Ολοκληρώνεται μια χρονιά που θα χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη και το συλλογικό ασυνείδητο ολόκληρων γενιών, για τις πολιτικές εξελίξεις και τις γενικευμένες κοινωνικές ανατροπές που έφερε. Μια καινούρια, εξίσου στενάχωρη χρονιά ξεκινά, με τα νοικοκυριά να βρίσκονται μπροστά σε σημαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις, τις επιχειρήσεις να προσεγγίζουν όλο και πιο μαζικά την πιθανότητα του «λουκέτου» και τους εργαζόμενους να βλέπουν το φάσμα της ανεργίας να τους περικυκλώνει. Μέσα σε αυτό το κλίμα η επίκληση για αισιοδοξία δεν μοιάζει εύκολο να φωλιάσει στις καρδιές μας. Είναι όμως απαραίτητο για τη διατήρηση της προσωπικής και οικογενειακής ισορροπίας μας αλλά και για την πολιτικοοικονομική προοπτική του τόπου, να συντηρήσουμε ένα ελάχιστο όριο ελπίδας, μια σπίθα μαχητικότητας απέναντι στο μίζερο σκηνικό των ημερών.
Αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους χαρακτηρισμούς των πολιτών για σημαντικό μέρος του πολιτικού προσωπικού. «Παλιάτσοι» όσοι δεν φείδονται τεθλασμένων διαδρομών και επαμφοτεριζόντων απόψεων με μοναδικό σκοπό την αυτοσυντήρηση τους στο, ανά περίπτωση, πλέγμα εξουσίας. «Ληστές» ονείρων όσοι με ευκολία περιγράφουν θεωρητικά οράματα που ενθουσιάζουν τα πλήθη, αλλά στην εκτέλεση τους λυγίζουν κάτω από το βάρος του πολιτικού κόστους. Διαχειριστές όσοι αναζητούν στις ισορροπίες και τις απολύτως «στρογγυλεμένες» απόψεις, την αποφυγή της σύγκρουσης με κάθε λογής κατεστημένο, επενδύοντας στη στήριξη του συστήματος για τη διατήρηση τους στο φως των πολιτικών προβολέων. Τι μπορεί να αλλάξει αυτή την εμπεδωμένη άποψη στην κοινωνία; Τι μπορεί να δώσει στην πολιτική την αίγλη και στο λόγο της την αξιοπιστία που τους αρμόζει;
Για την αναγκαιότητα του «ανοίγματος» μιας σειράς προστατευμένων στη λειτουργία τους από το κράτος, επαγγελμάτων έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα, όπως και στις θετικές επιπτώσεις που μπορούν να προκύψουν για την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και τη συμπίεση των τιμών προς όφελος του καταναλωτή. Η λογική της ενδοοικογενειακής επαγγελματικής συντήρησης και η διαχείριση ενός δημόσιου αγαθού όπως η «άδεια» άσκησης επαγγέλματος ως επιχειρηματικού κεκτημένου, δεν συνάδουν με το σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον. Η θεωρία όμως από την πράξη, συχνά απέχουν και αυτή η πικρή αλήθεια έχει επιβεβαιωθεί ουκ ολίγες φορές στον τόπο μας, με διάψευση των προσδοκιών μας σε μια σειρά ζητημάτων. Υπάρχουν λοιπόν δυο κρίσιμα θέματα που αν δεν προσεχθούν και αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μπορούν να μετατρέψουν αυτή την απαραίτητη διαρθρωτική αλλαγή σε μια προβληματική ρύθμιση.
Το γιορτινό κλίμα επιτάσσει μια πιο διασκεδαστική διάθεση, όσο κι αν οι ιδιαίτερες φετινές οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες δεν επιτρέπουν στη διάχυτη αισιοδοξία και το χαμόγελο να κυριαρχήσουν. Τι καλύτερο λοιπόν, από μερικά πρόσφατα σχόλια του αστείρευτου Χάρρυ Κλυνν, που με ξεχωριστό τρόπο στηλιτεύει τις πολιτικές εξελίξεις και επισημαίνει κοινωνικά φαινόμενα των καιρών μας. Απολαύστε τον...
Τα Χριστούγεννα είναι η ιδανική εορτή σύμβολο της Ελπίδας για το καινούριο, το υπερβατικό της καθημερινότητας, της κατεστημένης σκέψης. Αποτελεί την ετήσια ευκαιρία να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι ο αγώνας σε όλα τα επίπεδα, προσωπικά και κοινωνικά, είναι διαρκής και ότι μόνο οι φωτισμένες με την Ελπίδα και την ειλικρινή Ενσυναίσθηση καρδιές, μπορούν να πετύχουν την ανατροπή της συμβατικότητας.
Οι «ψυχροί» υπολογισμοί είναι αυτοί που καταστρέφουν την μακροημέρευση των ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και δεν επιτρέπουν στις κοινωνίες να διαμορφώνουν συγκροτημένα πλαίσια λειτουργίας. Όταν αδιαφορούμε για το θυμικό, τις φαινομενικά άλογες αντιδράσεις (τις μη «κερδοφόρες» κατά κάποιους), οι προοπτικές φαντάζουν θολές και πιθανότατα ατελέσφορες οι προσπάθειες.
Οι «ψυχροί» υπολογισμοί είναι αυτοί που καταστρέφουν την μακροημέρευση των ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και δεν επιτρέπουν στις κοινωνίες να διαμορφώνουν συγκροτημένα πλαίσια λειτουργίας. Όταν αδιαφορούμε για το θυμικό, τις φαινομενικά άλογες αντιδράσεις (τις μη «κερδοφόρες» κατά κάποιους), οι προοπτικές φαντάζουν θολές και πιθανότατα ατελέσφορες οι προσπάθειες.
Όλο και πιο μαζική , όλο και πιο έντονη γίνεται η κριτική που εκφράζουν ευθαρσώς και δημοσίως στελέχη του ΠΑΣΟΚ για την πολιτική της κυβέρνησης τους. Αντίστοιχη στροφή σε «σκληρότερο» αντιπολιτευτικό λόγο εκδηλώθηκε το τελευταίο διάστημα κι από τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ Γ.Καρατζαφέρη. Όσο κι αν αυτή η στάση δείχνει έστω και ετεροχρονισμένα την εναρμόνιση τους με το λαϊκό αίσθημα αλλά και την αναγνώριση των αδιεξόδων του μνημονίου, η συγκυρία που επιλέγεται μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και φυσικά υποκρύπτεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μια βαθιά λαϊκίστικη αντίληψη.
