Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Το μπάσκετ πάντα ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου. Σε μια εποχή που όλοι ονειρεύονταν να γίνουν Αναστόπουλοι, Σαραβάκοι και Μαύροι, υπήρχαμε κι εμείς που όταν ξεμπερδεύαμε με την ασπρόμαυρη ποδοσφαιρική μπάλα, βγάζαμε από την ντουλάπα την “σπυριάρα”, πορτοκαλί μπάλα του μπάσκετ.
Δεν γνωρίζαμε από ειδικά παπούτσια και λοιπή αμφίεση. Μας αρκούσε η δερμάτινη, σαγρέ αίσθηση που άφηνε στα χέρια μας αυτό το ιδιαίτερο τόπι, ο δωρικός ήχος των επαναλαμβανόμενων χτυπημάτων, τα σπρωξίματα σε κάθε μαρκάρισμα, η ανύψωση του σουτ, η ικανοποίηση του “άγγιχτου” καλαθιού.
Το μπάσκετ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 παίζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε μικρά γήπεδα με ξύλινες κερκίδες που σείονταν με κάθε πανηγυρισμό σαν να ήταν κατασκευασμένες για να γκρεμιστούν από την ανείπωτη χαρά. Το άθλημα ήταν εντελώς ερασιτεχνικό και οι απολαβές ανύπαρκτες. Το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας εγκαινιάσθηκε το 1985 κι η Αθήνα, που είχε παραδώσει εδώ και χρόνια τα πρωτεία του μπάσκετ στην Θεσσαλονίκη, άρχισε να ανακαλύπτει την μαγεία του αθλήματος. Διεθνείς επιτυχίες δεν υπήρχαν, αν εξαιρέσεις το Κύπελλο Κυπελλούχων από την ΑΕΚ το’69.
Ειδικά σε εθνικό επίπεδο ήμασταν μονίμως μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας. Όλοι περιμέναμε ότι στην έδρα μας το ΄87 θα είχαμε μια καλή εμφάνιση αλλά κανείς δεν ανέμενε μετάλλιο πόσο μάλλον κατάκτηση του τίτλου. Το υλικό ήταν εξαιρετικό.
Ο Γιαννάκης, μοναδικός κουμανταδόρος, αυτοθυσιαστικός αμυντικός και συνεπής σκόρερ. Ο Γκάλης, πυραυλοκίνητος, με χέρι που μαγνήτιζε το καλάθι και σώμα που αψηφούσε τον νόμο της βαρύτητας. Ο Χριστοδούλου με προσόντα περιφερειακού και δυνατότητες “ψηλού”, ο Φασούλας να στήνει τον ιστό του απέναντι στους αντιπάλους. Κι ο Καμπούρης που αντικατέστησε μετά το πρώτο ματς τον τραυματισμένο Φιλίππου κι έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που έγραψε τον ηρωικό επίλογο ενός έπους.
Μας γέμισε ελπίδες η νίκη επί των πανίσχυρων Γιουγκοσλάβων αλλά και η ήττα στα σημεία από το απόλυτο φαβορί τους Σοβιετικούς, στον πρώτο γύρο. Το χαστούκι από τους Ισπανούς μας έστειλε στην 4η θέση του ομίλου κι απέναντι στους Ιταλούς. Απογοήτευση. Δεν θέλαμε να πιστέψουμε ότι το όνειρο θα είχε τόσο σύντομο τέλος. Και δεν είχε…
Η αρμάδα του Ρίβα και του Μανίφικο κατασπαράχθηκε από την θέληση των Ελλήνων παικτών. Στον ημιτελικό με αντιπάλους και πάλι τους Γιουγκοσλάβους ήμουν μέσα στο γήπεδο. Τόσος κόσμος σε αγώνα μπάσκετ δεν είχε ξαναυπάρξει στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να γεμίσει ακόμη κι να ήταν διπλάσιο σε μέγεθος.
Άνθρωποι που οι περισσότεροι δεν είχαν σχέση με το άθλημα. Άνθρωποι που μέχρι χθες “πλακώνονταν” για τα πολιτικά και τα οπαδικά τους πιστεύω. Όλοι μαζί ενωμένοι σε ένα σώμα, μια ψυχή. Η ανάγκη ενός λαού να ανέβει λίγο ψηλότερα, να δηλώσει παρουσία αξιοσύνης σε όλη την Ευρώπη, όλον τον κόσμο, να πιαστεί από μια επιτυχία για να κρύψει τα ατομικά και συλλογικά ανομήματα.
Εκείνη την μέρα σιγουρεύτηκα για την κατάκτηση του τροπαίου. Δεν ήταν δυνατό αυτή η βαθιά πίστη στην επικράτηση, το πάθος, η ομαδικότητα, η προσήλωση στον στόχο, η αποφασιστικότητα, να μην ανταμειφθεί. “Η μεγαλύτερη νίκη μέχρι την επόμενη” μας είπε συνωμοτικά ο Νίκος Γκάλης κι όλοι πιάσαμε το υπονοούμενο. Δεν μας αρκούσε πλέον ένα μετάλλιο. Δεν θα έφευγαν από τον αγωνιστικό χώρο χωρίς το Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Δεν θα έχαναν την μοναδική ευκαιρία να κάνουν ένα ολόκληρο έθνος περήφανο.
Εκείνο το ανυπόφορα ζεστό βράδυ της 14ης Ιουνίου του 1987 ο ίδρωτας που μας έλουζε από την αγωνία υπερνικούσε κάθε καιρική επίδραση πάνω μας. Καλάθι με καλάθι, επίθεση την επίθεση, φάση την φάση. Δυο στιγμιότυπα προμήνυαν αυτό που όλοι είχαμε πλέον πιστέψει. Ο Γκάλης να στριφογυρίζει και να στέκεται στον αέρα όντας μαρκαρισμένος από τους Σοβιετικούς γίγαντες κι ο Γιαννάκης να αντιμετωπίζει σαν λιοντάρι το χτύπημα στο κεφάλι από τον Τκατσένκο (έτσι είναι σωστά το όνομα του!).
Ο Ανδρίτσος μας κρατά με την ψυχραιμία του στις βολές στο παιχνίδι, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Ο Καμπούρης, ο τίμιος γίγαντας όπως μετέδιδε ο Φίλιππος Συρίγος, σηκώνει στις πλάτες του το βάρος των τελευταίων βολών. Ο Γιοβάισα πάει να μας κλέψει την νίκη. Η μπάλα στο σίδερο. Θρίαμβος, περηφάνια. Είμαστε πια πρωταθλητές. Η κορυφή ανήκει σε αυτούς που επιμένουν, που δεν φοβούνται, που ονειρεύονται το ανέφικτο, που σχεδιάζουν μεθοδικά.
Κάτι άλλαξε από εκείνη την βραδιά. Όχι στη χώρα, ούτε στον αθλητισμό γενικά (αν εξαιρέσεις ότι το μπάσκετ έγινε το εθνικό μας σπορ κι απέκτησε επαγγελματική υπόσταση). Κάτι άλλαξε στις ψυχές μας. Ανακαλέσαμε από την συλλογική μνήμη το αίσθημα του νικητή. Ο καθένας το χρησιμοποίησε με τον δικό του τρόπο. Άλλοτε πετυχημένα, άλλοτε αποτυχημένα. Αυτό το στίγμα όμως παραμένει βαθιά μέσα μας, ακόμη και σήμερα, και περιμένει την ευκαιρία να εκφραστεί ξανά σε οποιοδήποτε πεδίο δράσης, να μας ανεβάσει και πάλι στο ψηλότερο σκαλί…