Μετάφραση

English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Αρχείο

You Are Here: Home - BLOGS - Blogs - "Ψέματα, κουρέματα και πικρές αλήθειες"

Του Ν.Γ. Δρόσου

Στο τέλος του έτους και υπό την προϋπόθεση ότι «κάποια στιγμή» έως τότε θα έχουμε λάβει τη «δόση» των 8 δισ. ευρώ, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα «αγγίζει» τα 360 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και ομολόγων αξίας 18,2 δισ. ευρώ, που υπόκεινται στο βρετανικό δίκαιο.

Εκ του συνόλου αυτού, ποσό 65 + 8 δισ. ευρώ αφορά στο μέχρι τώρα δάνειο της τρόικας, 13,6 δισ. ευρώ αφορούν σε έντοκα γραμμάτια, περίπου 62 δισ. ευρώ αφορούν σε ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και, τέλος, ποσό ύψους 10,1 δισ. ευρώ αφορά σε εκδόσεις τίτλων που κατά πάσα βεβαιότητα δεν εμπλέκονται σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση.

Έτσι, λοιπόν, το ποσό για το οποίο γίνεται όλη η συζήτηση περί «κουρέματος» διαμορφώνεται «χοντρικά» σε περίπου 200 δισ. ευρώ και αφορά στον λεγόμενο ιδιωτικό τομέα, ήτοι σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και εταιρίες, σε θεσμικούς επενδυτές και φυσικά πρόσωπα.

Άρα, «κούρεμα» κατά 50% ευλόγως θα μας οδηγούσε σε μια θεωρητική «ελάφρυνση» του χρέους, της τάξης των 100 δισ. ευρώ, καθιστώντας -και πάλι στη θεωρία- ευχερέστερη την εξυπηρέτησή του.

Εδώ, όμως, αρχίζουν τα «δύσκολα», καθώς αυτή η «θεωρία», την οποία εμφανίζεται να προωθεί με επιμονή η φιλτάτη κ. Άνγκελα Μέρκελ στο Μέγαρο των Ιλισίων και εμμέσως πλην σαφώς να ασπάζεται ο εξίσου φίλτατος κ. Ευάγγ. Βενιζέλος, κάνοντας λόγο για PSI plus, ήτοι για το μετεξελιγμένο σχήμα συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους (PSI), δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πύλες της κολάσεως για τη χώρα μας…

Το «γιατί» εξηγείται εξίσου απλά και αφορά, πρώτον, στα κεφάλαια που θα πρέπει να δανειστεί η χώρα μας για τη στήριξη του τραπεζικού και του ασφαλιστικού τομέα και, δεύτερον, στο πλήγμα που θα συνεπάγεται για την περαιτέρω οικονομική της πορεία το ενδεχόμενο αποποίησης του 50% των χρεών της.

Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικά ομόλογα αξίας περίπου 45 δισ. ευρώ, τα ασφαλιστικά ταμεία περίπου 26 δισ. ευρώ, οι ασφαλιστικές εταιρίες τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ και διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα ακόμη 2 δισ. ευρώ.

Κούρεμα 50% θα σήμαινε ότι το ελληνικό δημόσιο θα έπρεπε να παράσχει κεφάλαια της τάξης των 23 δισ. ευρώ στο τραπεζικό σύστημα, ενώ τα ασφαλιστικά ταμεία θα έχαναν περίπου 13 δισ. ευρώ και οι ασφαλιστικές εταιρίες θα έχαναν το σύνολο των περίπου 2 δισ. ευρώ που κατέχουν καθώς πολλά από τα «ζωτικά» προϊόντα τους είναι unit-linked στη βάση ομολόγων.

Ακόμη, το κούρεμα κατά 50% θα οδηγούσε σε απώλειες της τάξης του 1 δισ. ευρώ την Τράπεζα της Ελλάδος και επίσης σε περίπου 1 δισ. ευρώ τους ιδιώτες επενδυτές (φυσικά πρόσωπα και εταιρίες με τοποθετήσεις σε ομόλογα).

Οι ευρύτερες επιπτώσεις, ωστόσο, για τον τραπεζικό τομέα θα ήσαν σαφώς σημαντικότερες και θα συμπεριλάμβαναν την παράταση της αδυναμίας του να προχωρήσει σε χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τη συνέχιση της αδυναμίας του να δανειστεί από τη διατραπεζική αγορά (credit crunch effect), τη συνέχιση της φυγής καταθέσεων και τη σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα επέφερε η βέβαιη επιδείνωση της ύφεσης έπειτα από ένα «κούρεμα» του χρέους της τάξης του 50%.