Από τη μια οι Ευρωπαϊκές ηγεσίες που έστησαν ένα οικοδόμημα σε μονεταριστικές εμμονές του παρελθόντος, χωρίς σαφείς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς στιβαρή διαχείριση και όραμα, που δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως τον οικονομικό «τυφώνα» που ερχόταν κι ακόμα αναλώνονται σε λεκτικές αντιπαραθέσεις που απλά μετατρέπουν την Ε.Ε. σε θεατή των εξελίξεων. Από την άλλη οι άτολμες, φοβικές ή συμβιβασμένες Ελληνικές ηγεσίες που είτε δημιούργησαν ή συντήρησαν, είτε δεν συγκρούστηκαν επαρκώς με κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες. με τη σημερινή κυβέρνηση να αποτελεί το απαύγασμα του πολιτικαντισμού (με τη μια υπόσχεση να καταπίπτει μετά την άλλη) και της αναποτελεσματικότητας (συνεχείς καθυστερήσεις σε διαρθρωτικές αλλαγές αλλά και έλλειψη διαπραγματευτικής ικανότητας).
Οι κρίσιμες οικονομικές εξελίξεις συχνά επισκιάζουν τα ανησυχητικά γεγονότα όσον αφορά τα εθνικά μας θέματα. Ο Τούρκος Υπ. Εξωτερικών, κ. Νταβούντογλου, αναφέρεται (εκ παραδρομής ή συνειδητά;) στην ήδη ύπαρξη συνεργασίας των δυο πλευρών στο Αιγαίο, ενώ τουρκικά δημοσιεύματα προαναγγέλλουν την υπογραφή συμφωνίας για το ζήτημα, το αμέσως επόμενο διάστημα. Τα Σκόπια προετοιμάζονται για την άσκηση πίεσης ενόψει της προοπτικής ένταξης των χωρών των Δ. Βαλκανίων σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, αφήνοντας υπονοούμενα για αποχώρηση από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ οι διαρροές από τα περιβόητα Wikileaks έδιναν την εικόνα συμβιβαστικής διάθεσης από την Ελληνική πλευρά. Ο Σ. Μπερίσα δηλώνει επίσημα ότι δεν είναι θιασώτης της ιδέας περί Μεγάλης Αλβανίας, αλλά ταυτόχρονα από μέρος της πολιτικής ηγεσίας εγείρεται θέμα για τον προσδιορισμό των χωρικών τους υδάτων με την Ελλάδα.
Διεκδίκηση, μαχητικότητα, δυναμισμός, έννοιες συνυφασμένες με την προσπάθεια διατήρησης των κοιννωικών ισορροπιών ανάμεσα σε αντιφατικές ανάγκες και απαιτήσεις αλλά κι ένα χρήσιμο εργαλείο πίεσης προς το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο για την προφύλαξη και διεύρυνση δικαιωμάτων, για τη συντήρηση και ανάπτυξη συνθηκών ευημερίας. Όταν όμως αυτή η έμφυτη μορφή «επιθετικότητας» μετατρέπεται σε «τυφλή» καταστροφική οργή, μηδενιστικής λογικής, ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα; Ποιος απότερος στόχος επιτυγχάνεται, πέρα από την πρόσκαιρη «συναισθηματική εκτόνωση» που μπορεί να δίνει στο σύστημα και τα απαραίτητα επιχειρήματα για τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης;
Ο τρόπος με τον οποίο το συνδικαλιστικό κατεστημένο, διαχρονικά τοποθετημένο πολιτικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, διαχειρίζεται τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις στο εργασιακό και ασφαλιστικό πεδίο, αποκάλυψε αυτό που έτσι κι αλλιώς ήταν πρόδηλο από την έως τώρα λειτουργία του. Ότι δηλαδή η όποια δράση τους για τα δικαιώματα των εργαζομένων προσέκρουε σε δυο κομβικούς «υφάλους». Από τη μια τη συντήρηση του κρατικοδίαιτου συστήματος εξουσίας που δαιμονοποιεί την επιχειρηματικότητα, αποποιούμενο των δικών του ευθυνών, κι από την άλλη την προώθηση των προσωπικών διαδρομών των επικεφαλής των συνδικαλιστικών παρατάξεων που σχεδόν νομοτελειακά οδηγούσε στην κατάληψη βουλευτικών ή ακόμα και υπουργικών θώκων.
Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά οι ΔΕΚΟ, ως μέσο τακτοποίησης ημετέρων σε υψηλόμισθες θέσεις. Ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, που διέθεταν και αγαστές σχέσεις με το συνδικαλιστικό κατεστημένο, αυτών των υπηρεσιών, δεν φείδονταν προσλήψεων επίλεκτων στελεχών του ευρύτερου κομματικού μηχανισμού με παχυλές αποδοχές που ελάχιστα ανταποκρίνονταν στα αντικειμενικά προσόντα, την εμπειρία και την προσδοκώμενη προσφορά τους. Είναι αναπότρεπτο λοιπόν, να έρχεται σήμερα, υπό την πίεση της Τρόικας, σε ευθεία σύγκρουση με κομμάτι του πολιτικού DNA του, προχωρώντας συχνά σε αντιφατικές ρυθμίσεις που ίσως αποδεχτούν και αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
Ανταποκρινόμενος στα κοινωνικά κελεύσματα για ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας ο Αντώνης Σαμαράς πήρε την πρωτοβουλία να επαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα του χαρακτηρισμού της επόμενης βουλής ως «Αναθεωρητικής», ώστε να προωθηθούν μερικές, απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, συνταγματικές μετατροπές. Μετά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, τον περασμένο Μάιο, η κυβέρνηση αδιαφόρησε πλήρως για το ζήτημα, περιοριζόμενη σε γενικόλογες αναφορές για καταπολέμηση της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, χωρίς όμως καμιά πρακτική κίνηση. Από τότε, είχαμε εγκαίρως καταθέσει κάποιες βασικές προτάσεις "Οι θεσμοί στη Νέα Μεταπολίτευση" και την επομένη των αυτοδιοικητικών εκλογών είχαμε επισημάνει την ανάγκη ανόδου του θέματος στην ιεράρχηση των πολιτικών προτεραιοτήτων (επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε και τα αίτια της πρωτοφανούς αποχής) “Το ρυάκι που μπορεί να γίνει ορμητικό ποτάμι”.
Όταν μετά τις εθνικές εκλογές του 2009, ο Παπανδρέου προσπαθούσε να δικαιολογήσει την περιοριστική πολιτική του, είχε ως προσχηματικό επιχείρημα την δήθεν άγνοια των δεδομένων, και την επίρρηψη των ευθυνών στην κυβέρνηση της ΝΔ. Με προφανή δημιουργική λογιστική και στήριξη από το ντόπιο & διεθνές κατεστημένο (πολιτικό & τραπεζικό) αλλά και τα ΜΜΕ, κατόρθωσε, για ένα διάστημα, να έχει την ανοχή σημαντικού μέρους των ψηφοφόρων του. Οι χθεσινές ανακοινώσεις για τα εργασιακά, μετά από τις συνεχείς κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για μη περαιτέρω επιβάρυνση των εισοδημάτων (και ιδιαίτερα για καμιά επέμβαση στον ιδιωτικό τομέα) είναι μια απροκάλυπτη και μεθοδευμένη προσπάθεια για τη διάρρηξη των εργασιακών σχέσεων, με τη μορφή που τις γνωρίζαμε έως τώρα.
