Του Αντώνη Φουρλή
Το σκοπιανό πάει κι έρχεται, από το προσκήνιο στο παρασκήνιο και τούμπαλιν, αλλά παραμένει εκεί. Για ορισμένους, ένα πρόβλημα που τείνει να γίνει μόνιμο και να αναλώνει ες αεί ένα μέρος του διπλωματικού κεφαλαίου της Ελλάδας. Ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να έχει ήδη ξεπεραστεί, αν βρισκόταν μία ελληνική κυβέρνηση αποφασισμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος και να κοιτάξει πιο μακριά. Για άλλους, όμως, ένα πρόβλημα που δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Γιατί, αν ο εθνικιστής Γκρούεφσκι σήμερα χτίζει αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετονομάζει πλατείες, ποιός ξέρει τί ιδέες μπορεί να του μπουν μεθαύριο, εφόσον αποκτήσει το δικαίωμα να δηλώνει «πρωθυπουργός της Μακεδονίας»;
Σήμερα συμπληρώνονται τρία χρόνια από την προσφυγή που κατέθεσε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η ΠΓΔΜ (17 Νοεμβρίου 2008), κατηγορώντας την Ελλάδα ότι παραβίασε το άρθρο 11 της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, ασκώντας βέτο στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Καθώς, η ανταλλαγή γραπτών υπομνημάτων και η ακροαματική διαδικασία έχουν ολοκληρωθεί προ πολλού, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών περιμένουν από μέρα σε μέρα την πρόσκληση του Δικαστηρίου, ώστε να ανακοινωθεί η ετυμηγορία των δικαστών. Η απόφαση αυτή θα αναγνωστεί από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου και οι διάδικοι θα την πληροφορηθούν εκείνη την ώρα από τα χείλη του. Δεν θα τους προϊδεάσει κανένας, ούτε μπορεί να προβλεφθεί επί της ουσίας η έκβαση της υπόθεσης. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζουμε καν ποιά ημέρα θα ανακοινωθεί η απόφαση, αλλά οι εκτιμήσεις των Ελλήνων και των Σκοπιανών χειριστών συμπίπτουν, ότι αυτό θα συμβεί στις αρχές Δεκεμβρίου.
Η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, με την προσφυγή της, ζητούσε από το Διεθνές Δικαστήριο δύο πράγματα:
1. να καταδικάσει την Ελλάδα, ότι πράγματι άσκησε βέτο στο Βουκουρέστι (με πρωθυπουργό τον Κ.Καραμανλή και υπουργό Εξωτερικών τη Ντ.Μπακογιάννη τότε), παραβιάζοντας το άρθρο 11 της ενδιάμεσης συμφωνίας.
2. να καλέσει την Ελλάδα – όχι μόνο να μην επαναλάβει αυτό το βέτο, αλλά και να μην εμποδίσει στο εξής την ΠΓΔΜ να ενταχθεί σε αυτόν και σε οποιονδήποτε άλλο διεθνή οργανισμό. (Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί, ότι τα Σκόπια υποβάλουν κάθε φορά αίτηση ένταξης ως ΠΓΔΜ – αυτό έκαναν σε ΝΑΤΟ και ΕΕ – αλλά στην πορεία αρχίζουν να προβάλουν το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και είναι εύλογη η υποψία της Αθήνας, ότι αν φτάσουν σε ένταξη χωρίς να έχει λυθεί προηγουμένως το θέμα του ονόματος, τότε θα χρησιμοποιούν αυθαίρετα το όνομα «Μακεδονία»).