Έτσι, ακόμη και εάν δεν προσμετρηθεί η τυχόν περαιτέρω ανάγκη επανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού τομέα για την κάλυψη των απωλειών, που θα υπέφερε εξαιτίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το τελικό «όφελος» για την Ελλάδα θα ήταν 60 δισ. ευρώ, ή και ακόμη μικρότερο εάν υιοθετήσουμε ένα ακόμη πιο «προωθημένο» σενάριο που δημοσίευσε πρόσφατα η Moody’s.

Αφήνοντας επίσης στην «άκρη» τις επιπρόσθετες απώλειες που θα είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία από την αδυναμία τους να έχουν την πρόσοδο των «κουπονιών» των εκδόσεων που σήμερα διακρατούν, και άρα της μειωμένης ρευστότητας που θα είχαν ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους στην καταβολή συντάξεων και άλλων δαπανών, καθώς και τις απώλειες των ασφαλιστικών εταιριών σε ό,τι αφορά τη μελλοντική δυνατότητα πώλησης των προϊόντων τους, μένουμε μόνο σε ένα στοιχείο σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις ενός κουρέματος του χρέους κατά 50%.

Στην παντελή απώλεια αξιοπιστίας έναντι όσων θα μπορούσαν, δυνητικά, να επενδύσουν στη χώρα μας.

Ποιος θα βάλει τα λεφτά του σε μια επισήμως χρεοκοπημένη χώρα, στην οποία θα κυριαρχούν η ύφεση, ο αποπληθωρισμός και η καταβαράθρωση των τιμών των ακινήτων;

Πώς θα αντλήσει το ελληνικό δημόσιο τα έσοδα που προσδοκά από τις αποκρατικοποιήσεις, όταν η αξία τους θα έχει μειωθεί ακόμη περισσότερο;

Ποια θα είναι η αξία των ενυπόθηκων δανείων που κατέχει σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και πώς θα αντιμετωπίσει τις νέες ανάγκες κεφαλαιοποίησής του, όταν εκτοξευτεί ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα της ύφεσης που θα ακολουθήσει;

Είναι απαραίτητο, άραγε, να γεμίσουν οι ελληνικές τράπεζες «τοξικά δάνεια», αφού από τη μια η ενυπόθηκη αξία θα είναι μεγαλύτερη της αγοραίας και από την άλλη θα αυξηθεί ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων;

Την ίδια ώρα, το δημοσιονομικό όφελος από τη μείωση του χρέους κατά περίπου 60 δισ. ευρώ θα είναι της τάξης των 2,7 δισ. ευρώ, ή 1% του ΑΕΠ, που αφορά στη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης, στη βάση υπολογισμών που θέλουν το επιτόκιο στο επίπεδο του 4,5%.

Γεγονός που σημαίνει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα είναι «ελαφρύτερο» μόνο κατά 1,2% από το τρέχον, ενώ η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα παραμένει στο επίπεδο του 152%....

Αυτό το θεωρητικό «όφελος», όμως, αντισταθμίζεται πλήρως από τις επιπτώσεις που θα είχε στην οικονομία η βάθυνση της ύφεσης.

Δίχως πιστωτική επέκταση, δίχως κατανάλωση και, κυριότερα, δίχως εμπιστοσύνη στην οικονομία, άρα και δίχως επενδύσεις, οι δημοσιονομικές απώλειες που συνεπάγεται ένα «κούρεμα» του χρέους είναι σαφώς υψηλότερες…

Και όλα αυτά γιατί;

Επειδή η κυβέρνηση αρνιόταν πεισματικά έως τώρα να μειώσει τις δαπάνες και το εύρος του δημόσιου τομέα, να προχωρήσει στο άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων και επέμενε να επιλέγει την υπερφορολόγηση των πολιτών ως απάντηση στις απαιτήσεις της τρόικας για δημοσιονομική προσαρμογή.

Σήμερα, δίχως ακόμη να το ομολογεί, συναινεί στις μεθοδεύσεις της κ. Μέρκελ, η οποία όταν θα έχει κορυφωθεί το ελληνικό δράμα θα κάνει «γερμανικές επενδύσεις» κοψοχρονιά στη χώρα μας, διαλέγοντας ό,τι επιθυμεί και σε όποια τιμή το επιθυμεί.

Και όλα αυτά επειδή η κυβέρνηση ούτε ήθελε αλλά ούτε και νοιαζόταν να τηρήσει τις υποσχέσεις της στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό…


ΠΗΓΗ: EURO2DAY
http://www.euro2day.gr/specials/reveille/136/articles/661460/Article.aspx


Share


Tags: BLOGS

0 σχόλια

Leave a Reply

SYNC BLOGS