Πληθαίνουν οι φωνές που προτρέπουν τους ηγέτες της Ε.Ε. να συμφωνήσουν στην έκδοση ενός κοινού Ευρωπαϊκού ομολόγου με επιτόκιο κάτω από 3%, ώστε να περιοριστούν οι κερδοσκοπικές κινήσεις των αγορών και να αποκλιμακωθεί σταδιακά το τεράστιο και δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος, όλο και περισσότερων χωρών που σε συνδυασμό με τη βαθιά ύφεση οδηγεί σε συνολικό αδιέξοδο τη λειτουργία της κοινότητας. Είναι όμως αυτή, υπό τις παρούσες συνθήκες, μια εφικτή λύση και σε ποιο βαθμό μπορεί να λύσει τα διαρθρωτικά, πολιτικά ζητήματα που ταλανίζουν την Ε.Ε.
Ακούγοντας τις δηλώσεις Στρος Καν κι έχοντας υπόψη τη χθεσινή τηλεοπτική παρουσία αλλά και τις σκέψεις που καταγράφει στην προσωπική του ιστοσελίδα ο πρώην υπουργός Α.Ανδριανόπουλος, είναι εύκολο να ανακαλύψεις τις συνήθεις αντιφάσεις που διέπουν το λόγο όσων στηρίζοντας εξαρχής το μνημόνιο με το συγκεκριμένο μίγμα μέτρων, προσπαθούν να προσαρμόσουν την επιχειρηματολογία τους στα έως τώρα πενιχρά αποτελέσματα και τα μελλοντικά επικίνδυνα αδιέξοδα στα οποία μας παρασύρει. Η αρχική προσχώρηση στην κυβερνητική λογική, ότι ανάκαμψη στην οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει πριν τη δημοσιονομική προσαρμογή (από την οποία κυρίως τις περικοπές εισοδημάτων έχουμε δει!), δίνει τη θέση της στην αποδοχή της ανάγκης για άμεσο αναπτυξιακό βραχίονα, αν θέλουμε να ελπίζουμε στην πιθανότητα επιτυχημένης εξόδου στις αγορές μετά το 2013. Μόνο που η χαρακτηριστική καθυστέρηση έχει κάνει ήδη επισφαλή την επίτευξη αυτού του στόχου.
Δυο χρόνια από τον άδικο χαμό ενός εφήβου λόγω της εγωιστικής εξουσιομανίας και τις φοβικές αντιδράσεις ενός ελλιπώς εκπαιδευμένου ειδικού φρουρού. Δυο χρόνια από τα γεγονότα καταστροφής της πόλης που ανέδειξαν το πόσο ανοχύρωτη είναι η πρωτεύουσα της χώρας σε κάθε εξτρεμιστική κίνηση και σημάδεψαν τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις. Όσο κι αν μερικές φορές μπορεί να φαντάζει λαϊκίστικο, το να αναζητείς συνεχώς κρατικές ευθύνες, ιδιαίτερα στην εποχή της καταναλωτικής εσωστρέφειας και της εικονικής ευδαιμονίας, στα συγκεκριμένα συμβάντα ο ρόλος της αδιαφορίας και της μικροπολιτικής αντιμετώπισης των γεγονότων από πλευράς των δημοσίων λειτουργών μας, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη σύσταση και την έκταση τους.
Στη φοβική νοοτροπία που εκτρέφεται με επιδεξιότητα το τελευταίο διάστημα, η έξοδος της Γερμανίας από το ευρώ, αποτελεί το πιο πρόσφατο κεφάλαιο. Επί της ουσίας όμως, αποτελεί μια «θεατρική» παράσταση με ελλιπές σενάριο, μειωμένων ικανοτήτων πρωταγωνιστές και την Κομισιόν στο ρόλο ενός άβουλου σκηνοθέτη. Η σταθερότητα και το εύρος των εμπορικών σχέσεων που προσφέρει η κοινή αγορά, ο έλεγχος σε νομισματικό και επιτοκιακό επίπεδο είναι μερικοί από τους πιο βασικούς παράγοντες που η προοπτική εγκατάλειψης του ευρώ, από τον πιο ισχυρό πυλώνα της, φαντάζει ανύπαρκτη.
Ένας χρόνος ραγδαίων και απρόβλεπτων πολιτικών εξελίξεων. Ένας χρόνος επώδυνων κοινωνικών μεταβολών. Ένας χρόνος από τη στιγμή που έκανε την εμφάνιση του, αυτό εδώ το μπλογκ. Η δημιουργία όπως και το όνομα του, οφείλονται στην πρωτοφανή μαχητικότητα και το δυναμισμό με τον οποίο οι πολίτες αποφάσισαν να παρακάμψουν τη λειτουργία των μηχανισμών και της κομματικής νομενκλατούρας και να πάρουν την τύχη της Κεντροδεξιάς παράταξης στα χέρια τους, εκλέγοντας στη θέση του Προέδρου της ΝΔ τον Αντώνη Σαμαρά.
Όπως υπονοεί η γνωστή παροιμία, κάποιοι ανακαλύπτουν στις διάφορες συγκυρίες πρόσφορο έδαφος εκμετάλλευσης των συνθηκών, ώστε να επιβάλλουν περαιτέρω τις επιθυμίες τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με όλους τους παράγοντες που «διαπλέκονται» όσον αφορά την εκτέλεση του μνημονίου. Ιδιαίτερα στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων και των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα, τόσο η Τρόικα, όσο κι η κυβέρνηση, οι εργοδότες και το συνδικαλιστικό κίνημα, ορμώμενοι από διαφορετικά κίνητρα, εκμεταλλευόμενοι την υπαρκτή ανάγκη για μεγαλύτερη ελαστικότητα των όρων λειτουργίας επιχειρήσεων που βρίσκονται στα πρόθυρα πτώχευσης, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός εργασιακού «Μεσαίωνα».
Αν αντιπαρέβαλε κανείς την ομιλία Σαμαρά στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο και την αντίστοιχη σημερινή παρουσία Παπανδρέου ή τη συνέντευξη Παπακωνσταντίνου στον Πρετεντέρη, θα διέκρινε την εντελώς διαφορετική στρατηγική τοποθέτηση, και σε «φιλοσοφικό» επίπεδο, με την ευρύτερη έννοια που χαρακτηρίζει τις δυο προσεγγίσεις για την οικονομία. Από τη μια η συνειδητή προσπάθεια να δοθεί προοπτική στο λαό και ανάσα στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την κατανάλωση, κι από την άλλη η αναπαραγωγή των κλασικών επιχειρημάτων που ενισχύουν το φόβο στους πολίτες και την καχεξία στην αγορά. Από τη μια η σύγχρονη φιλελεύθερη προσέγγιση μέσα κι από μια συμπεριφορική ανάλυση των δεδομένων κι από την άλλη η μονομερής «συνταγή» της λιτότητας και του αποπληθωρισμού που αποδείχτηκε στην πράξη, ανεπαρκής για τη χώρα μας.