Αν και δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες για το περιεχόμενο της ετυμηγορίας των δικαστών, για λόγους που προανέφερα, υπάρχουν εκτιμήσεις νομικών κύκλων στην Χάγη, με βάση την εμπειρία τους από άλλες υποθέσεις (όχι όμοιες) και από τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζουν να ερμηνεύουν οι δικαστές το Διεθνές Δίκαιο. Ουδείς μπορεί να βασιστεί σε αυτές, αλλά είναι ό,τι περισσότερο μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα. Σύμφωνα με αυτές, μοιάζει αρκετά πιθανό να γίνει δεκτή η προσφυγή της ΠΓΔΜ στο πρώτο σκέλος της. Δηλαδή, να καταδικαστεί η Ελλάδα ότι πράγματι άσκησε βέτο. Οι σκοπιανοί έχουν επικαλεστεί, μεταξύ άλλων, δημόσιες δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Κ.Καραμανλή (μία από αυτές, στο προεκλογικό τηλεοπτικό «ντιμπέιτ» των πολιτικών αρχηγών το 2009) και της τότε υπουργού Ντ.Μπακογιάννη. Αυτό από μόνο του, ίσως δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Γιατί, αν προκύψει το «καλό» σενάριο και οι δικαστές απορρίψουν το αίτημα της ΠΓΔΜ (να μην εμποδίσει ξανά στο μέλλον η Ελλάδα την ένταξή τους σε οργανισμούς), η αποφύγουν να το εξετάσουν επί της ουσίας – πράγμα που ισοδυναμεί με απόρριψη – τότε θα είναι σα να «νίπτουν τας χείρας τους». Μοιάζει αρκετά πιθανό, καθώς η ελληνική πλευρά έχει φροντίσει να εξηγήσει αναλυτικά πως οι διεθνείς οργανισμοί (εν προκειμένω το ΝΑΤΟ, αλλά και η ΕΕ) λειτουργούν με τους δικούς τους κανόνες. Επισήμως, το ΝΑΤΟ αποφάσισε ομόφωνα στο Βουκουρέστι, άρα δεν τίθεται ζήτημα ελληνικού βέτο. Και το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι εύκολο να υπεισέλθει στα εσωτερικά μίας συμμαχίας...
Στον αντίποδα, το «κακό» σενάριο μοιάζει λιγότερο πιθανό, αλλά ουδείς μπορεί να το αποκλείσει: αν υπάρξει ελληνική καταδίκη και στο δεύτερο σκέλος, τότε η ελληνική εξωτερική πολιτική θα βρεθεί προ ενός μείζονος προβλήματος. Ίσως και μίας κρίσης. Προσέξτε, σε αυτό το σημείο, μία λεπτομέρεια: οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν επιδέχονται έφεσης – είναι τελεσίδικες. Αρα, αν η Ελλάδα καταδικαστεί και στα δύο σκέλη της προσφυγής της ΠΓΔΜ, θα βρεθεί προ ενός απλού, αλλά αμείλικτου διλήμματος:
• Μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει την πολιτική της, παρά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ούτως ή άλλως, αυτή δε μπορεί να επιβληθεί στο ΝΑΤΟ ή στην ΕΕ και, πρακτικά, ουδείς μπορεί να εμποδίσει την Ελλάδα να συνεχίσει να ασκεί την πολιτική της και να θέτει σταθερά τους όρους της στην ΠΓΔΜ. Πολιτικά, όμως, η Ελλάδα ίσως κατηγορηθεί τότε, ότι είναι μία χώρα που αγνοεί και περιφρονεί την διεθνή νομιμότητα. Οτι πράττει με τον πιο κυνικό τρόπο, αυτό για το οποίο κατηγορεί διαχρονικά την Τουρκία στο Κυπριακό. Και θα έχει ακυρώσει το διπλωματικό όπλο της επίκλησης της διεθνούς νομιμότητας, όταν η Αγκυρα αυθαιρετεί στο Αιγαίο ή αλλού. Ολα αυτά, σε μία εποχή όπου κρίνονται πάρα πολλά στο Κυπριακό...
• Διαφορετικά, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχθεί την ισχύ της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου και να την εφαρμόσει, δηλώνοντας και αποδεικνύοντας στην πράξη ότι σέβεται την διεθνή νομιμότητα. Δηλαδή, να ανατρέψει ένα από τα βασικά δόγματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα. Να αποδεχθεί ότι «έπαιξε κι έχασε» στο σκοπιανό. Και η κυβέρνηση που θα λάβει αυτή την απόφαση, να αναλάβει το αναλογούν πολιτικό κόστος.
Το σκοπιανό είναι ένα πρόβλημα που ξεχνάμε για πολύ καιρό, αλλά κάθε τόσο το ξαναθυμόμαστε, επειδή το ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Ετσι συμβαίνει με τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα. Σε μερικές ημέρες – το πολύ εβδομάδες – θα ξέρουμε αν η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να λάβει κρίσιμες, «ιστορικές» αποφάσεις και σε αυτή την υπόθεση, ευρισκόμενη στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε.
