταθερά
βήματα σε αντίθεση με τα δήθεν γενναία άλματα που φέρνουν κοντύτερα τη
συντριβή από το πέταγμα!
Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
0 σχόλια