Διθυραμβικά προσέγγισαν τα κραταιά ΜΜΕ την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής μέρους του δανείου των 110 δις (δεν περιλαμβάνονται οι καταβληθείσες 3 πρώτες δόσεις) που μας χορηγήθηκε από την Τρόικα. Θεμιτό, στο βαθμό που η χώρα ήταν προφανές ότι δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, λόγω των υπέρογκων τόκων ανά έτος, που συνεπάγονταν η χρονικά περιορισμένη δανειακή σύμβαση. Αποτελεί βέβαια απορίας άξιον, πως τόσοι εξέχοντες τεχνοκράτες δεν είχαν εξαρχής κατανοήσει με βάση τα θεμελιώδη δεδομένα και τις προοπτικές βαθιάς ύφεσης της Ελληνικής οικονομίας, ότι δεν υπήρχε λογική πιθανότητα έγκαιρης ανταπόκρισης μας, μέσα σε ένα τόσο στενό πλαίσιο. Ήταν άραγε μια τυχαία αδυναμία αντίληψης της πραγματικότητας, υπερεκτιμήθηκε η δυναμική των μνημονιακών πολιτικών ή απλά η κυβέρνηση και οι δανειστές της επένδυσαν στη δημιουργία φοβικού κλίματος που θα επέτρεπε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της χρεοκοπίας, τη λήψη επώδυνων αποφάσεων;
Βράδυ 4ης Οκτωβρίου, ένα χρόνο πριν. Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών με την απρόβλεπτα μεγάλη διαφορά υπέρ του ΠΑΣΟΚ είχε επισημοποιηθεί. Ο Καραμανλής ανακοινώνει ευθαρσώς ότι αναλαμβάνοντας τις ευθύνες τους, ανοίγει τις διαδικασίες για την εκλογή νέου αρχηγού στη ΝΔ. Ακολουθούν οι δηλώσεις των φερόμενων ως πιθανότερων υποψηφίων. Τα ΜΜΕ έχοντας σχεδόν προδικάσει το αποτέλεσμα και τη σειρά κατάταξης των επίδοξων ηγετών, παρουσιάζουν πρώτα τη δήλωση της κ. Μπακογιάννη, μετά του κ.Αβραμόπουλου και τελευταία του Α.Σαμαρά. Τέτοιου είδους δημόσιες κινήσεις κινούνται στα πλαίσια του κομφορμισμού και του πολιτικώς ορθού. Περιγραφή της κατάστασης και αναφορά στην προοπτική, που κατά τη γνώμη του καθενός δίνει η δική του υποψηφιότητα. Ακόμα όμως ηχεί στα αυτιά μου η φράση του Α. Σαμαρά, «ψηλά το κεφάλι». Αυτή η προτροπή, έμελλε από τις πολιτικές εξελίξεις, να αποτελεί την ύψιστη ανάγκη για την ανάταση της πολιτικής λειτουργίας, την υπέρβαση της κοινωνικής απογοήτευσης, την επαναφορά της ιδεολογικής επιχειρηματολογίας.
Το Ιρλανδικό «θαύμα» κατέρρευσε μεγαλοπρεπώς υπό το βάρος του αδύναμου χρηματοπιστωτικού του συστήματος και η κρίση μεταφέρεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση στο Μεσογειακό «τόξο» (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία). Σε αυτό το αβέβαιο πλαίσιο αναπτύσσονται θεωρίες για το κατά πόσο συμφέρει την Ελλάδα, αυτή η εξέλιξη. Αν δηλαδή η εξάπλωση της δυσκολίας εξεύρεσης κεφαλαίων από τις αγορές με την προοπτική κάποιες ακόμα χώρες να αναγκαστούν να προσφύγουν στην αναζήτηση στήριξης από την Τρόικα, διευκολύνει την επίτευξη των δικών μας στόχων ή αντιθέτως μετατρέπει σε έναν ακόμη πιο δύσβατο Γολγοθά, την προσπάθεια μας.
Όταν δημιουργείται ένας νέος κομματικός φορέας, θεωρείται συνηθισμένη πρακτική να ανακοινώνονται σταδιακά και ανάλογα με τις εξελίξεις και τις συγκυρίες, οι προσχωρήσεις στελεχών σε αυτόν (η επονομαζόμενη λογική της «σταγόνας»). Αναμφισβήτητα σε θεωρητικό επίπεδο, πρόκειται για μια θεμιτή επιλογή που προσφέρει πρόσκαιρη πρόσβαση στη δημοσιότητα σε κάθε νεότευκτη προσπάθεια. Ταυτόχρονα όμως είναι και αποκαλυπτική μιας παλαιοκομματικής νοοτροπίας που θωρεί ότι η προσωπική διαδρομή του κάθε πολιτικού αφορά συνολικά την κοινωνία. Ιδιαίτερα σε μια εποχή ραγδαίων κοινωνικοοικονομικών διεργασιών που ανατρέπουν την καθημερινότητα και υποθάλπουν το μέλλον μας, ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τις μεμονωμένες επιλογές πολιτικών στελεχών. Τους πολίτες απασχολούν οι προτάσεις που μπορούν να δώσουν ταχύτερο κι ασφαλέστερο διέξοδο από την κρίση, που γιατρεύουν «πληγές» και δίνουν προοπτική στον τόπο.
Επισημοποιήθηκε λοιπόν η προσφυγή της Ιρλανδίας στο μηχανισμό οικονομικής στήριξης, εντείνοντας τις συζητήσεις για την τελική μορφή ενός μόνιμου μηχανισμού, τις μελλοντικές κυρώσεις σε παρόμοιες περιπτώσεις και τον τρόπο συμμετοχής των ιδιωτών σε αυτή τη διαδικασία. Αυτό που επιμελώς αποφεύγεται να αναδειχθεί είναι η ευκολία με την οποία η Ιρλανδία είχε ανακηρυχθεί σε αναπτυξιακό πρότυπο, ιδιαίτερα για τις «μικρότερες» χώρες αλλά και την εξίσου επιφανειακή προσέγγιση με την οποία το περιβόητο Ιρλανδικό μοντέλο δημοσιονομικής προσαρμογής (με μεγάλες περικοπές μισθών και συντάξεων) θα οδηγούσε σε ταχύτατη εξυγίανση τη χώρα.
Φαντάζει κοινότυπο αλλά ακούγεται συχνά από τα χείλη των πολιτικών ( η ίδια η κ. Μπακογιάννη το έχει αναφέρει ουκ ολίγες φορές το τελευταίο διάστημα), ότι τα νέα κόμματα δημιουργούνται μέσα από τις διεργασίες που προκύπτουν από τις κοινωνικές ανάγκες κάθε εποχής. Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί το κατά πόσο ένα νέο πολιτικό μόρφωμα έχει λόγο ύπαρξης, εάν δηλαδή κατορθώνει με τα συστατικά του στοιχεία (πρόσωπα και διαδρομές, ιδεολογία και ρητορική προσέγγιση), να εκφράσει τις κυρίαρχες ανάγκες, αλλά κυρίως να αντιληφθεί τις «υπόγειες» κοινωνικές αναταράξεις που συχνά αργούν να εκδηλώσουν πλήρως τη δυναμική τους, αλλά σταδιακά καθορίζουν το πλαίσιο των μακροπρόθεσμων εξελίξεων. Σήμερα καθοριστικό ρόλο στο λαϊκό αίσθημα για την άσκηση της πολιτικής διαδραματίζουν 3+1 καίριοι παράγοντες. Όποιος δεν τους αντιλαμβάνεται πλήρως ή συνειδητά παραβλέπει ή διαστρεβλώνει το νόημα τους, είναι καταδικασμένος στην αποτυχία και την περιθωριοποίηση, διαγράφοντας επί της ουσίας, μια προσωπική διαδρομή με κίνητρο τα απωθημένα του παρελθόντος και τα αδιέξοδα του μέλλοντος.