ΠΗΓΗ: PROTAGON.GR
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=10301
Το σκοπιανό πάει κι έρχεται, από το προσκήνιο στο παρασκήνιο και τούμπαλιν, αλλά παραμένει εκεί. Για ορισμένους, ένα πρόβλημα που τείνει να γίνει μόνιμο και να αναλώνει ες αεί ένα μέρος του διπλωματικού κεφαλαίου της Ελλάδας. Ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να έχει ήδη ξεπεραστεί, αν βρισκόταν μία ελληνική κυβέρνηση αποφασισμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος και να κοιτάξει πιο μακριά. Για άλλους, όμως, ένα πρόβλημα που δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Γιατί, αν ο εθνικιστής Γκρούεφσκι σήμερα χτίζει αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετονομάζει πλατείες, ποιός ξέρει τί ιδέες μπορεί να του μπουν μεθαύριο, εφόσον αποκτήσει το δικαίωμα να δηλώνει «πρωθυπουργός της Μακεδονίας»;
Σήμερα συμπληρώνονται τρία χρόνια από την προσφυγή που κατέθεσε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η ΠΓΔΜ (17 Νοεμβρίου 2008), κατηγορώντας την Ελλάδα ότι παραβίασε το άρθρο 11 της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, ασκώντας βέτο στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Καθώς, η ανταλλαγή γραπτών υπομνημάτων και η ακροαματική διαδικασία έχουν ολοκληρωθεί προ πολλού, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών περιμένουν από μέρα σε μέρα την πρόσκληση του Δικαστηρίου, ώστε να ανακοινωθεί η ετυμηγορία των δικαστών. Η απόφαση αυτή θα αναγνωστεί από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου και οι διάδικοι θα την πληροφορηθούν εκείνη την ώρα από τα χείλη του. Δεν θα τους προϊδεάσει κανένας, ούτε μπορεί να προβλεφθεί επί της ουσίας η έκβαση της υπόθεσης. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζουμε καν ποιά ημέρα θα ανακοινωθεί η απόφαση, αλλά οι εκτιμήσεις των Ελλήνων και των Σκοπιανών χειριστών συμπίπτουν, ότι αυτό θα συμβεί στις αρχές Δεκεμβρίου.
Η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, με την προσφυγή της, ζητούσε από το Διεθνές Δικαστήριο δύο πράγματα:
1. να καταδικάσει την Ελλάδα, ότι πράγματι άσκησε βέτο στο Βουκουρέστι (με πρωθυπουργό τον Κ.Καραμανλή και υπουργό Εξωτερικών τη Ντ.Μπακογιάννη τότε), παραβιάζοντας το άρθρο 11 της ενδιάμεσης συμφωνίας.
2. να καλέσει την Ελλάδα – όχι μόνο να μην επαναλάβει αυτό το βέτο, αλλά και να μην εμποδίσει στο εξής την ΠΓΔΜ να ενταχθεί σε αυτόν και σε οποιονδήποτε άλλο διεθνή οργανισμό. (Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί, ότι τα Σκόπια υποβάλουν κάθε φορά αίτηση ένταξης ως ΠΓΔΜ – αυτό έκαναν σε ΝΑΤΟ και ΕΕ – αλλά στην πορεία αρχίζουν να προβάλουν το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και είναι εύλογη η υποψία της Αθήνας, ότι αν φτάσουν σε ένταξη χωρίς να έχει λυθεί προηγουμένως το θέμα του ονόματος, τότε θα χρησιμοποιούν αυθαίρετα το όνομα «Μακεδονία»).