Κάθε χρόνος και μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Από το «λεφτά υπάρχουν» που οι προσδοκίες που δημιούργησε, συνεθλίβησαν κάτω από το βάρος της πιο σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων δεκαετιών, περάσαμε στο φετινό «δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα» που κατέληξε να ερμηνεύεται ως όχι περαιτέρω μέτρα από αυτά που περιλαμβάνονται στο μνημόνιο! Μόνο που οι επιπτώσεις των όποιων προειλημμένων αποφάσεων, γίνονται κατανοητές στους πολίτες μετά την εκτέλεση τους,. Ο προϋπολογισμός αποκαλύπτει το ολοκάθαρο αδιέξοδο της μνημονιακής πολιτικής. Ένα χρόνο πριν εκφράζαμε την ευχή να προχωρήσει άμεσα η κυβέρνηση σε μεταρρυθμίσεις και αναπτυξιακές κινήσεις που θα επέτρεπαν τον περιορισμό της ύφεσης και των κοινωνικών επιπτώσεων. Σήμερα αρχίζει να μας κυριεύει η απαισιοδοξία για την εξέλιξη του προγράμματος προσαρμογής, που με τη δημοσιονομική μονομέρεια του, οδηγεί τη χώρα όλο και πιο κοντά, σε αυτό που μετ’ επιτάσεως απευχόμασταν, την αναδιάρθρωση του χρέους.
Η εμμονή της Γερμανίδας Καγκελαρίου τόσο σε σκληρές κυρώσεις σε όσες χώρες παρεκτρέπονται δημοσιονομικά, όσο και στη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών στα βάρη της στήριξης μιας αδύναμης οικονομίας, αναδεικνύουν πέρα από την έλλειψη συνολικού Ευρωπαϊκού οράματος και την αντίφαση των στόχων που πιθανότατα υποκρύπτονται πίσω από αυτές τις θέσεις της. Κρατώντας στην ίδια μασχάλη τόσα πολλά «καρπούζια» πολιτικής διαχείρισης, φαντάζει απίθανο να μην θρυμματιστούν κάποιο ή κάποια από αυτά. Ο συνδυασμός του εσωτερικής χρήσης ρητορικού λαϊκισμού, της επίδειξης αλαζονικών ηγεμονικών τάσεων στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η αδιαφορία για το μέλλον της Ευρώπης που περνά μέσα από μια κοντόφθαλμη θεώρηση για τη σύσταση και τις προοπτικές της στο διεθνές ανταγωνιστικό σκηνικό, αποτελεί ένα μίγμα πολιτικής φιλοσοφίας που δεν δείχνει να έχει μια ξεκάθαρη μακρόπνοη στόχευση.
Για μια ακόμα χρονιά δεν λείπουν την ημέρα της επετείου των γεγονότων του Πολυτεχνείου, οι δημοσιογραφικές αναζητήσεις για την επικαιροποίηση του μηνύματος του. Τι αντιπροσωπεύει άραγε το «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» στις μέρες μας; Ποιες αξίες στηρίζουν με συνέπεια αυτά τα διαχρονικά κοινωνικά ζητούμενα; Είναι γεγονός ότι η γενιά του Πολυτεχνείου, τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος των προεξεχόντων μελών της, εξαργύρωσε την παρουσία της στα τότε κινήματα με κομματική και κοινωνική ενασχόληση που τους καταξίωσε στους τομείς τους, ελάχιστα όμως είχε να κάνει με τις αρχικές τους επιδιώξεις. Πολλοί μάλιστα από αυτούς συμβιβάστηκαν απολύτως με την κατεστημένη νοοτροπία, διαγράφοντας τεθλασμένες διαδρομές που κάλυπταν ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα από την άκρα αριστερά έως την κεντροδεξιά!
Εδώ και μήνες επεσήμανα ότι το βασικό πολιτικό μήνυμα, εξάγεται από τα αποτελέσματα της 1ης Κυριακής των Περιφερειακών εκλογών. Η γεωγραφική ευρύτητα, η έλλειψη ιδιαίτερων προσωπικών επαφών ανάμεσα σε υποψήφιους και ψηφοφόρους, αλλά και η πρωτογενής πολιτική αντίδραση απέναντι σε διεκδικητές νεοπαγών θέσεων που δεν κρίνονταν για το έργο τους, επέτρεπαν την πιστότερη καταγραφή των πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτό το επίπεδο, η αποδοκιμασία της κυβέρνησης ήταν ηχηρή, περιορίζοντας την επιρροή της στο 35%, με μια έως πρόσφατα, ηθικά και κοινωνικά απαξιωμένη αντιπολίτευση να διατηρεί τις δυνάμεις της. Όσον αφορά τη 2η Κυριακή αυτό που εν πολλοίς κρίθηκε είναι η δυνατότητα διακομματικών συνεργασιών. Ο σχηματισμός ενός κοινού αντιμνημονιακού μετώπου αποδεικνύεται ουτοπικός αφού σε μερίδα αριστερών πολιτών παραμένουν τα αντιδεξιά αντανακλαστικά αλλά κυρίως είναι αδύνατη η κοινή στάση τόσο αντίθετων ιδεολογικά προσεγγίσεων, όσον αφορά την απαιτούμενη πολιτική εξόδου από το μνημόνιο και τις προτεραιότητες της Νέας Μεταπολίτευσης.
Η τελευταία Σύνοδος των 20 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, ανέδειξε για μια ακόμα φορά, ανάμεσα στα άλλα ζητήματα, το σχεδόν προαιώνιο δίλημμα του τι προέχει ως επιλογή, μετά από μια σημαντική οικονομική κρίση. Η εμμονή στην άμεση δημοσιονομική προσαρμογή με πάση θυσία ταχύτατο περιορισμό των ελλειμμάτων ή η προσπάθεια συντήρησης ενός θετικού αναπτυξιακού κλίματος που με την αναθέρμανση της αγοράς θα δημιουργήσει και δημοσιονομικά οφέλη; Το ερώτημα μοιάζει λίγο με την γνωστή απορία για το αυγό και την κότα! Οι δυο επιλογές αποτελούν τα «άκρα» ενός μοχλού που η υπερβολή στην κίνηση του ενός μέρους μπορεί να οδηγήσει στην ολοσχερή πτώση συνολικά του «μηχανισμού».
Η μικροκομματική λογική του πρωθυπουργού, με τη χρήση της μπλόφας για εθνικές εκλογές, αποκαλύφθηκε πλήρως από την ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος που μας κατέθεσε το ίδιο βράδυ. Στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας ενίσχυσε την αρχική εντύπωση ότι όχι μόνο δεν έλαβε το μήνυμα δυσαρέσκειας των πολιτών, αλλά επιχείρησε να το φαλκιδεύσει, ερμηνεύοντας ακόμα και την αποχή από την εκλογική διαδικασία ως ανοχή στην πολιτική του. Θέλησε μάλιστα για μια ακόμα φορά, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, να αλλάξει το διακύβευμα των εκλογών από πολιτικό σε αυτοδιοικητικό, λες και οι ψηφοφόροι μπορούν να κάνουν α λα καρτ επιλογές ανάλογα με τους πολιτικούς σχεδιασμούς του κ. Παπανδρέου.
Οι παραινέσεις Γιούνκερ για τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων αποτελεί την οριστική «ταφόπλακα» στο μείγμα πολιτικής και τους ρυθμούς αποτελεσματικότητας της διαχείρισης Παπανδρέου. Οι συνεχείς αναθεωρήσεις του ελλείμματος του 2009 και η, για πρώτη φορά, προσθήκη σε αυτό και των κρατικών υποχρεώσεων προς ΔΕΚΟ και νοσοκομεία, εκτινάσσουν και το φετινό έλλειμμα κοντά στο 10%. Αποδεικνύεται πλέον περίτρανα, όπως καταδεικνύουν οι δηλώσεις για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου από την Τρόικα και η πρόθεση για επαναδιαπραγμάτευση όρων του μνημονίου, ότι πέρα από τα αλλεπάλληλα λάθη που μας οδήγησαν στο ΔΝΤ, η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς στην συνεννόηση για τις απαιτήσεις και το χρονοδιάγραμμα των υποχρεώσεων μας. Δεν λάβαμε υπόψη μας ούτε τη διεθνή εμπειρία πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, ούτε τις ιδιαιτερότητες του Ελληνικού παραγωγικού μοντέλου και της διάρθρωσης του κρατικού μηχανισμού μας.
Για ακόμα φορά σε εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων ετών, μεγάλη συζήτηση γίνεται για το φαινόμενο της αυξανόμενης αποχής που αυτή τη φορά συνεπικουρείται από την εκτίναξη των λευκών & άκυρων ψηφοδελτίων σε 9%. Οι ερμηνείες ποικίλουν διατρέχοντας ένα ευρύ φάσμα θεωριών από απολύτως πολιτικές έως κοινωνιολογικές. Πριν όμως την εξαγωγή του όποιου συμπεράσματος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η εικόνα που αποτυπώνεται είναι σε σημαντικό βαθμό πλασματική, αφού παραμένει ακόμα ζητούμενο η εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων από αποβιώσαντες και ομογενείς που συνειδητά έχουν πάψει εδώ και χρόνια να ασχολούνται με τα Ελληνικά πολιτικά δρώμενα.
Τα εκλογικά αποτελέσματα κρύβουν φυσικά σημαντικά μηνύματα και για τη ΝΔ. Κυρίως ενθαρρυντικά για την πρωτοφανή προσπάθεια αναδιοργάνωσης της παράταξης, τον τελευταίο χρόνο, αλλά και ενδείξεις όσον αφορά τη χρήση συγκεκριμένων τακτικών, την ταχύτερη προώθηση αλλαγών, την προσαρμογή κι ευκρινέστερη παρουσίαση των προτάσεων της στα λαϊκά στρώματα. Η μείωση της διαφοράς ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ από το 10.5% σε 2% μόνο ως επιτυχία της ηγεσία του Α. Σαμαρά μπορεί να καταγραφεί. Κάποιοι μιλούν για αδυναμία ανόδου των ποσοστών (παραβλέποντας ότι στις περισσότερες εκτός Αττικής περιφέρειες υπάρχει άνοδος που κυμαίνεται από 2 έως 6%!). Λησμονούν επίσης ότι οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών έδιναν στην ΝΔ ποσοστά που δεν ξεπερνούσαν, ακόμα και με τις πιο θετικές αναγωγές το 27-29%! Είναι γεγονός ότι μέσα στο κλίμα γενικευμένης απαξίωσης του μεταπολιτευτικού σκηνικού, οι πολίτες τίμησαν την αναγεννητική προσπάθεια του Α. Σαμαρά που άλλωστε βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και όλες οι πτυχές της δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα.
Με ασαφές το όριο της επιτυχίας γι’ αυτή την εκλογική μάχη, ο κ. Παπανδρέου είχε τη δυνατότητα να ερμηνεύσει κατά το δοκούν το χθεσινό αποτέλεσμα. Αποκαλύφθηκε λοιπόν πλήρως από τα λεγόμενα του, η μπλόφα που έκρυβε το εκβιαστικό δίλημμα για δήθεν προκήρυξη εθνικών εκλογών που ούτε ο ίδιος επιθυμούσε, αφού πιθανότατα θα οδηγούσαν σε απώλεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας, αλλά κυρίως ούτε η Τρόικα και οι δανειστές μας του το επέτρεπαν. Το δίλημμα αφορούσε επί της ουσίας το σκληρό πυρήνα των κομματικών ψηφοφόρων που έδειχνε πρωτοφανή σημάδια χαλαρότητας, προμηνύοντας ακόμα μεγαλύτερο καταποντισμό από αυτόν που καταγράφηκε. Είναι γεγονός ότι σε μια κρίσιμη μάζα οπαδών του ΠΑΣΟΚ λειτούργησε το σύνδρομο της πιθανής απώλειας της εξουσίας λόγω εθνικών εκλογών δίνοντας στο κίνημα τη δυνατότητα να συντηρήσει ένα ελάχιστο πανελλαδικό προβάδισμα του 2%.
Στην χθεσινή ανάρτηση μας αναφέρθηκε, σχεδόν προφητικά, η ανάγκη να αποδείξουμε με την ψήφο μας ότι δεν αφήνουμε κανέναν να θίξει την προσωπική και εθνική μας αξιοπρέπεια και το φιλότιμο μας. Λίγες ώρες μετά ο πρωθυπουργός απέδειξε τις δηλώσεις του, ότι αυτή μου η προτροπή ήταν πιο επίκαιρη και πιο ρεαλιστική από ποτέ. Ο κ.Παπανδρέου σε με μια πρωτοφανή απρέπεια χαρακτήρισε αντιπατριώτες όσους δεν στηρίξουν στις αυριανές εκλογές τις κυβερνητικές επιλογές.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 αποτελούσαν έτσι κι αλλιώς μια ιστορική στιγμή για τα Ελληνικά πολιτικά δρώμενα. Η διοικητική μεταρρύθμιση φέρνει μαζί της συνέπειες (θετικές και αρνητικές) την έκταση των οποίων δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως οι πολίτες κι απ’ ότι φαίνεται ελάχιστα έχουν αφομοιώσει πολλοί από αυτούς που θα κληθούν να την υπηρετήσουν. Οι συγκεκριμένες όμως εκλογές διενεργούνται και σε ένα πρωτοφανές κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, όπως το έχει σχηματοποιήσει η έλευση της Τρόικας στη χώρα και οι μνημονιακές πολιτικές. Προφανώς κάθε εκλογική μάχη δίνει τα δικά της μηνύματα. Τόσο μηνύματα που έχουν σχέση με το ύφος και το είδος της κάθε διαδικασίας (εδώ αυτοδιοικητικά), όσο και γενικότερα σε σχέση με τα συνολικά κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Επειδή όμως το μερικό περιλαμβάνεται στο όλον και προσδιορίζεται από αυτό, είναι υποκριτικό να μην αποδεχόμαστε ότι η ψήφος είναι πρωτίστως μια πολιτική, με την ευρύτερη έννοια, επιλογή που διυλίζεται μέσα από την πολιτική φιλοσοφία του κάθε πολίτη.