Αν και δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες για το περιεχόμενο της ετυμηγορίας των δικαστών, για λόγους που προανέφερα, υπάρχουν εκτιμήσεις νομικών κύκλων στην Χάγη, με βάση την εμπειρία τους από άλλες υποθέσεις (όχι όμοιες) και από τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζουν να ερμηνεύουν οι δικαστές το Διεθνές Δίκαιο. Ουδείς μπορεί να βασιστεί σε αυτές, αλλά είναι ό,τι περισσότερο μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα. Σύμφωνα με αυτές, μοιάζει αρκετά πιθανό να γίνει δεκτή η προσφυγή της ΠΓΔΜ στο πρώτο σκέλος της. Δηλαδή, να καταδικαστεί η Ελλάδα ότι πράγματι άσκησε βέτο. Οι σκοπιανοί έχουν επικαλεστεί, μεταξύ άλλων, δημόσιες δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Κ.Καραμανλή (μία από αυτές, στο προεκλογικό τηλεοπτικό «ντιμπέιτ» των πολιτικών αρχηγών το 2009) και της τότε υπουργού Ντ.Μπακογιάννη. Αυτό από μόνο του, ίσως δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Γιατί, αν προκύψει το «καλό» σενάριο και οι δικαστές απορρίψουν το αίτημα της ΠΓΔΜ (να μην εμποδίσει ξανά στο μέλλον η Ελλάδα την ένταξή τους σε οργανισμούς), η αποφύγουν να το εξετάσουν επί της ουσίας – πράγμα που ισοδυναμεί με απόρριψη – τότε θα είναι σα να «νίπτουν τας χείρας τους». Μοιάζει αρκετά πιθανό, καθώς η ελληνική πλευρά έχει φροντίσει να εξηγήσει αναλυτικά πως οι διεθνείς οργανισμοί (εν προκειμένω το ΝΑΤΟ, αλλά και η ΕΕ) λειτουργούν με τους δικούς τους κανόνες. Επισήμως, το ΝΑΤΟ αποφάσισε ομόφωνα στο Βουκουρέστι, άρα δεν τίθεται ζήτημα ελληνικού βέτο. Και το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι εύκολο να υπεισέλθει στα εσωτερικά μίας συμμαχίας...
Στον αντίποδα, το «κακό» σενάριο μοιάζει λιγότερο πιθανό, αλλά ουδείς μπορεί να το αποκλείσει: αν υπάρξει ελληνική καταδίκη και στο δεύτερο σκέλος, τότε η ελληνική εξωτερική πολιτική θα βρεθεί προ ενός μείζονος προβλήματος. Ίσως και μίας κρίσης. Προσέξτε, σε αυτό το σημείο, μία λεπτομέρεια: οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν επιδέχονται έφεσης – είναι τελεσίδικες. Αρα, αν η Ελλάδα καταδικαστεί και στα δύο σκέλη της προσφυγής της ΠΓΔΜ, θα βρεθεί προ ενός απλού, αλλά αμείλικτου διλήμματος:
• Μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει την πολιτική της, παρά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ούτως ή άλλως, αυτή δε μπορεί να επιβληθεί στο ΝΑΤΟ ή στην ΕΕ και, πρακτικά, ουδείς μπορεί να εμποδίσει την Ελλάδα να συνεχίσει να ασκεί την πολιτική της και να θέτει σταθερά τους όρους της στην ΠΓΔΜ. Πολιτικά, όμως, η Ελλάδα ίσως κατηγορηθεί τότε, ότι είναι μία χώρα που αγνοεί και περιφρονεί την διεθνή νομιμότητα. Οτι πράττει με τον πιο κυνικό τρόπο, αυτό για το οποίο κατηγορεί διαχρονικά την Τουρκία στο Κυπριακό. Και θα έχει ακυρώσει το διπλωματικό όπλο της επίκλησης της διεθνούς νομιμότητας, όταν η Αγκυρα αυθαιρετεί στο Αιγαίο ή αλλού. Ολα αυτά, σε μία εποχή όπου κρίνονται πάρα πολλά στο Κυπριακό...
• Διαφορετικά, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχθεί την ισχύ της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου και να την εφαρμόσει, δηλώνοντας και αποδεικνύοντας στην πράξη ότι σέβεται την διεθνή νομιμότητα. Δηλαδή, να ανατρέψει ένα από τα βασικά δόγματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα. Να αποδεχθεί ότι «έπαιξε κι έχασε» στο σκοπιανό. Και η κυβέρνηση που θα λάβει αυτή την απόφαση, να αναλάβει το αναλογούν πολιτικό κόστος.
Το σκοπιανό είναι ένα πρόβλημα που ξεχνάμε για πολύ καιρό, αλλά κάθε τόσο το ξαναθυμόμαστε, επειδή το ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Ετσι συμβαίνει με τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα. Σε μερικές ημέρες – το πολύ εβδομάδες – θα ξέρουμε αν η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να λάβει κρίσιμες, «ιστορικές» αποφάσεις και σε αυτή την υπόθεση, ευρισκόμενη στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε.
ΠΗΓΗ: PROTAGON.GR
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=10301
0 σχόλια