Ζούμε σε ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα που δεν συνηθίζει να δίνει απλόχερα ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, που τρέπει τους νέους επιστήμονες σε φυγή από τη χώρα προς αναζήτηση επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης, που λειτουργεί ένα οικονομικό περιβάλλον που καθιστά από απελπιστικά περίπλοκη έως ασύμφορη την επιχειρηματικότητα, που το κατεστημένο σε όλα τα επίπεδα αντιμετωπίζει συχνά με ειρωνεία και επιτιμητική συμπεριφορά τη διάθεση των νεότερων για ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση των εξελίξεων. Σε αυτό το περιβάλλον ο Α.Σαμαράς πήρε το ρίσκο να προτείνει για την Περιφέρεια Αττικής μια φρέσκια υποψηφιότητα, που, μακριά από αγκυλώσεις και περιορισμούς του παρελθόντος, προσεγγίζει την πολιτική ενεργοποίηση με πρωτογενή, ανεπιτήδευτο τρόπο.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει ήδη αποδειχθεί ιδανική αυτόχειρας, με την προσφυγή στο ΔΝΤ, παρά τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις ότι μια τέτοια καταστροφική για τη χώρα εξέλιξη δεν επρόκειτο ποτέ να πραγματοποιηθεί. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για το νέο Ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, που επί της ουσίας οδηγεί με συνοπτικές διαδικασίες, τις αδύναμες οικονομίες σε αναδιάρθρωση του χρέους τους, προμηνύουν μια δεύτερη αυτοκτονική διαδρομή για την Ελληνική κυβέρνηση. Αυτό που μετά βδελυγμίας ξορκίζουμε για τις κατακλυσμιαίες συνέπειες του στην αγορά, το τραπεζικό σύστημα και πρωτίστως τους πολίτες, η προοπτική δηλαδή μιας ελεγχόμενης χρεοκοπίας, μοιάζει να έρχεται πιο κοντά από ποτέ, ειδικά όσο η κυβέρνηση ακολουθεί τόσο αργούς ρυθμούς στη προώθηση της ανάπτυξης.
Οι θέσεις του Β.Μαρκεζίνη τόσο για την εξωτερική πολιτική όσο και γενικότερα για το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, εκφράζουν πολλές από τις ανησυχίες μεγάλου μέρους του λαού. Από τη μια τονίζει την έλλειψη προσαρμοστικότητας στα νέα διεθνή δεδομένα. Η τεράστια οικονομική ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας, κι η σταδιακή επανάκαμψη, με όλα τα δομικά προβλήματα, της Ρωσίας έχουν αλλάξει τους όρους των διεθνών ισορροπιών. Από την άλλη οι σχέσεις μας με την Τουρκία μοιάζουν εγκλωβισμένες σε σχήματα και συνθήκες του παρελθόντος, επιτρέποντας ουσιαστικά στη γείτονα χώρα, να προωθεί απρόσκοπτα τα ευρύτερα σχέδια της για την περιοχή.
Η κυβέρνηση κατόρθωσε μέσα στον ίδιο μήνα να γευτεί μια σημαντική πτώση και μια νέα τεράστια άνοδο των spreads και των CDS που έφτασαν τα ξεπέρασαν τα επίπεδα από τα οποία είχε αρχίσει η πτώση των προηγούμενων εβδομάδων. Είναι προφανές ότι ο κύριος παράγοντας αρνητικού επηρεσμού της πορείας των επιτοκίων ήταν το εκβιαστικό εκλογικό δίλημμα που έθεσε ο κ. Παπανδρέου και η προοπτική νέων εθνικών εκλογών που «τρόμαξε» τις αγορές θυμίζοντας τους το επίπελαστο των όποιων θετικών δημοσιονομικών εξελίξεων, την αστάθεια και τον μικροκομματικό τρόπο που συχνά διαχειριζόμαστε τα πολιιτκά και οικονομικά ζητήματα στη χώρα μας. Στην προσπάθεια των ΜΜΕ όμως, να περιοριστεί η αποδιδόμενη στην κυβέρνηση, ευθύνη για αυτή την εξέλιξη τονίστηκαν ιδιαίτερα κι άλλοι παράγοντες όπως η αναμενόμενη ανακοίνωση του περαιτέρω ανεβασμένου ελλείμματος του 2009, οι θεωρίες αναδιάρθρωσης του χρέους που επανέρχονται κάθε τόσο, ακόμα και η πολιτικοποίηση των δημοτικών εκλογών από την αντιπολίτευση!!
Συχνά η άρνηση φορτίζεται με διάθεση μη ευεργετική για το κοινωνικό σύνολο και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η άρνηση κάθε αλλαγής, της προόδου, της άλλης άποψης, της διαφορετικότητας, της ελευθερίας. Η καθημερινότητα όμως και η ιστορία αποδεικνύουν ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η άρνηση αποτελεί την υπέρτατη αρετή, μια εξαιρετικά δύσκολη απόφαση αξιοπρέπειας και σεβασμού σε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Οφείλεις να αρνείσαι τη υποταγή, τον εκβιασμό, την οπισθοδρόμηση, την ομογενοποίηση, τον ευτελισμό των αξιών.
Κινήσεις όπως η χθεσινή συνέντευξη του πρωθυπουργού εμπεριέχουν μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Τα διλήμματα για να λειτουργήσουν οφείλουν να διαθέτουν μια εμφανώς ελκυστική πλευρά προς το κοινό το οποίο απευθύνονται. Ο κ.Παπανδρέου είχε ως προφανή στόχο την επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που δείχνουν έντονη τάση είτε αποχής από τις κάλπες, είτε καταψήφισης των «εκλεκτών» του κινήματος υποψηφίων αυτοδιοικητικών αρχόντων. Το εκβιαστικό μήνυμα του πρωθυπουργού για πιθανή προσφυγή σε εθνικές εκλογές αν το αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι ικανοποιητικό για το κόμμα του, είναι τελικά το πιο κατάλληλο για να προσελκύσει και πάλι τον δυσαρεστημένο πυρήνα των παραδοσιακών υποστηρικτών του;
Ο κ.Παπανδρέου συνειδητοποιώντας την εκλογική συντριβή που έρχεται στις επικείμενη αναμέτρηση, αποφάσισε όψιμα να δώσει πολιτικό χρώμα στο διακύβευμα. Επέλεξε λοιπόν να εκφοβίσει τους πολίτες με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας αν δεν ακολουθηθεί απαρέγκλιτα το πρόγραμμα του μνημονίου, και να τους εκβιάσει με πιθανή προσφυγή σε εθνικές εκλογές, γνωρίζοντας ότι πάγια οι συνεχόμενες αναμετρήσεις δεν ενθουσιάζουν κανέναν. Από την παροχολογία του 2009 ο Παπανδρέου πέρασε στο έσχατο μέσο εκβιασμού του εκλογικού σώματος, μέσα μάλιστα από μια διαγγελματική και κατάφορα αντιδημοκρατική διαδικασία που αναδεικνύει και τη διάχυτη ανασφάλεια του.
Μετά τις σημερινές δηλώσεις Ρέππα σε πρωινή εκπομπή, η αρχική εντύπωση, ότι τουλάχιστον κάποια από τα επονομαζόμενα «αντάρτικα» ψηφοδέλτια από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, επί της ουσίας επιτελούν τον ρόλο του πολιτικού «αερόσακου» για την απορρόφηση των κοινωνικών τριγμών και της τάσης καταψήφισης των κυβερνητικών υποψηφίων, αποδεικνύεται σωστή. Κατά τον κ. Ρέππα η υπερψήφιση των μη επίσημων υποψηφίων του κινήματος δεν αποτελεί ευθεία καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής ("ΠΑΣΟΚ είναι κι αυτοί" είπε χαρακτηριστικά!). Μας ενημέρωσε επίσης, ότι όσο η ψήφος δεν κατευθύνεται προς τη ΝΔ σημαίνει πως οι πολίτες δεν επικροτούν μια εναλλακτική πολιτική πρόταση, απλά δυσφορούν με κάποια από τα μέτρα, αλλά δεν εγκαταλείπουν τον ευρύτερο κομματικό χώρο.
Η αιφνιδιαστική εξαγγελία Παπανδρέου για διακαναλική συνέντευξη τη Δευτέρα αλλά και η ανακοίνωση χορήγησης επιδόματος σε κάποιους χαμηλοσυνταξιούχους (οι προϋποθέσεις περιορίζουν εξαιρετικά τους δικαιούχους), είναι η περίτρανη απόδειξη της πολιτικής αδυναμίας στην οποία βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ. Η αρχή είχε γίνει από την άρνηση κορυφαίων στελεχών του κινήματος να εμπλακούν στην εκλογική διαδικασία, εκτιθέμενοι στη μήνη των πολιτών. Ακολούθησε η προσπάθεια απολιτικοποίησης των εκλογών που σταδιακά μετατράπηκε σε αποδοχή του δημοψηφισματικού χαρακτήρα τους αλλά για την αξία του Καλλικράτη για να καταλήξει με τις πρόσφατες δηλώσεις του να μπει στην ευθεία μνημονιακή αντιπαράθεση συρόμενος ουσιαστικά σε αυτή από την επιτυχημένη παρουσία Σαμαρά και την ευρύτατη αποδοχή του μηνύματος του, που θέτει ουσιαστικά και το δίλημμα των εκλογών. Συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική με συνέπεια νέα σκληρά μέτρα ή αντίδραση και πίεση για την προώθηση ενός εναλλακτικού δρόμου ουσιαστικής ανάπτυξης;
Η επένδυση στον Αστακό προβλήθηκε από την κυβέρνηση με ιδιαίτερη ένταση ως χαρακτηριστικό δείγμα της αναπτυξιακής πλευράς της πολιτικής της. Έστω και έμμεσα οι υπεύθυνοι υπουργοί υπονοούσαν ότι τέτοια project σηματοδοτούν τη αλλαγή της κρατικής νοοτροπίας στον τρόπο που προσεγγίζονται οι μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις. Η υπερβολή όμως στην προσπάθεια επικοινωνιακής εκμετάλλευσης του θέματος, κατάφερε με την τελική ματαίωση του έργου απλά να αναδείξει εντονότερα τις γνωστές ιδιαίτερες συνθήκες που μετατρέπουν σε «μαρτύριο» την οποιαδήποτε επενδυτική πρόθεση. Είναι άλλωστε πρόσφατη η ανάλογη εξέλιξη δυο μεγάλων τουριστικών κατασκευαστικών έργων σε Αταλάντη και Σητεία ("Τα τρία δις που έρχονται, τα 3 δις που φεύγουν"). Χαρακτηριστική είναι η χθεσινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την απαλλοτρίωση εκτάσεων για τουριστική χρήση, που ακυρώνει σχεδιασμούς μελλοντικών επενδύσεων στο αντικείμενο.
Τα κεντρικά δελτία ειδήσεων κι οι ειδησιογραφικές εκπομπές προέβαλλαν τις τελευταίες ημέρες τον Γ. Καρατζαφέρη να επιδίδεται σε μια αυτόκλητη διαμεσολαβητική προσπάθεια για την έναρξη διαλόγου σχετικά με τη λεγόμενη «επανένωση» της Κεντροδεξιάς. Η συζήτηση αυτή βέβαια για να έχει αντικείμενο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε προκαταβολικά δυο βασικά στοιχεία. α) Ποια είναι τελικά η επιθυμητή φυσιογνωμία μιας σύγχρονης Ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς παράταξης; β) Πως τοποθετείται μια τέτοια παράταξη, με βάση τις ιδεολογικές αναφορές της, στο ζήτημα της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, των όρων και των επιπτώσεων του μνημονίου, των προτεραιοτήτων του νέου αναπτυξιακού μοντέλου;
Με τη χθεσινή ομιλία του στη νεοσύστατη Πολιτική επιτροπή του κόμματος, ο Αντώνης Σαμαράς έδωσε το έναυσμα για την τελική ευθεία της μάχης των αυτοδιοικητικών εκλογών. Η ΝΔ δέχθηκε μια ταπεινωτική ήττα με 10,5% διαφορά, ένα χρόνο πριν. Βίωσε κυρίως την ηθική και πολιτική απαξίωση λόγω της άκρατης σκανδαλολογίας και του προεκλογικού λαϊκισμού από πλευράς ΠΑΣΟΚ, που ενίσχυσαν οι εξουσιομανείς νοοτροπίες κάποιων, η λογική εξίσωσης του νόμιμου με το ηθικό και η αναποτελεσματικότητα με βάση τις αρχικές εξαγγελίες σε κρίσιμους τομείς όπως η επανίδρυση του κράτους και η προώθηση μεταρρυθμίσεων. Σήμερα δείχνει μετά από έναν επώδυνο «τοκετό» αλλαγών σε όλα τα επίπεδα έτοιμη να συγκρουστεί με τη «μνημονιακή» πραγματικότητα που επέβαλε η κυβέρνηση, έχοντας ισχυρά επιχειρήματα – βέλη στη πολιτική «φαρέτρα» της.